Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Αύγουστος, 2021

της Παυσολύπης

Εικόνα
  Η καρδιά της ξεδιπλώνεται.  Από mater dolorosa ως την Παυσολύπη.  Από την Παυσολύπη στην οδύνη ξανά.  Με ενδιάμεσους σταθμούς που βαρύνουν άλλοτε το φως και άλλοτε το σκοτάδι. Φορά το πρόσωπό μας. Την ευχή, την προσευχή, τη λαχτάρα. Την αναμονή.  Φορά την οδύνη. Γι' αυτό.  Γι' αυτό την αναγνωρίζουμε. Και τη ζωγραφίζουμε. Ψηφίδα-ψηφίδα στήνουμε το πρόσωπό της.  Άλλοτε με φως άλλοτε με σκοτάδι. Ακόμα και το σκοτάδι -το σκοτάδι- το ξορκίζουμε μιλώντας το,  ώστε να γίνει φως και αυτό.  Η Θαλασσινή, η Γλυκοφιλούσα, η Γκρεμιώτισσα. Η Αιματούσα, η Ακατάβλητος, η Κατευοδώτρα. Η Αμπελοκήπισσα, η Άνασσα, η Αναφωνήτρα. Η Εγκλειστριανή, η Θολοσκέπαστη, η Υπακοή. Η Οξεία Βοήθεια, η Δεόμενη, η Δακρυρροούσα. Η Εσφαγμένη, η Ηλιόχαρη, η Άγιο Γάλας.  Η Καλυβιανή, η Κρίνα, η Μαχαιρωμένη. Η Παραμυθία, η Προσφυγιά, η Ρόδο το Αμάραντο. Η Επίσκεψις, η Χρυσοχεριά, η Ανθοφορούσα. Η Πορφυρά, η Αγριλίων, η του Βουνού. Η Στάζουσα, του Χάρου, η Μπαλωμένη. Η Χελιδονού, η Βελανιδιά, η Γοργόνα, η Μαυρομάτα

ας προσευχηθούν τα δέντρα

Εικόνα
  Βλέπω τούς ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντας Κατά Μάρκον, κεφ. η', στ.24 Πίσω από το τζάμι έβλεπα τα έλατα να γέρνουν από τη μέση του κορμού και να σκύβουν, σχεδόν να ακουμπάει η κορφή τους στο χώμα, ή να πέφτει με ορμή το ένα πάνω στο άλλο, τα κλαδιά τους να πλέκονται δίνοντας σχήματα παράξενα στη βουή του ανέμου. “Έχουν πολλά να πουν μεταξύ τους [...]. Μόνο στις θεομηνίες συνομιλούν. Όλο τον καιρό τούτα τα δέντρα στέκουν βουβά κι ακίνητα, το καθένα κλεισμένο στον εαυτό του, και προσεύχονται”. Όσα δέντρα απέμειναν ας προσευχηθούν αυτά. Ας προσευχηθούν οι άνθρωποι-δέντρα. Αυτά τα ανθρωπόμορφα δέντρα, τα προϋποθέτουμε, εμείς οι δεντρόμορφοι άνθρωποι που λησμονήσαμε πόσο δεντρόμορφοι κατ' ουσίαν είμαστε.   Κι ύστερα ας κλάψουμε. Μπορούμε ακόμα να θρηνήσουμε για το καθένα από αυτά.  Για το κάθε σπίτι που' ναι δέντρο. Για το κάθε δέντρο που' ναι σπίτι. Σ' αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο μπορούμε ακόμα να προσφέρουμε θυσίες εξιλαστήριες,  να ελπίζουμε ίσως,  έστω και αν η

το εισόδημα του ποιητή Σπύρου Θεριανού

Εικόνα
  Το εισόδημα 1 του ποιητή Σπύρου Θεριανού Ένα μικρό βιβλιαράκι -λιτό. Εγκάρδιο, αν μιλήσει κανείς για απλότητα. Ειλικρινές. Ανεπιτήδευτο. Εμβριθές την ίδια ώρα. Ένα βιβλιαράκι-εισόδημα από χαϊκού. Οι λέξεις είναι σύμπαν στο χαϊκού -γνωστό. Οι λέξεις είναι ιερές και εύφλεκτες, όταν χαρτογραφούν την ψυχή. Εδω συμβαίνει. Ρίγησα όταν το μπαστούνι του τυφλού με ακούμπησε. Χαϊκού σαν παιδικές ζωγραφιές. Μια έκπληξη σε κάθε βήμα, όταν ο κόσμος παραμένει μη εκστασιασμένος. Τα χαϊκού του Σπύρου Θεριανού παραμένουν έκπληκτα, μεταφέρουν το σπινθηροβόλο -φως ή σκοτάδι. Το επιφώνημα, το ερώτημα, την παύλα, τον θαυμασμό. Θα μπορούσαν να είναι υδατογραφίες ίσως -αν δεν ήταν ως τίτλοι σε παιδικές ζωγραφιές. Βόλτα με φακό δες! στην ακροθαλασσιά σγουρά χταπόδια. Ούπς! σε τρόμαξα και μικρό βατραχάκι πηδάς στο νερό. Όραμα είναι; στο κανάλι η βάρκα ήσυχα λάμνει. Βρέχει από χθες - τρυφερός καταρράκτης έξω στους τοίχους. Ο μικρός ψαράς κρύβει στο καλάθι του ψάρια κ

το δικό μας Αίπος

Εικόνα
  “ το δικό μας Αίπος” δυο λόγια πάνω στην ομώνυμη έκθεση φωτογραφίας του Νίκου Χούλη οδός Ομήρου, Πιτυός, Βόρεια Χίος, 30 Ιουλίου -1 Αυγούστου 2021 Δες! Δες, καλή μου! Είναι ακριβώς μπροστά σου όλα, ολοφάνερα. Μπορείς να δεις ΣΟΦΟΚΛΗΣ Χρόνια ανεβαίνει αυτός ο άνθρωπος -ποιητής είναι- ανεβαίνει κατεβαίνει σκαρφαλώνει βυθίζεται χάνεται -πηγάδια σπηλαιοβάραθρα αλώνια μάντρες ξεροτρόχαλα ο Άη Γιώργης οι δρύδες το Ρημόκαστρο οι αστιφίδες οι ατσιδόπετρες τα κρινάκια τα δέντρα αθρώποι-δέντρα η Σταυρινή ο Αντωνάκης ο Γιάννης ο Αργύρης ο Χρήστος ο Μάρκος η θάλασσα πάντα η θάλασσα όριο όρος η θάλασσα το όριο που' ναι το Αίπος όταν το Αίπος από μόνο του είναι νησί άγονη γραμμή βραχονησίδα σώμα που άγιασε μες στη σιωπή (το βεβαιώνει κι ο Άνεμος, κάτοικος μόνος, πέρασμα, γέφυρα ο άνεμος, φεύγει, κατεβαίνει ανταμώνει εκείνη που' ναι η θάλασσα, της φέρνει μηνύματα την κάνει να ριγά κουβαλά όλα όσα του' δωσε εκείνος που' ναι ναός “ Ναός το Αίπος, ναός μες στ

ένας γέροντας

Εικόνα
  ανεβαίνει σκυφτός μέσα στο σούρουπο δε διάλεξε τον δρόμο για το σπίτι του είπε να πάρει κι αυτός το δρόμο  π' οδηγούσε στο ξωκκλήσι της τα λιβάδια σκοτείνιαζαν πλάι του ο ήλιος είχε μόλις χαθεί  (χάνεται ο ήλιος σ' αυτά τα μέρη αν δεν τα ξέρεις κρύβεται νωρίς) τ' άλογα περιμέναν την αυριανή  ν' ανέβουνε στον Άγιο  όπως παλιά  να τον γιορτάσουνε να πάρουνε αγίασμα  αδημονούσαν  σιωπή  κι η Βλάστη πίσω του κι εκείνος προχώραγε  αργά αργά ν' ανάψει και φέτος το κερί του στην Αγία εκείνη φωτοστολίστηκε όταν τον είδε λαμπύρισαν τα δέντρα γύρω της φεγγοβολήσαν τα κρεμαστά καντήλια της  ίσως κι η εικόνα της προς στιγμή να σείστηκε  -μαζί τους- να τον καλωσορίσει όλος ο τόπος μυρόβλησε το πέρασμά του