Αναρτήσεις

Όταν η φωνή του γίνεται η φωνή τους

Εικόνα
"Ακούστε την ιστορία του γερο-πλάτανου των Πύργων του γηραιότερου δέντρου της Εορδαίας που πάλεψε με ανεμοστρόβιλους και καταιγίδες που τον χτύπησαν αστραπές και κεραυνοί που οι ρίζες του είναι βαθιά απλωμένες στην αγάπη και τα κλαδιά του απλωμένα μέχρι τον ουρανό μιλούν με τα σύννεφα και τις ψυχές των ηρώων"                                                                   τα παιδιά Μόνο η ψυχή τους γίνεται η φωνή και η ψυχή του. Μονάχα αυτή αξιώνεται να τον ακούσει. Να αποκρυπτογραφήσει τη γλώσσα του και για εμάς.

Στα πλατανόπαιδα με αγάπη

Εικόνα
“ Στα Πλατανόπαιδα με αγάπη”. 1 Ένα ευχαριστώ. “ Κάποιοι νομίζουν πως είμαι ολομόναχη, αλλά όταν τέτοια δέντρα έρχονται δίπλα σου στην ανημπόρια, είναι σαν να σε επισκέπτεται ο Θεός” ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ 2 Πριν μερικές μέρες ξεφυλλίζοντας τα διαδικτυακά νέα της περιοχής, σκοντάφτω πάνω σε μια είδηση από αυτές που είναι από μόνες τους κάτι το εξαιρετικό και σπάνιο. Και που λειτουργούν απολύτως παρηγορητικά . με την έννοια της παραμυθίας, όπως το έκαναν τα παραμύθια στα παλιά τα χρόνια. Ένα σχολείο, το 8ο Δημοτικό Πτολεμαϊδας, μια τάξη και η δασκάλα της, κυρία Ελένη Χατζηστεφάνου, υιοθέτησαν έναν πλάτανο, 850 ετών , σ τους Πύργους Εορδαίας. Έναν πλάτανο που έζησε μες στο Βυζάντιο, σε ένα χωριό που υπήρξε και βίγλα βυζαντινή λόγω της καίριας θέσης του μέσα στον κάμπο. Πύργοι. Δυο γεφύρια επιπλέον, το γεφύρι του Κάστρου και το γεφύρι του Σάνδρυμου, να ενώνουν τα περάσματα μέσα από κερασιές τώρα, λεύκες και άλλα πλατάνια. Τα περάσματα να υπάρχουν, χαμένα μέ

Εν' αλεξιβρόχιον

Εικόνα
“ Το πίσω μπαλκόνι” 1 της Φωτεινής Φραγκούλη ή 2 χρόνια μετά Το πίσω μπαλκόνι Περνά ξαφνικά καιρός. Πολύς καιρός όταν συνειδητοποιείς πως χρειάστηκες δυο ολόκληρα χρόνια απουσίας για να γράψεις για κείνη. “Το πίσω μπαλκόνι” της. Ένα μπαλκόνι που έζησες την πραγματικότητά του όσο καιρό ζούσε εκείνη, ο πατέρας της, η Πουπέτα και η Μελένια. Ένα μπαλκόνι που ήταν φωλιά, στολισμένο τα Χριστούγεννα για κείνον, τα τελευταία του Χριστούγεννα, με φυτά που γίνονταν δέντρα, με ποιήματα εν τέλει που λάνθαναν στο χώμα των γλαστρών του. Πάντα, κάθε φορά που κοιτούσα μέσα από το παράθυρο αυτό το πίσω μπαλκόνι της Φωτεινής, με εξέπληττε το πόσο ήταν μια κρυφή αγκαλιά. Το πόσο ήταν αυλή. Με τις φτέρες του, την πικροδάφνη, το σπαθίφυλλο, τη σεφλέρα, το γιούκα, τον φύκο, το μπένζαμιν. Εκείνη τη μυρτιά και τη ροδιά, όπως στα παραμύθια. Με το μαρμάρινο τραπεζάκι, το καλαθάκι με τους καρπούς και τα φρούτα. Κι εκείνες τις ντουλάπες που φύλαγαν ως εργαστήρι όλα τη θεατρική σκευή των γιο

Αντίπασχα

Εικόνα
Είμαι ολοφάνερα  εκείνο το ζεστό εντός που σας οδηγεί R.M.RILKE

παραμυθία IV

Εικόνα
Τότε, σὰν ἦρθε τὸ κακό, χολεριάσθηκα κ᾽ ἐγώ.  Εἶχα γεννήσει ὀλίγους μῆνες μπροστὰ τὴν μοναχοκόρη, τὴν Κατίγκω μου, αὐτὴ ποὺ βλέπεις.  Σὰν μ᾽ ἔπιασαν οἱ ἐμετοί, καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ συπτώματα, Θεὸς νὰ φυλάῃ ―μακριὰ ἀπὸ σᾶς― ὁ Λευθέρης, αὐτὸς ποὺ βλέπεις, μ᾽ ἀπαράτησε κ᾽ ἔγινε ἄφαντος.  Πέρασαν πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἐφάνη.  Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θύμιος, κι αὐτός, οὔτε θέλησε νὰ μὲ ζυγώσῃ. Ἐκαθόμουν στὴν ἐνορία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σ᾽ ἕνα στενὸ σοκάκι, στὴν Ἀκρόπολη ἀποκάτω. Εἶχα τὸ παιδὶ στὴν κούνια, κ᾽ ἔκλαιε.  Ἐγὼ ὑπόφερνα ἀπ᾽ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας, κ᾽ ἐδίψαγα φοβερά.  Ἐφώναζα νά ᾽ρθῃ κανένας.  Ἐζητοῦσα ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ ἔλεος.  Κανένας δὲν ἤρχετο.  Οἱ γειτόνισσες, ἄλλες εἶχαν φύγει, μὲ τὴν ὥρα τους, στὴν ἐξοχή, κι ἄλλες ἔκαναν τὸν κουφὸ καὶ δὲν ἄκουαν. Μόνον ἕνας γείτονας, ὁ κὺρ Μικέλης ὁ Φουλδάκης,  πέρασε τὸ χέρι του ἀπ᾽ τὸ παραθυράκι,  καὶ μοῦ ἔρριξε ἕνδεκα σβάντζικα*.  Ἐγὼ τοῦ φώναζα νὰ μοῦ φέρῃ νερό. Ἀλλά, μοῦ εἶπε, δὲν εἶχε, κ᾽ ἔφυγε.  Ἢ δὲν ε

παραμυθία ΙΙΙ

Εικόνα

παραμυθία ΙΙ

Εικόνα
Αντίκρισε το άνοιγμα μιας μεγάλης σπηλιάς.  Ήταν τεράστιο και μαύρο. Όλα ήταν θεοσκότεινα.  Μόνο τα βράχια ένιωθε να την περιτριγυρίζουν, υγρασία και ψύχρα.  Δύσκολη ώρα.  Αργά, αλλά σταθερά, το μαύρο γίνεται σιγά-σιγά γκρι.  Ένα αμυδρό φως, μια μόνο αχτίδα,  άρχισε να φωτίζει  το βάθος της μαύρης εικόνας.  Το φως  που δυνάμωνε στην αρχή  ήταν λευκό,  μετά έγινε  ανοιχτό γαλάζιο  και στο τέλος  εκτυφλωτικό.  “Επιτέλους, το φως” είπε. ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ, Το χωραφάκι της αγάπης, εκδόσεις Γνώση [εξαντλημένο εδώ και καιρό], 1989