παραμυθία ΙΙ
Αντίκρισε το άνοιγμα μιας μεγάλης
σπηλιάς.
Ήταν τεράστιο και μαύρο. Όλα
ήταν θεοσκότεινα.
Μόνο τα βράχια ένιωθε
να την περιτριγυρίζουν, υγρασία και
ψύχρα.
Δύσκολη ώρα.
Αργά, αλλά σταθερά,
το μαύρο γίνεται σιγά-σιγά γκρι.
Ένα
αμυδρό φως, μια μόνο αχτίδα,
άρχισε να
φωτίζει
το βάθος της μαύρης εικόνας.
Το
φως
που δυνάμωνε στην αρχή
ήταν λευκό,
μετά έγινε
ανοιχτό γαλάζιο
και στο τέλος
εκτυφλωτικό.
“Επιτέλους, το φως” είπε.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ, Το χωραφάκι της αγάπης, εκδόσεις Γνώση [εξαντλημένο εδώ και καιρό], 1989
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου