το χωραφάκι της αγάπης

το χωραφάκι της αγάπης Όταν έφυγε ο καιρός των παραμυθιών, ήρθαν τα παραμύθια. Εκεί που άδειαζε, εκεί γέμιζε. Πανσέληνα πράματα. Ήρθαν και πάλι τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα, ένας σκαντζόχοιρος, το φιδάκι, ένας λύχνος, οι γάτες πρώτες και καλύτερες, ήρθαν άνθρωποι αργασμένοι και άνθρωποι της πόλης, ήρθαν τα παιδιά. Ήρθε η Ελαφοκυράνη. Η Πορφυρένια. Η ελιά στο πέλαγος. Και πήραν τον λόγο από εκεί περίπου που τον είχαν αφήσει τα λαϊκά παραμύθια και οι αρίθμητες ιστορίες που άκουγε στον Μόλυβο. Στα λόγια της το παραμύθι έζησε φεγγαρόλουστες στιγμές. Έτσι όπως το φεγγάρι ανεβαίνει πάνω από το κάστρο και απλώνεται στο λιμάνι του Μολύβου. Έτσι όπως απλώνονται οι λυγαριές στα στενά προς το κάστρο μέσα στις γειτονιές και σου ψιθυρίζουν. Έτσι όπως σκύβεις και μαζεύεις αρχαία θραύσματα από την Εφταλού. Έσκυψε και μάζεψε αυτά τα αρχαία πράματα κι έφτιαξε τις δικές της ιστορίες -κλαδάκια και άλλοτε κορμούς- ντυμένες με σαλκίμια, λουσμένες από πυροφάνια, απλωμένες να στεγνώσουν σαν όστρακ...