Έρχεται ακάθεκτη, αυτή η άνοιξη. Ήταν χειμώνας όμως πριν, μια λάμπα πετρελαίου άναψε και έσβησε, ένα χιόνι πέρασε και έλιωσε. Ήρθαν αερικά. Τ' αερικά του Στάθη Κοψαχείλη, η Ευγενία μες απ' τη νεροτριβή, το πεθαμένο αδέλφι, ο παππούς ολόκληρος -και με τα δυο του χέρια- ήρθανε ζωντανά κι αποθαμένα. Ένθεοι και “ασεβείς”. “Σακάτηδες” και αρτιμελείς. Κάποτε απελπισμένοι. Πλακώσανε ανθρώποι. Και λύκοι, ζωντανά, και ρόμπαλα αιωνόβια κι αίμα σφαγμένο και πουλιά πάνω στο χιόνι. “Έχει αρχίσει να ρίχνει ένα ψιλόβροχο από νωρίς το απόγευμα και κάνει ψύχρα, γι' αυτό στους ώμους του έχει ριγμένη τη βραχεία. Το σούρουπο που έρχεται δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την, ήδη, κακή όρασή του. Υψηλός μύωψ εκ γενετής, ποτέ δεν μπόρεσε να δει καθαρά. Αυτό τον έχει κάνει ως χαρακτήρα ανασφαλή, διστακτικό και, ίσως, αρκετά μοναχικό. Ο κόσμος του, μέχρι τώρα που πάτησε τα εξήντα πέντε, πάντα ήταν πιο μικρός απ 'ό,τι των άλλων ανθρώπων.” Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΣΚΥΛΟ “Ένας θάνατος ...