Ο σπινθήρας ενός ποιητή από την Πυραμά της Χίου
Το
δυσπώλητο της ποίησης ή
ο
σπινθήρας ενός ποιητή στην Πυραμά στη Βόρεια Χίο
Βρέχει
και πάλι βρέχει. Ο Φλεβάρης γιορτάζει τη σπάνια μέρα του. Και πάει για έξοδο.
Στα
χέρια μου σαλεύει ένας ποιητής. Διαβάζω. Και είμαι εκεί. Μέσα στα δικά του
ποιήματα που δεν θα φτάσουν στα βιβλιοπωλεία της χώρας. Που ελάχιστα αντίτυπα
θα περάσουν τη θάλασσα. Ένας τρόπος να υπάρχεις σε έναν τόπο με τον τρόπο του.
Ο
Δημήτρης Κολόβης αφήνει σε δυο-τρία βιβλιοπωλεία στη Χίο τη δεύτερη συλλογή
του. «Από μικρός μου άρεσε το διάβασμα» γράφει. «Άρχισα να διαβάζω και να γράφω…
δεν ξέρω αν τα κατάφερα να γράψω ποτέ σωστά… αλλά γράφω… γράφω για να ισορροπώ
μέσα μου…». Η πρώτη, «Λήθη και νοσταλγία», πάλι από τις εκδόσεις Άλφα-Πι εκδόθηκε
το 2016 στη Χίο.
Δημήτρης Κολοβης, Πυραμα 2023 (φωτογραφία, Νίκος Χούλης)
Όσο κι
αν «κιτρινίζουν οι σπάρτοι» κι ακούω το κάλεσμα, την ίδια ώρα νιώθω τη δίψα του
ριζωμένη σε κάθε σχεδόν ποίημα.
«…Έλα να με βρεις
Μαζί
να γράψουμε δοξολογίες»
Έχει
τον σπινθήρα της ποίησης που ξαφνιάζει, αυτόν τον αναγνώστη της ποίησης, τον
υποψιασμένο έστω και λίγο στο ανόθευτο ποίημα -τον πετά πάνω, σα σεισμογράφο
που μόλις κατέγραψε γνήσια δόνηση.
Κι
ύστερα στίχοι αρράγιστοι από κατεργασμένη επεξεργασία που συνήθως εγκαταλείπουν
άπνοο το ποίημα σε μια προθήκη. Εδώ ποίηση σκόρπια, αποφθεγματική, θραύσματα με
μια ιδιόλεκτο χωρίς καλούπι.
«Δεν έχω λέξεις να μιλήσω
Μόνο
οι τόνοι σουλατσάρουν
πότε πότε
[…]»
Κι
ύστερα μια απλή καταγραφή που συνορεύει με τον υπερρεαλισμό πολύ φυσικά -σαν καταγραφή
εσωτερικού συμβάντος που φιλτράρεται μέσα από τον γύρω κόσμο, ο οποίος και
συμμετέχει, γίνεται το πρόσωπο που ήταν στο δημοτικό τραγούδι.
«Χτένιζα
του ήλιου τις αχτίνες
να φωτίζουν
την άνοιξη
Μα
κάποια σύννεφα
ζήλεψαν
και μπήκαν
μπροστά
κι έγινε
η άνοιξη μουντή»
Ένας staccato ρυθμός,
σαν τσεκουριά στην τσεκουριά ή σαν βροχή στη βροχή, ένας δρόμος αφοπλιστικός,
αφτιασίδωτος, naïve, όπως κολυμπά κανείς με απλωτές στον ίδιο
ρυθμό ή όπως τραβά κουπί στην κάθε μέρα. «δε φορά τα καλά του», φορά
όμως την αλήθειά του.
«Άσε
να κεντώ τα όνειρά μου
Τους βάζω
χρώματα πολλά
με
ανεμώνες και κυκλάμινα τα ντύνω
Τι να
κάνω στην αγορά των ανθρώπων»
Κατάγεται
από τη λάθος πρόγνωση των ονείρων. Από τον μετεωρισμό ανάμεσα στη γαλήνη και
την τρικυμία. Στο μεταξύ παλατζάρει, διαπραγματεύεται την ισορροπία:
«Η
ναυτία της ψυχής πάρτι κάνει»
«[...] Εκείνος πήρε ένα βιβλίο
και
ξεφύλλιζε όνειρα
Δεν
θυμάται πόσα »
v
«[…]
και ανεβαίνω τη σκάλα της προσμονής
Είθε -μου
είπε η τσιγγάνα-
όταν πεθάνεις
να σε
κλάψουν»
Κατάγεται
από τα συνθήματα που δεν γραφτήκανε στον τοίχο. Αλλά είναι «συνθήματα από αίμα».
