το εισόδημα του ποιητή Σπύρου Θεριανού
Το εισόδημα1 του ποιητή Σπύρου Θεριανού
Ένα μικρό βιβλιαράκι -λιτό. Εγκάρδιο, αν μιλήσει κανείς για απλότητα. Ειλικρινές. Ανεπιτήδευτο. Εμβριθές την ίδια ώρα. Ένα βιβλιαράκι-εισόδημα από χαϊκού. Οι λέξεις είναι σύμπαν στο χαϊκού -γνωστό. Οι λέξεις είναι ιερές και εύφλεκτες, όταν χαρτογραφούν την ψυχή. Εδω συμβαίνει.
Ρίγησα όταν
το μπαστούνι του τυφλού
με ακούμπησε.
Χαϊκού σαν παιδικές ζωγραφιές. Μια έκπληξη σε κάθε βήμα, όταν ο κόσμος παραμένει μη εκστασιασμένος. Τα χαϊκού του Σπύρου Θεριανού παραμένουν έκπληκτα, μεταφέρουν το σπινθηροβόλο -φως ή σκοτάδι. Το επιφώνημα, το ερώτημα, την παύλα, τον θαυμασμό. Θα μπορούσαν να είναι υδατογραφίες ίσως -αν δεν ήταν ως τίτλοι σε παιδικές ζωγραφιές.
Βόλτα με φακό
δες! στην ακροθαλασσιά
σγουρά χταπόδια.
Ούπς! σε τρόμαξα
και μικρό βατραχάκι
πηδάς στο νερό.
Όραμα είναι;
στο κανάλι η βάρκα
ήσυχα λάμνει.
Βρέχει από χθες -
τρυφερός καταρράκτης
έξω στους τοίχους.
Ο μικρός ψαράς
κρύβει στο καλάθι του
ψάρια κι αχινούς.
Αυτή η έκπληκτη ματιά να σπάει την άλλη. Αυτή που παραμένει υποψιασμένη, εναγώνια. Που είναι αδύνατο να κρύψει τη στωικότητα, τη θλίψη, τη μελαγχολία για τη φθορά αυτών των ίδιων των πραγμάτων. Τον σκεπτικισμό. Κάτι φεύγει, ανεπιστρεπτί. Αυτό που άνθιζε πριν, φεύγει. Και κάτι μένει, αυτή η ίδια η μέρα. ακόμα και όταν φεύγει, ισορροπεί πάνω στην ομορφιά.
Σπάει το κλαδί.
Η μέρα δεν αντέχει
άλλα τραύματα.
Τέλος του θέρους.
Αφρόντιστη η ντάλια
γέρνει στο χώμα.
Λείψανα ζωής.
όμορφα μαραίνονται
οι βουκαμβίλιες.
Λιμνούλες βροχής
και πουλιά στο μπαλκόνι.
Φθινοπωριάζει.
Ή να αποσιωπήσει αυτή η ματιά τη ματαίωση. Πώς να καλύψεις το ανέγγιχτο, το απόν, τη διάβρωση. Δεν το καλύπτει. Το δείχνει. Σιωπηλά, διακριτικά, αποφθεγματικά. Σχεδόν νομοτελειακά. Προπάντων υπαινικτικά.
Στο πανεράκι
τα κρίνα της δασκάλας
μένουν άθικτα.
Νωπό πρωινό.
κοντά μου στη θάλασσα
άδεια τραπέζια.
Μια έγνοια, μια συνομιλία, ένας ύπνος. Μια τρυφερότητα. Όταν ο ένας αγρυπνεί. Όταν επικαλείται.
Τα μυστικά σου
μαρτυράς στον ύπνο σου
κι εγώ ακούω.
Μες στον ύπνο σου
σηκώνομαι κι ανοίγω
το παράθυρο.
Κράτα με γερά!
ετούτη η κορφούλα
είν' απόκρημνη.
Και την ίδια ώρα να χτίζεται η αλληγορία, να μεταμορφώνεται το οικείο με κάτι άλλο. Να λανθάνει το θαύμα.
Κάποια άφησε
στο νερό της μπανιέρας
ένα νούφαρο.
Βαθύ πηγάδι.
στα σκοτεινά νερά του
παίζει το χέλι.
Κανείς στη βάρκα.
απέναντι το νησί
γεμάτο πεύκα.
Φυσά λεβάντες
η θάλασσα του κόλπου
αλλάζει χρώμα.
Η εικονοποιία να ψιθυρίζει διαρκώς, να μιλά αυτό που δε μιλιέται. Βοηθά το χαϊκού σ' αυτό. Με ό,τι έχεις μιλάς. Με το λίγο σου. Με το ουσιώδες. Η αίσθηση μονάχα μιλά. Αυτή η μονοκοντυλια. Να φωτίζεις μόνο με τ' άστρα το αφέγγαρο. Λίγο προτού τη νέα σελήνη. Από τον Basho ως τον Santoka αυτή είναι η γλώσσα τους. Τα χαϊκού του Θεριανού σε σταματούν ακριβώς γιατί αναγνωρίζεις αυτή τη γλώσσα. Το αυθεντικό. Όχι τη μίμηση ή το τεχνικά εύστροφο.
Άνθρωποι είναι;
η αφέγγαρη νύχτα
κρύβει τα πάντα.
Σκυφτός στη βάρκα
η λίμνη ατάραχη
τον καθρεφτίζει.
Τα χαϊκού του “Εισοδήματος” -αν δεν ήταν ζωγραφιές- θα ήταν ίσως ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
1Θεριανός Σπύρος, Το εισόδημα στο Μόλυβο, Πλανόδιον, 20103
α' έκδοση, Αθήνα, 1999
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου