Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2022

ο νοσταλγός

Εικόνα
Ο νοσταλγός είναι ένας ζωντανός-νεκρός.  Σα νεκρός επιστρέφει στον ομφάλιο τόπο -ή άνθρωπο- για να εμψυχωθεί. Ζωντανεύει μόνο τόσο -όσο διαρκεί- αυτή η επάνοδος. Είναι ζωντανός μόνο εκεί -ολόκληρος. Ύστερα έχει πάνω του κάτι από τον Κάτω Κόσμο -την έλλειψη ανάσας, ζωής. Όπως ο Λάζαρος. Σκέφτομαι τον Απάνω και τον Κάτω Κόσμο του Νώντα Τσίγκα. Του Παζαριώτ'. “Ου Απάν' κι ου Κατ' ου Κόσμους” 1 . Σκέφτομαι που επέλεξε έναν νεκρό -ίσως αυτόν τον νοσταλγό- να μιλήσει για ό,τι ανεπιστρεπτί χάθηκε. “Έχω πεθάνει εδώ και πενήντα χρόνια” λέει.  Πεθαίνει, ίσως, κανείς μετρώντας τα χρόνια που απουσιάζει απ' όπου αγαπά. “ Ποιοι είναι οι αληθινοί νεκροί και ποιοι οι ζώντες; Μήπως ταυτίζεται με όσους έχουν από καιρό φύγει μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα; Όσους υποφέρουν κάτω από τα δεσμά της υποτιθέμενης ανάπτυξης και προόδου στις απάνθρωπες πόλεις που ζουν και επιστρέφουν στο χωριό σε μια απόπειρα καινούριας επαφής με τη γενέθλια γη, όπου σαν ξένοι πια αντιμετωπίζονται κα

το χώμα ζητούσε σώμα

Εικόνα
μια μέρα  που τα παιδιά παίζουν στο πάρκο π' ακούγεται ο γείτονας να κουρεύει το γρασίδι πηγαίνουν για περπάτημα στον ποδηλατόδρομο πίνουν καφέ στην πλατεία κάποιος μαγειρεύει ετοιμάζει βαλίτσες ή αναχωρεί εσύ αναχώρησες νωρίτερα το πρωί της ίδιας μέρας ανυποψίαστος ανέκοψες γρήγορα και αιφνίδια το νήμα που σε έδενε με τα επίγεια έφυγες -δεν θα πω αναλήφθηκες-΄ έφυγες απλώς με τρεις εκπνοές κι ένα σβησμένο σφυγμό είπες καλημέρα το πρωί φόρεσες τα ρούχα που μόλις σου' χε σιδερώσει η μητέρα αστειεύτηκες με τον αδελφό -θα πιούμε καφέ το μεσημέρι, περίμενέ με- κι ύστερα  απλά δε γύρισες ποτέ  άφησες εκκρεμότητα το μεσημεριανό φαγητό -όχι τίποτ' άλλο- το φαγητό μόνο έτσι να το θυμούνται για πάντα  και δεν ήταν πια τόπος να το μοιραστείτε ούτε και χρόνος ήταν μόνο το κέλευσμα ήταν το βούκινο του κυνηγού με τη βεβαιότητα επιπλέον στο σάλπισμα  ότι γυμνός φεύγεις γυμνός εντελώς ότι μόνο με την ψυχή σου  φεύγεις ότι  έτσι  μνήμη Στέργιου Φ. 21 Ιουνίου 2022

η Ελαφοκυράνη

Εικόνα
ήταν μια φορά κι έναν καιρό η ροδιά. σ' ένα νησί του Αιγαίου. απέναντι απ' τα μαβιά βουνά. τα μπουγάζια της Ανατολής. λικνιζόταν μες στο μελτέμι. ήταν ένα κορίτσι. μεγάλωσε το κορίτσι.  κι ήρθε έπειτα το παλληκάρι με το κίτρινο μαντήλι στο λαιμό. από απέναντι. κι ανταριαστήκαν. έπεσε ομίχλη. χάθηκαν. τότε εκείνη ξεκίνησε να τον βρει. γιατί ήταν κατά βάθος κόρη της ροδιάς  και το' λεγε η καρδιά της. ήρθαν κοντά της γλαράκια και τ' άγρια του δάσους κι ό,τι φοβόταν. ήρθαν κοντά της και τη συντροφέψαν. κι αυτή τη φορά, σ' αυτό το ταξίδι, ήρθαν κοντά της παιδιά. πολλά παιδιά. χαριτωμένες ψυχές. ήρθαν ο Χριστόδουλος και ο Γιώργος, η Αλίκη, η Ράνια, η Αφροδίτη,  ήρθε η Μαίρη, η Μαρούλα, η Μαρία, η Ελένη,  ήρθαν η Κωνσταντίνα, ο Λεωνίδας, η Μαριάνθη, η Σοφία, η Χριστίνα, η Αναστασία. ήρθαν κι άλλοι, απόμακρα, μαζί με τις γυναίκες τις βρύσης, η κυρία Βίκυ, η κυρία Δώρα, η Όλγα, η Σταυρούλα ήρθε η κυρία Ιωάννα, η Ελένη, η Μάγδα, η Νίκη. ήρθε ο κύριος Νίκος και μετέφρασε όλο τ

η Ελαφοκυράνη της Φωτεινής Φραγκούλη

Εικόνα
Η Κυράνη του δάσους. Το παραμύθι της αγαπημένης Φωτεινής Φραγκούλη ζωντανεύει από μαθητές των δύο σχολείων. Το 3ο Γυμνάσιο Πτολεμαϊδας. Το Ειδικό Γυμνάσιο-Λύκειο Πτολεμαϊδας. Μια χρονιά συνοδοιπορήσαμε. Ήρθε η ώρα για την αυλαία. Αν και αυτή τη φορά, αλλιώς θα είναι, αφού εκείνη δεν θα είναι να μας βλέπει και να τη νιώθουμε κάτω από τη σκηνή, κάτι μας λέει ότι θα είναι η Φωτεινή πάνω μαζί μας. Ανάμεσα στα παιδιά, στης λύρας τις χορδές, στα ζώα τα άγρια του δάσους. Η Κυράνη, ένα κορίτσι, ή μάλλον η κόρη της ροδιάς, σ' ένα νησί του Αιγαίου ή μάλλον στον κάμπο με τις ελιές από την αγκαλιά των γονιών της και τα παραμύθια των γιαγιάδων της περνά απέναντι “στα μπουγάζια και τα μέρη της Ανατολής, στα μαβιά βουνά” να βρει “το παλληκάρι με το κίτρινο μαντήλι στο λαιμό, το κυνηγημένο αφεντόπουλο”. Εκεί, ένα δάσος την περιμένει “μαγεμένο” όπου όλα γίνονται και πρέπει να γίνουν -οι πέτρες μιλούν, τα λιθάρια ανθίζουν, τα δέντρα είναι πουλιά- κι εκείνη μπαίνει

τα ποτάμια του Κωστάκη Λούστα

Εικόνα
  Λίγο πριν αποσυρθούν και πάλι τα 50 -από τα 80 συν 1 συνολικά- πρόσωπα του Κωστάκη Λούστα που εισήλθαν για λίγο καιρό στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης, από τα πρώτα δώματα ως τη σοφίτα, δια μέσου μιας μυστηριακής σκάλας,  όπου επέτρεπε στα δέντρα να σε ακολουθούν όσο την ανέβαινες και τα προγενέστερα βήματα να αντηχούν με τα δικά σου όταν αποχωρούσες. Αιμορροούσαν τα χρώματα γλιστρούσαν μέσα από τις άυλες σχεδόν  πτυχές των ενδυμάτων,  αφού τα ενδύματα ήταν δρόμοι,  χείμαρροι, καταιγίδες ή άβυσσοι  και κατεβαίναν τα ποτάμια  μ' όλα τα πιθανά και τα απίθανα χρώματα,  τις αξεδιάλυτες αποχρώσεις,  αφού εδώ τα λάδια δε γνωρίζαν από όρια  τουναντίον, το ένα εισχωρούσε στο άλλο σχεδόν σε μια άλωση μη καταστροφική όμως όπως ας πούμε ο έρωτας -ο ερυθρόμορφος μόνο. Και γίνονταν τα χέρια σταυροδρόμια και τριγωνικά αδιέξοδα όπου σταματούσε προς ώρας η ζωή  για μια και μοναδική στιγμή. Κι άλλοτε τα τρίγωνα χωνεύονταν στα πρόσωπα ισοσκελή -ανάποδα ή όρθια-  μ' ένα αδιαμφισβήτητο φως ν