μνημοκέρε

 



Τούτες οι μέρες στο λ' της Οδύσσειας. Κι ύστερα η “Ιστορία Χριστουγεννιάτικη σε μπλε φόντο”.1 

Και πώς κι έγινε κι όλα των ημερών ήρθαν και λιώσαν σαν το “μνημοκέρε” της Παραμονής των

Φώτων.


Χριστούγεννα είναι. Η “Ιστορία” του Νώντα Τσίγκα είναι “Χριστογεννιάτικη”. 

Είναι επιπλέον απιθωμένη σε μπλε φόντο. Περιτυλιγμένη. Ασφυκτιά. 

Όπως από τον ερχομό του αιφνίδιου, του εφιαλτικού, του τραγικού. 

Κάλαντα Χριστουγέννων, η γιορτή σ΄ ένα σχολείο στα δυτικά της Μακεδονίας χρόνια τερματικά πριν,

η έδρα με το γυάλινο ανθοδοχείο πάνω της, το μπλε στα παράθυρα, στα τζάμια που λείπαν, στα ξύλινα

τραπέζια, στα κεπέγκια, στα πορτοπαράθυρα, στα τετράδια, τα σχολικά βιβλία, το χαρτί της

χαρτοκοπτικής. 

Το μπλε που προλάβαμε. “Ένα αδυσώπητο μπλε”. 

Τόσο αχνό στη δική μου μνήμη κι ας σώζεται η παιδική ποδιά -αρκούσε όμως η αφορμή, 

ως εισβολέας ήρθε κι ανασκάλεψε και στροβίλισε στους ίδιους πένθιμους τόπους, 

στα ίδια νερά.


Μισώ το μπλε. [...]

Νόμος της ομοιομορφίας. Βάφει με μπλε ρουά και τις ποδιές των κοριτσιών. Ένα λευκό κολάρο

με πριονωτή περιφέρεια τυλίγεται γύρω από το λαιμό κι αποδεσμεύει το πρόσωπο από το

υπόλοιπο σώμα. Το κάνει να κείτεται παραδομένο σε ολοστρόγγυλο τάσι”


Αυτές οι μπλε ποδιές των κοριτσιών. Σώμα ακέφαλο. Προμετωπίδα του πένθους. 

Προετοιμασία για ό,τι θα ειπωθεί. Το πένθος έρχεται. Είναι ακέφαλο. Δε λογαριάζει. 

Σπάει το σώμα της ζωής. Τη συνέχεια. Το αίμα σπάει. Το πένθος έρχεται. 

Κάτι εκ προοιμίου πριονίζει το χρόνο, το λαιμό, τον δικό μου, τον δικό σου, τον δικό της λαιμό. 

Είσαι ήδη ακέφαλος, παραδομένος σε τάσι. Χορεύεις απάνω του. 

Για πόσο ακόμα μπορείς ακέφαλος να χορεύεις. 

Και φαντάζεσαι ότι όρθιος, ότι ολόκληρος είσαι. 

Όταν είσαι ήδη στην αίθουσα αναμονής, στις ράγες είσαι, στον σταθμό. Το πένθος έρχεται.


Πένθος λογίζεται η μικρή συμμαθήτρια, η Θεοδότα, που κάηκε οκτώ χρονών. 

Και έκτοτε τη βλέπει να αναδύεται -αγγελούδι κανονικό- μέσα από τα κλαδιά των Χριστουγεννιάτικων

δέντρων των χρόνων που ακολούθησαν. 

Το πένθος έρχεται και μένει. 

Χρώμα αλλάζει, όλο όμως -όσο κι αν ξεφτίσει- είναι αποχρώσεις, 

σκιές, ραβδώσεις, κυματισμοί, φυσαλίδες, του αρχικού μπλε.


Σε αδειανούς μεγάλους ντενεκέδες από τυρί έχουμε μπήξει, μέσα σε χώμα βαρύ μολύβι, κλαδιά

από ποώδεις κέδρους που οι ξυλοκόποι φέρνουν από το ρουμάνι πάνω στα σαμάρια των

μουλαριών. Αντικρίζω τώρα τους κέδρους στολισμένους με πολύχρωμες ευρωπαϊκές χαλκομανίες.

Στα κλαδιά τους κρέμονται αλλοπρόσαλλα αγγελούδια που έχουν το πρόσωπο της Θεοδότας.

Εκείνης που αποδόθηκε νωρίς στο Θεό. Της μικρής συμμαθήτριας που στα οκτώ της κάηκε με

καμινέτο που έσκασε στα χέρια της καθώς οι γονείς της έλειπαν από το σπίτι. Το ροδαλό της

πρόσωπο στο φέρετρο δεν κινούσε καμιά υποψία για τον θάνατο που το κατοικούσε. Κι οι ξανθές

της μπούκλες έπαιζαν πάνω στο ήρεμο πρόσωπο με κάθε αδέξιο σείσιμο της λυγμικής

πομπής...Ένας ύπνος μονάχα. Ενός απρόσεχτου μικρού παιδιού”


Όπως η Χριστίνα, που κάηκε οκτώ χρονών, μια ανάσα δίπλα από τη λίμνη της Δοϊράνης. 

