στον Γράμμο

Ανάβαση στον Γράμμο. Αρχές του Ιούλη. Σιωπή νεκρική, μιας αφανέρωτης νεκρικής ωδής “και το παν κατασωπαίνει” όπως το' πε ο Σολωμός. Στοιχειωμένα σώματα, άταφα αίματα, μνημούρια σκόρπια να επιβεβαιώνουν πως το μονοπάτι χορτάριασε, τ' αγριολούλουδα θεριεύουν, ανθοβολούν, είναι τα μόνα που γλυκαίνουν με τα χρώματά τους τ' ασυνήθιστα, το σπάνιο είδος τους, τον δύσβατο τόπο -κι ένα κοπάδι γελάδια αφύλαχτο και δυο σκυλιά φύλακες που λιάζονται πάνω στην άσφαλτο, σχεδόν έχοντας ξεχάσει πώς είναι να γαυγίσουν σε κάποιον ξένο, αφού ούτε ξένος πια περνά, παρά σπάνια. Στο χωριό Γράμμος ένας πατέρας με τα δυο αγόρια του ρίχνουν πέτρες στον λιγοστό Αλιάκμονα, αν και φαντάζεσαι τις πηγές του να κατρακυλάνε από τις κορυφογραμμές. Όταν αυτή η σιωπή είναι ασήκωτη κι ας διαγράφεται η γραμμή των κορυφών απέναντι κι ας έχει ο τόπος μια ομορφιά που απλώνεται ανενόχλητη, πρωτόπλαστη ομορφιά, άγρια η μοναξιά, όμως, θες γρήγορα να περάσεις τα περάσματα, ακούς τις αφώναχτε...