ένα αγριολούλουδο από το 1924


 


Έρχεται από το 1924. Ένα αγριολούλουδο. 

Του Νιρβάνα -Πέτρου Αποστολίδη- από τη Σκόπελο και τη Χίο.

Ακτινογραφεί τα πρόσωπα, τις καταστάσεις, τη γλώσσα, την εποχή.

Προσωπογραφεί την Αθήνα, τα ορεινά της Κεφαλλονιάς.

Υμνεί τη δεύτερη, στέκεται δυσοίωνος απέναντι στα ήθη της πρώτης. 

Όλα αλλάζουν. Σώζει ό,τι μπορεί από αυτό που είναι ήδη παρελθόν.


Η ιστορία του Αγίου αποτελεί είσοδο σε έναν “τόπο” όπου κατοικείται από την αγνότητα 

και επομένως πιστεύει στο θαύμα. άρα είναι ολωσδιόλου άτρωτος μέσα του, 

ευάλωτος σε όποιον όμως δεν κατοικείται επίσης από αυτό.


“Ο Άγιος, εξήγησε ο αγωγιάτης, φύτεψε με τα χέρια του αυτό το δέντρο κ' έσκαψε στην ρίζα του αυτό το πηγάδι. Όταν γιορτάζη η χάρη του, φέρνουνε το άγιο σώμα του και το απιθώνουνε απάνω στα χείλια του πηγαδιού. Και γίνεται το θάμα...

Μια δροσερή κοριτσίστικη φωνή έκοψε άξαφνα τη διήγηση του αγωγιάτη.

Τότε το νερό φουσκώνει -είπε τρεμουλιαστή από συγκίνηση η δροσερή φωνούλα- ταράζεται, ανεβαίνει ψηλά και φιλεί το σώμα του Αγίου. Και τα ψηλά κλαδιά του πλατάνου λυγίζουν, νοητικά, χαμηλώνουν και προσκυνούν”


“Το αγριολούλουδο” είναι ένα ρέκβιεμ στην αθωότητα. 

Της ολόκληρης αγάπης -για τον έναν τουλάχιστον. 

Όταν ο ένας είναι εκείνη - “μια δειλή ανεμώνη του βουνού”.

Όταν ο άλλος εγκαταλείπει το μυστήριο που αξιώθηκε, 

όταν υποκύπτει στην οχλοβοή και μεταμορφώνεται σε άνθρωπο φολιδωτό, 

ψιμυθιωμένο με τα τερτίπια του κόσμου -αυτά τα λέπια-, την αχαμνή θνητότητα των στόχων.


“Δεν αμφιβάλλω για την ειλικρίνειά σας. Αμφιβάλλω για το πράμα που προσφέρατε στη Μαρία, σαν αγάπη. Εσείς βέβαια σαν αγάπη το προσφέρατε. Μάθετε όμως, καλέ μου φίλε, ότι οι γυναίκες γνωρίζουν πολύ καλά την αγάπη, ώστε να μαντεύουν και την παραμικρότερη αλλαγή στην ποιότητά της”


Πιο πριν όμως, πριν που εκείνος αξιώνεται τη φώτιση μέσα του, 

μέσα από την ανάβαση στην κορυφή του Μεγάλου Σωρού, 

εκεί όπου “ένα φως, σαν από μυστική ανατολή, είχε χυθή και στην ψυχή του”, 

ο δρόμος όλος απλώθηκε μπροστά του διαυγέστερος από την ανατολή 

που πρόβαλε μπροστά στα χοϊκά του μάτια. Και τότε είδε. 

Είδε το μυστήριο -μια στάλα αληθινής ζωής- προτού σταδιακά το απαρνηθεί.


“Πού να ήτανε τάχα αυτή τη στιγμή η Μαρία; Την αναζητούσε με τη φαντασία του στα μονοπάτια του δάσους, μπροστά στο μικρό ερημοκλήσι, μέσα στις πράσινες κρυψώνες του λόγγου, στο μικρό λευκό χωριουδάκι. Και την εύρισκε παντού.

Ακόμα στην απέραντη θάλασσα, που απλωνότανε κάτω από τα πόδια του, στις μακρυνές κορυφές των βουνών, στα αέρινα νησιά ολόγυρα, στη γη και στον ουρανό, μακρυά του και μέσα του, παντού, παντού. Η Μαρία γέμιζε τον κόσμο ολόκληρο, κ' ένοιωθε την ύπαρξή της, σε μια μεταφυσική έκσταση, και πέρα απ' τον κόσμο ακόμα, σ' εκτάσεις νοητές, έξω απ' τον τόπο και το χρόνο.

Του ήρθε στο νου του μια στιγμή ο ορισμός του Θεού: “Ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών”. Αλλά τι είναι κι' ο Θεός; Σκέφθηκε. Μια αγάπη! Έτσι η αγάπη του είχε αρχίσει να παίρνη μια έκφραση θρησκευτική, όπως όλοι οι μεγάλοι υλικοί έρωτες, που μοιάζουν με θρησκευτικά παραληρήματα”


Εκατό χρόνια μάς χωρίζουν από την πρώτη έκδοση του 1924.

Κι ωστόσο κάτι από την ομορφιά εκείνης της γλώσσας και της σκέψης 

κατορθώνει να προσέλθει ατόφιο και να παραβιάσει το σήμερά μας. 

Να υπονομεύσει τα αναγνώσματά μας. 

Να φέρει το "παρωχημένο" στο προσκήνιο. Τον λύχνον επί της λυχνίας. 

Να ρίξει λίγο φως που να μην είναι τεχνητό

-να' ναι το φως μιας γκαζόλαμπας, μιας λάμπας θυέλλης, ενός φανοστάτη προτού το ηλεκτρικό.

Αυτό είναι, όμως, λογοτεχνία. Ένα άλλο ευαγγελικό, προφητικό, αποστολικό ανάγνωσμα. 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον