της Υπαπαντής
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Χρόνια κεντούσε με το βελόνι ένα περιστέρι.
Άλλαζε τις κλωστές, δοκίμαζε τα χρώματα
ήθελε τα πούπουλα να φέγγουνε από μέσα
να λάμπουν με το φως να σκοτεινιάζουν με τη συννεφιά.
Ο λαιμός και η τραχηλιά να πηγαίνουν μπροστά
διώχνοντας το φόβο. Και στα νυχάκια του η ανάγκη
να περπατήσει μες στον κόσμο.
Έτσι το είδε να ζωντανεύει ξαφνικά
Βγήκε από το κέντημα και πέταξε στον ουρανό
μετά χαμήλωσε και κάθισε στο φιλιατρό του πηγαδιού
κοιτάζοντας μέσα στο νερό ένα άσπρο σύννεφο που διάβαινε.
Και είπε το περιστέρι: Θα μαζέψω μπαμπάκι για τη φωλιά μου.
Βούτηξε κατεβαίνοντας στο πηγάδι
και πνίγηκε.
Εκείνη είχε αποκοιμηθεί πάνω στο κέντημά της.
ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ
Χαλάσαμε τον κόσμο ψάχνοντας
σε χαμοκέλες και παλάτια
μέσα στη φτέρη την άνοιξη
στους άμμους και στα χιόνια
και στα πηγάδια κατεβήκαμε
ακόμη και σε τάφους
μα πουθενά δε βρέθηκε.
Κι ούθε ρωτήσαμε κανείς δε μίλησε
κι ούθε χτυπήσαμε κανείς δεν άνοιξε
οι αντρειωμένοι γέλασαν
και οι δειλοί ταράχτηκαν
όσοι ακούσαν τ' όνομά της
Χαλάσαμε τον κόσμο ψάχνοντας
και γύριζαν τα χρόνια
και χάνονταν οι άνθρωποι
μα πουθενά δε βρέθηκε.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Τα περιστέρια. Οι μανάδες τους.
Τα χρόνια γυρίζουν και οι άνθρωποι χάνονται.
Χωρίς λόγο χάνονται.
Από κει που δε βρέθηκε η αγάπη χάνονται.
Άντε να της το πεις, π' αποκοιμήθηκε και θα ξυπνήσει.
Άντε, να τους το πεις τώρα.
Της Υπαπαντής τώρα.
Άντε, να παρηγορηθούν τ' απαρηγόρητα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου