το χώμα ζητούσε σώμα
μια μέρα
που τα παιδιά παίζουν στο πάρκο
π' ακούγεται ο γείτονας
να κουρεύει το γρασίδι
πηγαίνουν για περπάτημα στον ποδηλατόδρομο
πίνουν καφέ στην πλατεία
κάποιος μαγειρεύει
ετοιμάζει βαλίτσες ή αναχωρεί
εσύ αναχώρησες νωρίτερα
το πρωί της ίδιας μέρας
ανυποψίαστος
ανέκοψες γρήγορα και αιφνίδια
το νήμα που σε έδενε με τα επίγεια
έφυγες
-δεν θα πω αναλήφθηκες-΄
έφυγες απλώς
με τρεις εκπνοές κι ένα σβησμένο σφυγμό
είπες καλημέρα το πρωί
φόρεσες τα ρούχα που μόλις σου' χε σιδερώσει η μητέρα
αστειεύτηκες με τον αδελφό
-θα πιούμε καφέ το μεσημέρι, περίμενέ με-
κι ύστερα
απλά δε γύρισες ποτέ
άφησες εκκρεμότητα το μεσημεριανό φαγητό
-όχι τίποτ' άλλο- το φαγητό μόνο
έτσι να το θυμούνται για πάντα
και δεν ήταν πια τόπος να το μοιραστείτε
ούτε και χρόνος ήταν
μόνο το κέλευσμα ήταν
το βούκινο του κυνηγού
με τη βεβαιότητα επιπλέον στο σάλπισμα
ότι γυμνός φεύγεις
γυμνός εντελώς
ότι μόνο με την ψυχή σου
φεύγεις
ότι
έτσι
μνήμη Στέργιου Φ.
21 Ιουνίου 2022
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου