της Αναστάσεως εσομεθα
Λίγο μετά το πρώτο Αναστα, πήραμε το δρόμο του ελαφιού και πάλι. ο Φωταγωγός είχε κύμα -τους έφερνε η θάλασσα της Ελεωνόρας- παφλαζε ψιχαλιζε ανταριαζοταν. τα πρόσωπα -αφανη κι αγέλαστα- συναχτηκαν. σε πλαίσια κυρίως, όρια διακριτά, ο Κάτω μόνο -ξύλινα σεντούκια του άυλου. τάματα και εικονίσματα και πρόσφορα ασφράγιστα από σφραγίδες που βυθίστηκαν μέσα στην προσμονή τους. εικονοστάσια όλα, ξωκλήσια της αναμονής -κι εκείνοι δε φανηκαν. ακουγόταν από μακριά η θάλασσα, έτσι όπως τους έφερνε, όχι εντελώς αναστάσιμους, αλλά προς αυτή την κατεύθυνση. μέσα σ όλα φάνηκε και κείνη. μια η αγαπημένη, τα μάτια της σ εγρήγορση, εκείνος ίσως να είχε ήδη βασιλέψει, προοριζόταν για το άγνωρο κι εκείνη δεν το ήξερε. περίμενε, εναγκαλιζοντας ενυπνια ή και εγερμενη το "ακόμα". ένας Άγιος σάλπαρε καλοταξιδος, σκορπαγε την ελπίδα. εκείνη πιάστηκε στο νήμα το κόκκινο της απαντοχης, μετραγε τις μέρες τις ώρες τις στιγμές. κι ήταν πολλές οι στιγμές και την αφησαν διάτρητη - πώς να χ