στον Γράμμο
Ανάβαση στον Γράμμο. Αρχές του Ιούλη. Σιωπή νεκρική, μιας αφανέρωτης νεκρικής ωδής
“και το παν κατασωπαίνει” όπως το' πε ο Σολωμός.
Στο χωριό Γράμμος ένας πατέρας με τα δυο αγόρια του ρίχνουν πέτρες στον λιγοστό Αλιάκμονα, αν και φαντάζεσαι τις πηγές του να κατρακυλάνε από τις κορυφογραμμές. Όταν αυτή η σιωπή είναι ασήκωτη κι ας διαγράφεται η γραμμή των κορυφών απέναντι κι ας έχει ο τόπος μια ομορφιά που απλώνεται ανενόχλητη, πρωτόπλαστη ομορφιά, άγρια η μοναξιά, όμως, θες γρήγορα να περάσεις τα περάσματα, ακούς τις αφώναχτες φωνές, πνιχτές φωνές, η σιωπή εκκωφαντική, αδύνατο-αδύνατο να χύθηκε τόσο αίμα μαζί.
Δυο γερμένα δέντρα -ξερά- άγρια πεύκη, αγκαλιασμένα, δίχως χέρια πια δέντρα, βάζουν τη λεζάντα στη νεότερη Ιστορία “Η Ελλάδα μετά τον εμφύλιο”.
Ένα άνθος -φλώμος- επιμένει στη φωτοχυσία του θέρους, καθώς μαζεύει πάνω του όλο το υπάρχον φως και το εξακτινώνει. Λες κι όλα τ' άνθη του γίναν αυτό -κεράκια μνήμης, μνημούρια αφανή. Και των δικών μου κεκοιμημένων μια εκπρόθεσμη -κι ας μην είναι ποτέ- προσευχή.
Και θυμήθηκα, πώς το θυμήθηκα, προσκυνώντας την Κοίμηση του χωριού κι αφού κατεβαίνεις τρία ή τέσσερα σκαλιά για να φτάσεις, εκεί όπου τίποτα δεν μαρτυρά ότι υπήρξε φυλακή, ούτε οι τοίχοι, ούτε τα ψηλά της παράθυρα, παρά μόνο ίσως οι μαυρισμένες πέτρες, η μνήμη του λίθου που είναι πέτρινη, συμπαγής, όπως και αυτός. Η λίθος, θα' πρεπε να λέγεται. Αφού η μνήμη είναι γυναίκα. Και πέτρα είναι. Η λίθος.
Θυμήθηκα εκεί μπροστά στο κεροστάσι της κοιμισμένης Παναγιάς -ίσως και λαβωμένης- μια φράση της γιαγιάς Ρούσας του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου1,
“Γι' αυτούς και για τους άλλους. Για όλους”
1Παπακωνσταντίνου Μ., Η γιαγιά μου η Ρούσα, Εστία, Αθήνα 1995, 22
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου