κόντρα άνοιξη


 



Έρχεται ακάθεκτη, αυτή η άνοιξη.

Ήταν χειμώνας όμως πριν, μια λάμπα πετρελαίου άναψε και έσβησε, ένα χιόνι πέρασε και έλιωσε.

Ήρθαν αερικά.

Τ' αερικά του Στάθη Κοψαχείλη, η Ευγενία μες απ' τη νεροτριβή, το πεθαμένο αδέλφι, 

ο παππούς ολόκληρος -και με τα δυο του χέρια- ήρθανε ζωντανά κι αποθαμένα. 

Ένθεοι και “ασεβείς”. “Σακάτηδες” και αρτιμελείς. Κάποτε απελπισμένοι. Πλακώσανε ανθρώποι. 

Και λύκοι, ζωντανά, και ρόμπαλα αιωνόβια κι αίμα σφαγμένο και πουλιά πάνω στο χιόνι.


“Έχει αρχίσει να ρίχνει ένα ψιλόβροχο από νωρίς το απόγευμα και κάνει ψύχρα, γι' αυτό στους ώμους του έχει ριγμένη τη βραχεία. Το σούρουπο που έρχεται δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την, ήδη, κακή όρασή του. Υψηλός μύωψ εκ γενετής, ποτέ δεν μπόρεσε να δει καθαρά. Αυτό τον έχει κάνει ως χαρακτήρα ανασφαλή, διστακτικό και, ίσως, αρκετά μοναχικό. Ο κόσμος του, μέχρι τώρα που πάτησε τα εξήντα πέντε, πάντα ήταν πιο μικρός απ 'ό,τι των άλλων ανθρώπων.”

Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΣΚΥΛΟ



“Ένας θάνατος απλός”, λέει ο Ντοστογιέφσκυ.

Στιγμιότυπα ζωής εκείνων που “έζησαν και πέθαναν απαρατήρητοι”, εκεί όπου “υπάρχει κάτι τρυφερό

 και ήρεμο, κάτι που είναι πολύ σημαντικό και παρήγορο”. 

Κάτι που έχει με κάποιο τρόπο αναπαυθεί ή τακτοποιηθεί.

Όταν εδώ -στον Κοψαχείλη- τίποτα δεν παρηγοριέται, οι μνήμες καίνε, 

ο θάνατος έχει μια διάρκεια στη ζωή των κατοπινών, τους επηρεάζει, επεμβαίνει, επιστρέφει, 

ζητά μερίδιο απ' τη χαρά που ήδη πήρε.


“Ας ευλογεί ο Θεός τη ζωή και τον θάνατο των απλών κι αγαθών ανθρώπων” 

λέει ξανά ο Ντοστογιέφσκυ το 1833 στην “Αιωνόβια”.

Όταν ο παππούς του Κοψαχείλη ακούει τους πεθαμένους ν' αναστενάζουν, 

“στα μαύρα νερά των βάλτων εκεί πάνε οι πνιγμένοι” λέει, 

εκεί, στην ιτιά κοντά τους σκόνταψε για πάντα η ζωή σε ό,τι ρούφηξε νωρίς κι αιφνίδια ο θάνατος.

Όχι -μοιάζει να λέει- δεν έγινε άγγελος.

Κοπέλα είναι ακόμα, μεγάλωσε, αναστενάζει.


“Ο παππούς σκυφτός, καθόταν στο σκαμνί, δίπλα στη σόμπα. [...] “παππού” είπα “ η Ευγενία, τώρα, έγινε άγγελος”. Πέρασε λίγη ώρα και χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του: “Στα μαύρα νερά του βάλτου πήγε”, είπε, “εκεί πάνε οι ψυχές των πνιγμένων. Μέσα απ' τα ποτάμια φτάνουν στ' αφάλι του και τριγυρνούν ανάμεσα στα καλάμια. Όταν νυχτώνει, ακούς τα τουρλίνια που πετούν πάνω απ' τα μαυρονέρια, φωνάζοντας συνέχεια. Είναι οι ψυχές τους, που μοναχές γυρνούν στα σκότα και δεν ησυχάζουν. Δεν είδες καμιά φορά φούσκες να βγαίνουν από τη μαύρη λάσπη; Οι πνιγμένοι είναι που αναστενάζουν.

[...]

Πρώτη φορά τον άκουγα να μιλάει έτσι παράξενα. Εκείνη τη μέρα που κατέβηκε απ' το πρωί στο βάλτο και γύρισε νύχτα, ποιος ξέρει τι είδε και τι φαντάστηκε. Τον άφησα να μονολογεί ακόμα και βγήκα στο περιβόλι. Περπατούσα και νύχιαζαν τα πόδια μου απ' το κρύο. Έφτασα κοντά στον πλοκό, όπου είχαμε φυτεμένη μια ροδιά. Ακούμπησα πάνω στο λιανό κορμό της και, δίχως να καταλάβω, “Ευγενία” είπα σιγανά.”

Η ΡΟΥΦΗΧΤΡΑ


Στα “Παραμιλητά” είναι ψιλόβροχο ή απόβροχο, είναι ομίχλη, είναι και χώμα μπαρουτιασμένο 

από τη στέγνια και την κάψα, είναι ρείθρα, κυλάνε, κάπου ένας ποταμός, ένας βάλτος, 

η θάλασσα κάπου ως αχός μακρινός, είναι ο καιρός μετέωρος, οι ώρες διαβατάρικες, 

είναι νύχτα, είναι μέρα, είναι μεσάνυχτα. Κάτι κινείται, κάτι ακινητεί. 

Η μνήμη ακινητεί. Βαλτώνει. Τραβά.


Γυρνούν, οι αποθαμένοι γυρνάνε, να τελέψουν τα μισοτελειωμένα -τα μόλις αρχινισμένα.

Τα όρια μεταξύ συνειδητού, υποσυνείδητου, ονείρου, κυλούν, ρέουν, ενταφιάζονται.

Από την πλαγιά και τον άνεμο εισδύει στο βύθος του ονείρου.

Απολήξεις, θαρρείς, μικρών ποιημάτων


“Αργά-αργά, μαζωμένος σαν τον κόσσυβα, ο παππούς μου μπήκε στο δάσος και χάθηκε μέσα στις οξιές, έχοντας τα δυο του χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες, εδώ και έντεκα χρόνια πεθαμένος”

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ


ή ανάγλυφα επιτύμβια που μόλις ξεκόλλησαν απ' την εγχάραξή τους.


“Με κοιτάζει στα μάτια και, απλώνονας αργά το χέρι προς το μέρος μου, το ανοίγει και μου δίνει έναν μικρό κοκκινολαίμη που κουρνιάζει στην παλάμη της”

Η ΜΑΝΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ


Απνευστί -μονοκοπανιά.

Παραλογές θα το' λεγα -όχι παραμιλητά.

Κι ύστερα η χόβολη, αυτή η μνήμη της ανάγνωσης. 

Αυτό το άχθος που αναπαύεται με τον τρόπο της γραφής.


“Όμως γιατί οι νεκροί γίνονται ασήκωτοι μέσα στο φέρετρο;”


ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ


Έξω ξημερώνει η άνοιξη. 

Όμως κάτι -αν και “ανοιξιάτικη φουσκοδεντριά”- χρωστιέται ακόμα στο παγωμένο χώμα.


“Το μπόλι είναι από ποικιλία “Καλαμών”, φαγώσιμες” γύρισε και μου είπε ήρεμα και κάπως χαμηλόφωνα. “Άμα πεθάνω, να τις αλατίζετε, να τρώτε και να με θυμάστε. Κι όταν τις μαζώνετε, να αφήνετε λίγες στην κορφή για τα πεθαμένα...”

[...]

Φορές που πάω στ' αμπέλι, στέκομαι και κοιτάζω τον κορμό εκείνης της αγριελιάς. Κάτω από το μπόλι χοντρός, με τραχιά φλούδα, και παραπάνω λείος και πράσινος. Όταν μαζεύω τις ελιές, αυτές τις βάζω χωριστά και τις αλατίζω. Μερικές φορές τρώγω λίγες, ανοίγω το παράθυρο και πετάω τα κουκούτσια στον μπαξέ. “Χους ει και εις γην απελεύσει...” λέω μέσα μου και θυμάμαι τα γυλιά -οι ελιές και εμείς θα' χουμε λιώσει, όμως αυτά ίσως να περνούν ακόμη από μάτια σε μάτια. “


ΓΥΑΛΙΑ ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑΣ

[moto, Ο πατέρας. Ενθύμιον λύπης.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ]



Σημείωση:

Κοψαχείλης Στάθης, Παραμιλητά, εκδόσεις θερμαϊκός, 20122

Ντοστογιέφσκι, Μπόμποκ. Μικρές Ιστορίες. Η Αιωνόβια (μτφρ.από τα ρωσικά Δ.Τριανταφυλλίδης), Αρμός, 1996

Βιβλία πάνω σε υφαντό από το χωριό, Σ.Σ.Μουριων, Κιλκίς.

Σχόλια

  1. Ω, ρε Όλγα ... Τι γερή αναγνωση... και τι βαθειά, στην λυπημενη, λιτή, ποιητική, αισθαντική γραφή του Κοψαχείλη. Και ποσο σοφη η συναρθρωση-συνδεση με τον Φ. Ντοστογιέφσκι και τον Χρ. Μπράβο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μας πάνε οι αναγνώσεις, έρχονται μας βρίσκουν, μας υπαγορεύουν και σα να μην ησυχάζει κάτι αν δεν ειπωθεί.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον