της Φωτεινής του Μολύβου

Η κλειστή πόρτα θα μισανοιξει. Μπροστά εκείνη, άγρυπνη, στο ρόδινο της αυγής, ακροπλωρη, αφού διέσχισε το Αιγαίο ξανά και φούσκωσαν τα κύματα που τη νιώσανε και κείνος, ο γλάρος, άνοιξε τα φτερά του πάνω από το λιμάνι, μήνυμα πως η ιστορία βλέπει και κείνη βλέπει, αλλιώς βλέπει, το μακριά να ναι αλλιώς κοντά. Η Ψαπφα, ο Βενέζης, ο Νάσος, ο Εφταλιωτης, ο Μόλυβος. Όλοι εκει, ορθανοιχτοι, άγιοι και σαλοι και άγγελοι την περιμένουν. Η πόρτα της μισάνοιχτη, εκείνη εκεί, μπροστά της, χρόνια πέντε μακριά, τώρα εδώ ξανά, μισό πιθάρι, ενώθηκε με ο.τι ήταν από πάντα ενωμένο, τώρα όμως εδώ, στην πόρτα της και πίσω της προβάλλουν, στριμώχνονται να ελευθερωθούν ξανά, δέντρα και κοπέλες, παλληκάρια, οι παππούδες, οι γιαγιάδες της, η ροδιά, η ελιά, η ελιά, ναι, προπάντων αυτή, η ελιά που ρίζωσε ξανά και καρπισε το πέλαγος. κι έκανε το μαύρο, μπλε, ναι, μπλε, και τα λιθάρια να ανθίσουν γιατί αγάπ...