Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Νοέμβριος, 2020

"...εμένα ποια μανία θα με σώσει;"

Εικόνα
Τα λόγια παλιώνουν αργά. Αργά παλιώνουν τα λόγια. Αποκτούν τη στόφα την παλιοκαιρίσια πάνω στο νέο ένδυμα του χρόνου, μετριούνται μαζί του, αντέχουν. Όσο διασχίζουν τον χρόνο στέκονται και τον κοιτούν. Με θλίψη που γίνεται αγωνία. Γιατί ελάχιστα αλλάζουν που να σε γεμίζουν χαρά. Γιατί το σκοτάδι παραμένει και γίνεται αρκετά θορυβώδες. Χώρο καταλαμβάνει και ζητά κι άλλο. Κι αντέχουν μονάχα κάτι χαραμάδες. Αυτά τα ελάχιστα. Κι απ' αυτά τα ελάχιστα έχεις να βρεις αυτό το ένα. Να γεμίσεις τον υπόλοιπο χρόνο σου με αυτό μονάχα -με τις όποιες ψηφίδες διαλέγει κάθε φορά να δώσει φως στο ψηφιδωτό των ημερών σου.  Αυτό το ένα έρχεται από την Αγνή. "Η μύγα" κυκλοφόρησε το 2007. "Το ένα" βομβίζει γύρω της χρόνια. Τώρα βομβίζει ξανά.  Το ένα Το καλοριφέρ δουλεύει σαν ρυάκι που κυλάει σε τσίγκινο λούκι. Ήχος όμοιος. Τον έχω συνηθίσει τόσο που νομίζω πως είναι ήχος του κεφαλιού μου, ρυθμός της σκέψης ή των εικόνων που διαδέχονται η μια την άλλη. Με τι αυθαιρεσία οικειοπο

ένα νούφαρο μιλά

Εικόνα
μπορεί και να βοηθάει. μπορεί και να βοηθάει. ένας στίχος. αυτός ο στίχος. μπορεί και να βοηθάει για το σήμερα. η ποίηση ήταν πάντα χειροτεχνία. έργο βραδύτητας. όταν όλο το άλλο καλεί σε ταχύτητα. σε αυτόν τον εφιάλτη του τίποτα. τώρα δοκιμάζεται το ξόμπλιασμα του χρόνου. τα ξόμπλια, τα ξέφτια. τα κεντήδια. τώρα δοκιμάζεται το σπιτικό της ενδοχώρας. “ [...] από της καθημερινότητας το ρυθμό τίποτε η ψυχή μου δεν ποθεί -είμαι συγκινημένο ” Rilke, Νούφαρο [ φωτογραφία Όλγα Ντέλλα, 2020 Νοέμβριος ]

η θάλασσα ξυπνά μαζί μας

Εικόνα
Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας με όραση καινούρια προχωρούμε η μέρα έχει μαιάνδρους όπως η θάλασσα κύματα  στην καρδιά μας αδειάσαμε (προσωρινά) την πόλη εμείναμε με την εικόνα τ' ουρανού ο ήλιος εμέτρησε τη γη μας η μέρα τούτη όπου ξυπνήσαμε με θάλασσα και κύματα με όραση και μνήμη καθαρή τόσο μεγάλωσε που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη μετρήσει που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη χωρέσει ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ Ο Σαραντάρης γράφει αυτό το ποίημα το 1940, στρατευμένος στην Αλβανία. Εκεί αρρωσταίνει από τύφο και μεταφέρεται στην Αθήνα, όπου και πεθαίνει το 1941.  Τίποτα δεν τον εμποδίζει να παραμένει με την εικόνα τ' ουρανού στα μάτια του ως το τέλος και πριν από αυτό.  Τίποτα δεν τον εμποδίζει να βλέπει αυτόν τον ουρανό μπροστά του ακόμα και μέσα από τους μαιάνδρους του πολέμου.  Τίποτα δεν τον εμποδίζει να υπογραμμίζει και για μας ότι όσο ξυπνάμε, ξυπνά και η θάλασσα μαζί μας.  Αυτό το ηρωικό το αφανές -και το μαρτυρικό. Αυτή η καινή όραση -τόσο επιτακτική, τόσο δυσεύρετη επίσης. υ.γ.