οι νυχτοφύλακες ή ξωκκλησι
έξω χαράματα, μάζευε από το πλάι των δρόμων
σκουπίδια, ντενεκεδες, χαρτοκουτα, πλαστικά.
δεν της μίλησα.
πήρα το δρόμο των βουνών.
πάνω οι ανεμοφασιστριες ετοιμάζονται.
οι δρόμοι σκαφτηκαν, τα ζώα λουφαξαν,
τα περάσματα έρημα.
παντού ο άνθρωπος.
και η ασχήμια που σκορπά. η δυσωδία.
κατεβαίνω.
κλαίνε τα βουνά, τα δέντρα.
αυτά ορίζουν, γνωρίζουν καιρό, ετοιμάζονται.
τα φύλλα από τη ρίζα τους κιτρινίζουν.
από το σαράκι τους.
τη βλέπω.
σκυμμένη ακόμα.
της μιλώ.
δεν το κάνω για τους ανθρώπους, λέει.
για τα ζωντανά μόνο, που δεν έχουν χέρια
να μαζέψουν.
κράζουν τα πουλιά, ελάτε βοηθήστε μας,
και δεν τ' ακούμε.
δεν το κάνω για μας.
σκύβει και συνεχίζει.
το πρόσωπο της άλλαξε
τα χρόνια που έχω να τη δω.
θαρρώ έγινε ανθρώπου νεογέννητου,
ουκ εκ του κόσμου τούτου, αγνού.
αμνός, ίσως και λαμπηδων.
ξωκλήσι στην άκρη του κόσμου.
ο κόσμος τη λέει τρελή.
Λαμπηδόνες, καιόμενοι βάτοι. Δεν περνουν όμως αναξια τη ζωή τους...
ΑπάντησηΔιαγραφήΛαμπαδιαζουν κι εμας
Διαγραφή