σούσλικ

Είναι Νοέμβρης και πάλι. Οι λίμνες ριγούν, πυρκαγιά τα βουνά γύρω, κόκκινο της σκουριάς, πορφύρωσαν, πέσαν μέσα τους το σούρουπο. Αγκαλιαστήκαν. Τρεις μέρες πριν, στα ψηλά, έπεσε το πρώτο χιόνι. Σούσλικ το 'πες, έρχεται η λέξη, δεν έρχεσαι εσύ. Έρχονται στίχοι, πουλιά που δεν αποδημήσαν. Τα ποιήματα, όχι, δεν αποδημήσαν. Κάπου σε κάποια όχθη ενδημούν. Επιστρέφεις εσύ τον Νοέμβρη ανελλιπώς. Κάπου σε κάποια όχθη καπνίζεις, δε μιλάς, μας λες τα επόμενα. Το βλέμμα σου ησύχασε μα εμείς ορφανεύουμε πάλι. Σούσλικ λέω και ξαναλέω μέσα μου τούτες τις μέρες τη λέξη. Λες κι είναι ξόρκι και θα σε φέρει κανονικά πίσω. Σούσλικ, και σκέφτομαι τον νέο, τη νέα, το στρώμα από χιόνι, το βαλκάνιο τραγούδι, το Asylum που μου πέρασες μια μέρα στο χέρι, τη μετάφραση της Μεκάση. Σούσλικ λέω κι ας είναι η λίμνη μπροστά κι όχι το χιόνι. Κι ας είναι το γούβιασμα, ο δικός της βυθός. Κι ας λιώνει, έλιωσε το χιόνι, τα χρόνια λιώσαν, κι όμως κάτι σαν πυρκαγιά, η μνήμη σου, μας καίει ακόμη. Σούσλικ λέω κι ...