Ακόμα και προσευχές:
«Θα πω τόλμησα»
*
«Τι χνάρια ν’ αφήσεις στα κύματα;»
*
«Υπομονή, φύτεψα χαμόγελα
Δεν μπορεί, θα φυτρώσουν!»
*
«Εξάλλου
φαρδύ το ρούχο του θάρρους
και
χάνομαι μέσα του»
*
«Ταξίδεψέ με στην πόλη που έχει φως
να
κουρσέψω κατανόηση
γιατί
δέντρα βλέπω χωρίς καρπό
Κύριε,
Κύριε, αγαπώ σε»
Κάποιες
φορές ένας στίχος είναι ολόκληρο ποίημα -το άλλο ακούγεται σαν αφορμή, για να
υπάρξει μονάχα αυτός.
«Σε
φύτεψα σαν θάλασσα μέσα μου»
Κατάγεται
από έναν γνήσιο λυρισμό. Ίσως γιατί εμπεριέχει διαβάσματα των λυρικών. Ίσως γιατί
ο τόπος του εκπέμπει την αυτοφυή ομορφιά. Ίσως γιατί και ο ίδιος κατόρθωσε να
παρακάμψει τις αγκυλώσεις της πραγματικότητας, της όποιας διάψευσης, και να
αναδυθεί με το ουσιώδες της ίδιας της ζωής. Που μπορεί να είναι μονάχα η ύπαρξη
αυτού του εσωτερικού κόσμου που δεν παύει να αισθάνεται.
ΜΙΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Άπλωσα
στα πέλαγα τα όνειρά σου
έτσι
όλο το μπλε δικό σου να είναι
Τεθλασμένες
στιγμές να μην έχεις
Άσπιλα,
καθάρια λόγια να ζεις
Άλλη οπτική
γωνία να έχουν οι χαρές
Εγώ βυθισμένος
στη μυρωδιά του μελανιού
τραγούδια
να σου γράφω
και
στην ερημιά της σιωπής
νερό
να ψάχνω
τον
πόνο να ξεχάσω
μιας
Κυριακής απόβραδο Απρίλη
11/4/21
ΠΡΙΝ
ΧΑΘΩ
Πριν
χαθώ στο καντούνι της λήθης
σου
αφήνω τρία σπυριά μαστίχα
στο
θυμιατό της καρδιάς σου να βάλεις
θυμίαμα
να γίνει
Το
άρωμα της αγάπης μου
την
ψυχή σου να γεμίσει
Δε
θέλω να προσκυνήσεις
μα
μύρισε το πόσο σ’ αγαπώ
15/4/20
Δε θα
πουλήσει κανένα αντίτυπο ενδεχομένως –και ίσως αυτό να είναι ο ασφαλέστερος
δρόμος για την ίδια την ποίηση.
«Όταν
τον δείτε να μιλά στον δρόμο μόνος του,
μη
γελάσετε, κάνει διάλογο με την αγάπη
[…]
Όταν
τον δείτε να γράφει συνεχώς,
μη
γελάσετε, θέλει να πει όσα δεν μπορούν τα λόγια
Όταν
τον δείτε να κοιτά τη θάλασσα ώρες,
Μη γελάσετε,
αγαπήστε τον όσο μπορείτε, είναι ποιητής»
Η
συλλογή «Κιτρίνισαν οι σπάρτοι» του Δημήτρη Κολόβη εκδόθηκε από τις εκδόσεις
Άλφα-Πι στη Χίο, σε επιμέλεια του ποιητή Νίκου Χούλη. Τα σχέδια είναι του
Γεώργη Διλμπόη.
ΚΙΤΡΙΝΙΣΑΝ
ΟΙ ΣΠΑΡΤΟΙ
Μην
καθορίζεις
το
πλάτος της αγάπης
Δεν
έχει όρια
Σφράγισε
τη θλίψη
σε
σεντούκι
και
πέταξε το κλειδί
στη
μήτρα της θάλασσας
Γίνε
βροχή
να με
λούσεις
Ενίσχυσε
την άβυσσο του έρωτα
Προμηθεύσου
φιλιά
από το
χελιδόνι
Ιερουργία
Κυριακής
το
σμίξιμό μας
Είναι
ζωοποιός ο έρωτάς μας
Σπάσε τις
αλυσίδες των δεσμών
κι έλα
να σεργιανίσουμε
στα
χωριά της Αμανής
Να μας
τρατάρουν
πυραμούσικη
σούμα
Καθάριες
ψυχές
να μας
πουν «καλημέρα»
Και στα
πόδια μας
το
μπλε του Αιγαίου
να μας
χαμογελά
Έλα,
μην αργείς
κιτρίνισαν
οι σπάρτοι
φωτογραφίες: Ο.Ν. [Χίος]
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου