Αναρτήσεις

της Υπαπαντής

Εικόνα
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ Χρόνια κεντούσε με το βελόνι ένα περιστέρι. Άλλαζε τις κλωστές, δοκίμαζε τα χρώματα ήθελε τα πούπουλα να φέγγουνε από μέσα να λάμπουν με το φως να σκοτεινιάζουν με τη συννεφιά. Ο λαιμός και η τραχηλιά να πηγαίνουν μπροστά διώχνοντας το φόβο. Και στα νυχάκια του η ανάγκη να περπατήσει μες στον κόσμο. Έτσι το είδε να ζωντανεύει ξαφνικά Βγήκε από το κέντημα και πέταξε στον ουρανό μετά χαμήλωσε και κάθισε στο φιλιατρό του πηγαδιού κοιτάζοντας μέσα στο νερό ένα άσπρο σύννεφο που διάβαινε. Και είπε το περιστέρι: Θα μαζέψω μπαμπάκι για τη φωλιά μου. Βούτηξε κατεβαίνοντας στο πηγάδι και πνίγηκε. Εκείνη είχε αποκοιμηθεί πάνω στο κέντημά της. ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ Χαλάσαμε τον κόσμο ψάχνοντας σε χαμοκέλες και παλάτια μέσα στη φτέρη την άνοιξη στους άμμους και στα χιόνια και στα πηγάδια κατεβήκαμε ακόμη και σε τάφους μα πουθενά δε βρέθηκε. Κι ούθε ρωτήσαμε κανείς δε μίλησε κι ούθε χτυπήσαμε κανείς δεν άνοιξε οι αντρειωμένοι γέλασαν και οι δειλοί ταράχτηκαν όσοι ακούσαν τ' όνομά της

ένας σταθμάρχης, ένας σημαιοφόρος, δυο ποιητές

Εικόνα
  μιλώντας για ξόρκια ή δρόμους  “ Ο Σταθμάρχης Φαλλμεράυερ” του Joseph Roth. 1 Εκδίδεται το 1933, τον πρώτο χρόνο της κυριαρχίας των Ναζί στη Γερμανία. Μιλά για έναν έρωτα που βγαίνει στον δρόμο, όταν η ζωή φαινόταν ήρεμη, ασφαλής, αμετακίνητη, σχεδόν χωρίς όνειρα ή ακόμα-ακόμα και την ανάγκη τους. Από τη στιγμή που εισβάλλει, εξέρχεται αλματωδώς, με βήματα σταθερά, γίνεται ακόμα και γλώσσα, αφού πρώτα υπήρξε δίνη εσωτερική, από αυτά τα κρυφά ρεύματα που οι άλλοι τα αγνοούν αλλά αυτός που τα κυοφορεί ετοιμάζεται ήδη. Η δίνη του πολέμου ήταν απλώς ο δρόμος, αυτή η ευπρεπής χαραμάδα, που την αρπάζει όποιος είναι να βρει τον δρόμο του στο πρόσωπο του Άλλου. Και τότε ο δρόμος χαράσσεται και για τους δύο. Αρκεί. Όταν ο ένας βγαίνει αψηφώντας, αρκεί για να βρει κι ο άλλος πατρίδα: “ Η θύελλα της αγάπης, που από τη μοιραία νύχτα της καταστροφής στο σταθμό του Λ. είχε αρχίσει να φουντώνει στην καρδιά του Φαλλμεράυερ, είχε πια συνεπάρει και τη γυναίκα, την είχε ξεσηκώσει και την

τριλογία

Εικόνα
  τριλογία πένθους τρεις αναγνώσεις του 2020.  το νήμα τους είναι το ίδιο. το να ξορκίσει κανείς το πένθος.  η τυχαία αναγνωστική γειτνίασή τους, υποχρέωσε περαιτέρω στο να μιλήσει κανείς για το καθένα από  αυτά.  γιατί το καθένα από αυτά είναι και ένα άλλο ξόρκι. να κάνει κανείς κάτι τον θάνατο.     "Απόπειρα ανάγνωσης σε μια τελετουργία πένθους" για το " Η Υπηρεσία κήπων και λιμνών " του Didier Decoin  Xάρτης, τεύχος 32, Αύγουστος 2021 https://www.hartismag.gr/hartis-32/biblia/apopeira-anagnwshs-se-mia-teletoyrgia-penooys ⧫ "Η σκιά στα δάση"  για το " Άθος ο δασονόμος " της Μαρίας Στεφανοπούλου Xάρτης, τεύχος 36, Δεκέμβριος 2021 https://www.hartismag.gr/hartis-36/biblia/h-skia-sta-dash ⧫ "Ο λυσιμελής λόγος της " Τζιοκόντα " του Νίκου Κοκάντζη" Xάρτης, τεύχος 37, Ιανουάριος 2022 https://www.hartismag.gr/hartis-37/diereynhseis/o-lysimelhs-logos-ths-tziokonta-toy-nikoy-kokantzh Η ποίηση της αφήγησης Έχει την εντύπωση κανείς ότι

της Φωτεινής ο "λουκουμές"

Εικόνα
  Αν ήταν να συναντήσει κάποιος έναν φίλο του σήμερα, θα' θελε να ζωντάνευε  αυτός ο "λουκουμές" της Φωτεινής.  Να την αντάμωνε εκεί.  Μέσα σε μυρωδιές και μιλιές, μέσα σε φωνές και σιωπές. Να' λεγε όλα αυτά που έλεγε ότι έχει ακόμα καιρό να τα πει και δεν τα είπε. Να γελούσε. Να σιωπούσε. Να δάκρυζε. Πράματα μεταξύ  φίλων -γνωστά. Βράδιασε. Είναι αργά. Κάποιος έφυγε. Κάποιος -κάτι- πάντα θα φεύγει.  Η πολύτιμη σχέση με τον παππού μου άνοιξε το δρόμο μιας ιδιαίτερης αγάπης για τα καφενεία. Το χωριό μου τότε είχε πολλά και ωραία καφενεία. "Άντε να πάμε στον καφενέ", έλεγε ο παππούς και μου έκλεινε πονηρά το μάτι. Συχνά με έπαιρνε μαζί του και μου έδινε τα λουκούμια όταν κέρδιζε τους φίλους του στην πρέφα. "Πάμε στον λουκουμέ", έλεγα εγώ από μέσα μου και γελούσα και χαιρόμουνα με το αστείο μου σαν την παροιμία που λέει "Γιάννης κερνά, Γιάννης πίνει". Για μένα λοιπόν τα καφενεία του χωριού μου ήταν μεγάλα λουκούμια με παράθυρα που είχαν θέα

ο νάνος δεν κοιμάται

Εικόνα
  Ο νάνος δεν κοιμάται ή Παραμύθια (σχεδόν) αποκλειστικά για μεγάλους Είναι ένας νάνος που δεν κοιμάται. Που αγρυπνά όταν όλοι οι άλλοι ησυχάζουν. Περπατά μες στο χιόνι, την παγωνιά, τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Κανείς δεν τον νιώθει. Μόνο τα ζώα και ίσως τα παιδιά. Κανείς δε μιλά τη γλώσσα του. Μονάχα τα ζώα και ίσως τα παιδιά. “ Μια σιωπηλή, μικρή γλώσσα ” που τα ζώα καταλαβαίνουν -και τα παιδιά. Μα τα παιδιά κοιμούνται τη νύχτα. Κανείς δεν νιώθει το πέρασμά του. Όμως σε όλους αφήνει το χάδι του, αυτό το σιωπηλό τραγούδι: “ Έχω δει χειμώνες να έρχονται και να φεύγουν, έχω δει καλοκαίρια να έρχονται και να φεύγουν, σύντομα τα χελιδόνια θα είναι εδώ ” Στην αγρύπνια του κουβαλά την ελπίδα. Πως όλα τα δύσκολα περνάνε. Και πως σε αυτό τον παγετό -άλλο δεν έμεινε- δεν πρέπει κανείς ν' αφήσει τη φωτιά να σβήσει. Όταν φωτιά είναι το μαζύ . “ Τέτοιες νύχτες οι άνθρωποι κουρνιάζουν ο ένας δίπλα στον άλλον μες στα μικρά τους

μνημοκέρε

Εικόνα
  Τούτες οι μέρες στο λ' της Οδύσσειας. Κι ύστερα η “ Ιστορία Χριστουγεννιάτικη σε μπλε φόντο ”. 1   Και πώς κι έγινε κι όλα των ημερών ήρθαν και λιώσαν σαν το “μνημοκέρε” της Παραμονής των Φώτων. Χριστούγεννα είναι. Η “Ιστορία” του Νώντα Τσίγκα είναι “Χριστογεννιάτικη”.  Είναι επιπλέον απιθωμένη σε μπλε φόντο. Περιτυλιγμένη. Ασφυκτιά.  Όπως από τον ερχομό του αιφνίδιου, του  εφιαλτικού, του τραγικού.  Κάλαντα Χριστουγέννων, η γιορτή σ΄ ένα σχολείο στα δυτικά της Μακεδονίας χρόνια τερματικά πριν, η έδρα με το γυάλινο ανθοδοχείο πάνω της, το μπλε στα παράθυρα, στα τζάμια που λείπαν, στα ξύλινα τραπέζια, στα κεπέγκια, στα πορτοπαράθυρα, στα τετράδια, τα σχολικά βιβλία, το χαρτί της χαρτοκοπτικής.  Το μπλε που προλάβαμε. “ Ένα αδυσώπητο μπλε ”.  Τόσο αχνό στη δική μου μνήμη κι ας σώζεται η παιδική ποδιά -αρκούσε όμως η αφορμή,  ως εισβολέας ήρθε κι ανασκάλεψε και στροβίλισε στους ίδιους πένθιμους τόπους,  στα ίδια νερά. “ Μισώ το μπλε. [...] Νόμος της ομοιομορφίας. Βάφε

αρχιχρονιά

Εικόνα
  και πάντα εκεί στο βάθος της μελανωμένος εικόνος η στενωπός της ελπίδας. ευχή. των παντοιοτρόπως "δεμένων"