Αναρτήσεις

Αντίπασχα

Εικόνα
Είμαι ολοφάνερα  εκείνο το ζεστό εντός που σας οδηγεί R.M.RILKE

παραμυθία IV

Εικόνα
Τότε, σὰν ἦρθε τὸ κακό, χολεριάσθηκα κ᾽ ἐγώ.  Εἶχα γεννήσει ὀλίγους μῆνες μπροστὰ τὴν μοναχοκόρη, τὴν Κατίγκω μου, αὐτὴ ποὺ βλέπεις.  Σὰν μ᾽ ἔπιασαν οἱ ἐμετοί, καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ συπτώματα, Θεὸς νὰ φυλάῃ ―μακριὰ ἀπὸ σᾶς― ὁ Λευθέρης, αὐτὸς ποὺ βλέπεις, μ᾽ ἀπαράτησε κ᾽ ἔγινε ἄφαντος.  Πέρασαν πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἐφάνη.  Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θύμιος, κι αὐτός, οὔτε θέλησε νὰ μὲ ζυγώσῃ. Ἐκαθόμουν στὴν ἐνορία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σ᾽ ἕνα στενὸ σοκάκι, στὴν Ἀκρόπολη ἀποκάτω. Εἶχα τὸ παιδὶ στὴν κούνια, κ᾽ ἔκλαιε.  Ἐγὼ ὑπόφερνα ἀπ᾽ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας, κ᾽ ἐδίψαγα φοβερά.  Ἐφώναζα νά ᾽ρθῃ κανένας.  Ἐζητοῦσα ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ ἔλεος.  Κανένας δὲν ἤρχετο.  Οἱ γειτόνισσες, ἄλλες εἶχαν φύγει, μὲ τὴν ὥρα τους, στὴν ἐξοχή, κι ἄλλες ἔκαναν τὸν κουφὸ καὶ δὲν ἄκουαν. Μόνον ἕνας γείτονας, ὁ κὺρ Μικέλης ὁ Φουλδάκης,  πέρασε τὸ χέρι του ἀπ᾽ τὸ παραθυράκι,  καὶ μοῦ ἔρριξε ἕνδεκα σβάντζικα*.  Ἐγὼ τοῦ φώναζα νὰ μοῦ φέρῃ νερό. Ἀλλά, μοῦ εἶπε, δὲν εἶχε, κ᾽ ἔφυγε.  Ἢ δὲν ε

παραμυθία ΙΙΙ

Εικόνα

παραμυθία ΙΙ

Εικόνα
Αντίκρισε το άνοιγμα μιας μεγάλης σπηλιάς.  Ήταν τεράστιο και μαύρο. Όλα ήταν θεοσκότεινα.  Μόνο τα βράχια ένιωθε να την περιτριγυρίζουν, υγρασία και ψύχρα.  Δύσκολη ώρα.  Αργά, αλλά σταθερά, το μαύρο γίνεται σιγά-σιγά γκρι.  Ένα αμυδρό φως, μια μόνο αχτίδα,  άρχισε να φωτίζει  το βάθος της μαύρης εικόνας.  Το φως  που δυνάμωνε στην αρχή  ήταν λευκό,  μετά έγινε  ανοιχτό γαλάζιο  και στο τέλος  εκτυφλωτικό.  “Επιτέλους, το φως” είπε. ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ, Το χωραφάκι της αγάπης, εκδόσεις Γνώση [εξαντλημένο εδώ και καιρό], 1989

παραμυθία Ι

Εικόνα
"Μα, αν στους μεγάλους ο φόβος είναι ψηλός σαν κυπαρίσσι  ριζωμένο μέσα στην καρδιά τους,  στα παιδιά ο φόβος είναι μικρός σαν κυκλάμινο" ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ, Το χωραφάκι της αγάπης , εκδόσεις Γνώση, 1989 

χαρμολύπη

Εικόνα

Δέντρα νηπενθή

Εικόνα
Κάποιοι άνθρωποι είναι δέντρα. Και κάποιοι άλλοι δέντρα νηπενθή. Ένα τέτοιο δέντρο ανταμώνεις κάποτε. Και το αποχαιρετάς καθ' οδόν. Το νηπενθές της Μαρίας ίσως σήμερα βοηθήσει και άλλους. “ Της αλυπίας η χώρα 428 δωμάτιο” για τη Μαρία Αλβανού-Βλαχοδήμου πρεσβυτέρα και αγαπημένη Μες στους ένθεους τώρα κι εσύ. Τους σαλούς και τα παιδιά, αγαπημένη Μαρία. “ Να γράψεις τη βιογραφία μου” μου' λεγες και γελούσαμε. Και τα' χαμε λύσει όλα τα μεταθανάτια σε στιγμές χαράς και κρασιού, όταν δεν μας άγγιζε ο θάνατος. Μας άγγιξε όμως. Κι έφυγες εσύ, η πιο ζωντανή, η πιο πλήρης από ζωή. Το΄λεγες από καιρό τώρα “Είμαι γεμάτη από τα πάντα. Και τώρα, τώρα, φεύγω. Δεν έχω κακία για κανένα”. Και έτσι ήταν. Συγχωρούσες γρήγορα και ολοκληρωτικά. Πώς να φωλιάσει η κακία σε σένα. Πώς να φωλιάσει η μιζέρια, η στεναχώρια. Φύσαγες και τα' διωχνες. Σα να' ταν σκόνη τα σκόρπαγες στον αέρα. “ Όταν φτάνω σε αδιέξοδο δεν τρελαίνομαι, απλά το απολαμβάν