Που ερχόταν κι έπαιζε μ' ένα παιδάκι, πέντε χρονών ήταν τότε, και το μικρό παιδί δεν το θυμάται αυτό,

θυμάται μονάχα τη μάνα της, το σφραγισμένο, σχεδόν αγέλαστο πρόσωπό της, 

όσα χρόνια κι αν πέρασαν, μεγάλωσα κι αυτή η γυναίκα δεν έχει όνομα από κείνη τη μέρα, 

μόνο είναι “η μάνα της Χριστίνας που κάηκε”. 

Έριξε οινόπνευμα για ν' ανάψει τη σόμπα. Και η σόμπα την άρπαξε μαζί της. 

Λίγες ώρες μετά το μικρό κορίτσι πέταξε. Ως άγγελος κανονικός. 

Πρόφτασε όμως να πει, λόγια αγιοσύνης θα πω, “μπαμπά, μη μαλώσεις τη μαμά. Εγώ φταίω...” 

Τη θυμήθηκα. Αυτή η Θεοδότα μού την έφερε μπροστά. 

Κι όταν στα μνήματα πάω να βρω τους δικούς μου, δεν πέρασα ποτέ από δίπλα της, χωρίς να κοιτάξω

για μια ακόμα φορά τις κούκλες της, που ξεθώριασαν κι αυτές κι όμως 

από κάπου πρέπει να παίζουν ακόμα μαζί της. Από κάπου πρέπει κι αυτή να κατεβαίνει να μας κοιτά.


Στα σπίτια με πρόσφατα πένθη σεβασμός, κατεβασμένο κεφάλι, σιωπηλή αποχώρηση. Τα

γνωρίζαμε ένα προς ένα αυτά. Τα σπίτια “των λυπημένων”.Αλλά ξέρουμε και τα σπίτια όπου οι

άνθρωποί τους δεν είναι σε θέση ν' ακούνε πια μήτε τις φωνές των αγγέλων ούτε τις δικές μας,

αφού το στοιχειό της απουσίας και των αποχωρισμών κάνει κουμάντο μέσα τους. Η λύπη κι εκεί

ακουμπισμένη στην εξώπορτα σαν οικόσημο. Τα ρόπτρα αραχνιασμένα, ακούνητα καιρό. Ο

σύρτης περασμένος με ασφάλεια στη θέση του”


Παραμονή των Χριστουγέννων. Κάλαντα στη δυτική Μακεδονία. 

Φωτιές τη νύχτα, κέδροι που καίγονταν, χάλκινα, κι ύστερα πέρασμα από τις γειτονιές, μ' όσο κρύο, 

να τα πούνε στις αυλές, να μαζέψουν μανταρίνια, καρύδια, μήλα, κάστανα, ό,τι είχε το χωριό. 

Ένα τέτοιο βράδυ -ολικός παγετός- σε ένα τέτοιο χωριό. 

Πάψαν οι χοροί, μάζεψε η φωτιά, ξεκινήσαμε για τις αυλές. Ήταν και σπίτια που δεν μπαίναμε. 

Αυτά “των λυπημένων”. Διακριτικά στεκόντουσαν κι απόμακρα οι πενθούντες. 

Στο κατώφλι, στα παραθύρια, τα δίχως φως. Κεριά ως. Σβηστά. 

Κι εκεί μου ψιθυρίζει η γυναίκα που με κράταγε αγκωνιαστά πως ήταν ένα σπίτι 

που πηγαίναν την Πρωτοχρονιά στην αυλή του κι αντίς τα κάλαντα λέγανε το τραγούδι του γιου 

που' φυγε νωρίς. Το λέγανε και το χορεύανε και κλαίγανε 

κι η μάνα κέρναγε τους φίλους του γιου, 

έκλαιγε και κείνη και δεν ήταν χρόνος να στερέψει αυτό το κλάμα 

και δεν ήταν τα χάλκινα που χτύπαγαν παρά ανακάλεμα γινότανε και χτύπαγαν στο χώμα.


Στο σπίτι της χήρας Κούλκως βρίσκουμε ξαφνιασμένοι το διάδημα του Χάρου: το καπάκι από το

σανιδένιο φέρετρο, που κατασκεύασε ο Ντάφας δεξιός ψάλτης της εκκλησιάς αλλά μαραγκός

κατά κύριο επάγγελμα. Το' χει ντύσει με μαύρο πανί κι έχει στερεώσει επάνω τα απαραίτητα

θρησκευτικά σύμβολα με λεπτές λευκές ταινίες. Από καιρό τα σημάδια της αρρώστιας της

μονάκριβης θυγατέρας είχαν απελπίσει γιατρούς και συγγενείς. Και να που η μέρα έφτασε

χριστουγεννιάτικα. Δεν είχε κλείσει τα εικοσιπέντε. [...] Παραμονή Χριστουγέννων και μια νέα

γυναίκα ντυμένη το νυφικό της κοιμάται κάτω από το βλέμμα εκείνου που τα βλέπει όλα κάτω

από τον σκοτεινό τρούλο. Είναι βαθύ σούρουπο όταν έχουν τελειώσει όλα...

[...]

Η χαρμολύπη. Το χοντρό αστείο της ψεύτρας ζωής. Και μια ξύλινη σόμπα στο μέσον της αίθουσας

όπου πάνω της έχουν ξεχαστεί λίγες φλούδες πορτοκάλι. Το χιόνι που πέφτει ψιθυριστά έξω και

σκεπάζει τώρα εκείνην με το νυφικό στα φρεσκοσκαμμένα χώματα”




Σε κάποιες περιοχές του Πόντου, παραμονή των Φώτων, μαζεύονταν όλοι του σπιτιού μπροστά στο

εικονοστάσι. Βάζαν έναν σοφρά κι απάνω του τάσι γεμάτο σιτάρι. 

Και την καντήλα στη μέση και κεριά σε σχήμα σταυρού γύρω της. 

Γονατίζαν κι ανάβανε κεριά, ένα για τον καθένα της οικογένειας που δε ζούσε πια. 

Και στο τέλος ανάβαν κι ένα για αυτόν που δεν είχε κανένα να τον θυμηθεί. 

Κι όταν λιώναν τα κεριά και σβήναν, τότε σηκώνονταν αμίλητοι, έκαμαν τον σταυρό τους και φεύγαν. 

Ερχόταν, λέγαν, ο Χριστός ύστερα κι ευλογούσε.


Τα Φώτα θέλω το κερί μ'

και των ψυχών κοκκία

και τη Μεγάλ' Παρασκευήν

έναν μαντίλιν δάκρα”


της Παραμονής των Φώτων στον Πόντο



και χύνω ολόγυρα σταλιές στους πεθαμένους όλους,

πρώτα μελόνερο, ύστερα γλυκό κρασί, και τρίτο

πάλε νερό. και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι.

λέγοντας πολλές ευκές στ' αδύναμα κεφάλια

των πεθαμένων...”


ΟΜΗΡΟΣ


Το πέρασμα στην ομηρική Νέκυια είναι ζήτημα απλώς λυγμικής κλιμάκωσης. 

Ραψωδία λ'. 

Ο Οδυσσέας ρίχνει μελόνερο και κρασί και αίμα. 

Έρχονται οι νεκροί. Έρχεται η μάνα του. 

Τη διώχνει, να πιει πρώτα ο Τειρεσίας. Έτσι πρέπει να κάνει, όμως 

ρωτά τον μάντη ύστερα, πώς και γιατί δεν τον γνώρισε η ίδια του η μάνα. 

Άφησέ την να πλησιάσει, να πάρει από τις χοές που πρόσφερες, το αίμα, το κρασί, 

τότε θα σε νιώσει, τότε και συ θα τη νιώσεις 

κι ας μείνει όνειρο, σκιά, κι ας μην μπορείς πια να την αγγίξεις, 

τότε 

-για λίγο θα' ναι- 

ίσως 

και να παρηγορηθείτε.


Και των νεκρών τα πλήθια

με τάματα και προσευκές θερμοπαρακαλώντας,

πήρα τ' αρνιά και τα' σφαξα στο λάκκο. και το αίμα

έτρεχε ολόμαυρο. Άρχισαν των πεθαμένων τότες

και μαζευόνταν οι ψυχές απ' το Έρεβος το μαύρο,

νύφες αντάμα κι άγουροι, τυραννισμένοι γέροι,

παρθένες κόρες τρυφερές, νεοθλιμμένες όλες,

κι άντρες πολλοί από χάλκινα κοντάρια λαβωμένοι,

νεκροί που είχανε τ' άρματα με το αίμα τους βαμμένα

κι εδώθε εκείθε αρίθμητοι γύρω στο λάκκο ερχόνταν”


ΟΜΗΡΟΣ, Οδύσσεια, ραψωδία λ', στ.26-42, μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη, Εστία





1Τσίγκας Νώντας, Χριστουγεννιάτικη ιστορία σε μπλε φόντο, Εποχιακός Διανομέας, Πανοπτικόν, 2013

2. Μποκόρος Χρήστος, Κεριά από την έκθεση "Νόστος Αδήλων", 2017 στο Μπενάκη 

3. φωτογραφία το "μνημοκέρε" των Ποντίων 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον