Αναρτήσεις

στον Γράμμο

Εικόνα
  Ανάβαση στον Γράμμο. Αρχές του Ιούλη. Σιωπή νεκρική, μιας αφανέρωτης νεκρικής ωδής “και το παν κατασωπαίνει” όπως το' πε ο Σολωμός. Στοιχειωμένα σώματα, άταφα αίματα, μνημούρια σκόρπια να επιβεβαιώνουν πως  το μονοπάτι χορτάριασε, τ' αγριολούλουδα θεριεύουν, ανθοβολούν,  είναι τα μόνα που γλυκαίνουν με τα χρώματά τους τ' ασυνήθιστα, το σπάνιο είδος τους,  τον δύσβατο τόπο -κι ένα κοπάδι γελάδια αφύλαχτο και δυο σκυλιά φύλακες  που λιάζονται πάνω στην άσφαλτο, σχεδόν έχοντας ξεχάσει πώς είναι να γαυγίσουν σε κάποιον ξένο,  αφού ούτε ξένος πια περνά, παρά σπάνια. Στο χωριό Γράμμος ένας πατέρας με τα δυο αγόρια του ρίχνουν πέτρες στον λιγοστό Αλιάκμονα, αν και φαντάζεσαι τις πηγές του να κατρακυλάνε από τις κορυφογραμμές. Όταν αυτή η σιωπή είναι ασήκωτη κι ας διαγράφεται η γραμμή των κορυφών απέναντι κι ας έχει ο τόπος μια ομορφιά που απλώνεται ανενόχλητη, πρωτόπλαστη ομορφιά, άγρια η μοναξιά, όμως, θες γρήγορα να περάσεις τα περάσματα, ακούς τις αφώναχτες φωνές, πνιχτές

"ος ο βοσκός"

Εικόνα
  “ Είναι ηλίθιοι οι άνθρωποι που θέλουν τη θεά της Σοφίας με περικεφαλαία και δόρυ. Πιο πολύ ταιριάζει σαν μια βοσκοπούλα ” ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ “ Αθηνά βοσκοπούλα ” ένα γλυπτό του Χαλεπά. Από πηλό. Μια νουβέλα της Ρέας Γαλανάκη. Από ερωτήματα. “Εις εαυτόν” ερωτήσεις, αν και τον καλεί σε συνομιλία, στήνει μαζί του διάλογο -μποτίλιες οι λέξεις της στα ντηνιακά βουνά, σκόρπια μαζέματα πηλού- εκείνος παραμένει ασφαλώς σιωπηλός, τα ερωτήματα εισβάλλουν, δε διεκδικούν καμία απάντηση, πόσω μάλλον τη σωστή, αφού αυτή λανθάνει μέσα στην ατόφια εσωτερική ζωή του -κι ίσως κι ούτε εκεί. Μια νουβέλα με τη μορφή λαβυρίνθου, όπου διαρκώς τραβιέσαι μέσα σε δίνες αποριών, κεκαλυμμένης και μακροχρόνιας σιωπής, κι ύστερα περιδινείσαι μέσα σε σκέψεις επαναλαμβανόμενες -το νιώθεις- είναι η δική της αγωνία που παλεύει να κατασιγάσει, η δική της αγωνία να ανασυνθέσει όλα τα επεισόδια της ζωής του με όποιο τρόπο μπορεί κι ας μην το μπορεί, όμως η γραφή εδώ εμφυσήθηκε από έρωτα και όπως γράφει “το π

το άνευ όρων και ορίων του θέρους

Εικόνα
  Σ' αυτόν τα βήματά της πάει. * Τόσο η αγάπη τους κρατάει που μες στο δάσος τη ζητάει * Όλο αυτό το δάσος ήταν θεοφώτιστο. Θα σας συμβουλεύαμε να κυνηγήσετε σ' αυτό το δάσος. Υπάρχει ένα ζώο τέτοιο που, αν μπορούσατε να το αιχμαλωτίσετε, θα γιατρευόσαστε απ΄τις πληγές σας. Τώρα είστε ελεύθερος να το ακολουθήσετε ή να τα παρατήστε. * Αν ήξερα πού να τη βρω, δε θα είχα τώρα να τη γυρεύω ΟΚΑΣΕΝ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΕΤ , μεσαιωνική γαλλική ερωτική ιστορία (μτφρ. Σπυριδούλα Ράνιο - Σωκράτης Λ.Σκαρτσής), εκδ. Καστανιώτη, 1989 Άνθρωποι που δε φοβούνται το άλμα προς τον Άλλον να κάνουν. Και πετούν. Γιατί αγαπούν. Και το φόβο τον ξορκίζουν. Και ο άλλος λόγος στέλνει τον καθένα από μας στη δοκιμασία που το παραμύθι προαπαιτεί, “αν το βαστά βέβαια η καρδιά του να πάει”. Κι η καρδιά τους το βαστά, γιατί κατά βάθος είνα

ο νοσταλγός

Εικόνα
Ο νοσταλγός είναι ένας ζωντανός-νεκρός.  Σα νεκρός επιστρέφει στον ομφάλιο τόπο -ή άνθρωπο- για να εμψυχωθεί. Ζωντανεύει μόνο τόσο -όσο διαρκεί- αυτή η επάνοδος. Είναι ζωντανός μόνο εκεί -ολόκληρος. Ύστερα έχει πάνω του κάτι από τον Κάτω Κόσμο -την έλλειψη ανάσας, ζωής. Όπως ο Λάζαρος. Σκέφτομαι τον Απάνω και τον Κάτω Κόσμο του Νώντα Τσίγκα. Του Παζαριώτ'. “Ου Απάν' κι ου Κατ' ου Κόσμους” 1 . Σκέφτομαι που επέλεξε έναν νεκρό -ίσως αυτόν τον νοσταλγό- να μιλήσει για ό,τι ανεπιστρεπτί χάθηκε. “Έχω πεθάνει εδώ και πενήντα χρόνια” λέει.  Πεθαίνει, ίσως, κανείς μετρώντας τα χρόνια που απουσιάζει απ' όπου αγαπά. “ Ποιοι είναι οι αληθινοί νεκροί και ποιοι οι ζώντες; Μήπως ταυτίζεται με όσους έχουν από καιρό φύγει μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα; Όσους υποφέρουν κάτω από τα δεσμά της υποτιθέμενης ανάπτυξης και προόδου στις απάνθρωπες πόλεις που ζουν και επιστρέφουν στο χωριό σε μια απόπειρα καινούριας επαφής με τη γενέθλια γη, όπου σαν ξένοι πια αντιμετωπίζονται κα

το χώμα ζητούσε σώμα

Εικόνα
μια μέρα  που τα παιδιά παίζουν στο πάρκο π' ακούγεται ο γείτονας να κουρεύει το γρασίδι πηγαίνουν για περπάτημα στον ποδηλατόδρομο πίνουν καφέ στην πλατεία κάποιος μαγειρεύει ετοιμάζει βαλίτσες ή αναχωρεί εσύ αναχώρησες νωρίτερα το πρωί της ίδιας μέρας ανυποψίαστος ανέκοψες γρήγορα και αιφνίδια το νήμα που σε έδενε με τα επίγεια έφυγες -δεν θα πω αναλήφθηκες-΄ έφυγες απλώς με τρεις εκπνοές κι ένα σβησμένο σφυγμό είπες καλημέρα το πρωί φόρεσες τα ρούχα που μόλις σου' χε σιδερώσει η μητέρα αστειεύτηκες με τον αδελφό -θα πιούμε καφέ το μεσημέρι, περίμενέ με- κι ύστερα  απλά δε γύρισες ποτέ  άφησες εκκρεμότητα το μεσημεριανό φαγητό -όχι τίποτ' άλλο- το φαγητό μόνο έτσι να το θυμούνται για πάντα  και δεν ήταν πια τόπος να το μοιραστείτε ούτε και χρόνος ήταν μόνο το κέλευσμα ήταν το βούκινο του κυνηγού με τη βεβαιότητα επιπλέον στο σάλπισμα  ότι γυμνός φεύγεις γυμνός εντελώς ότι μόνο με την ψυχή σου  φεύγεις ότι  έτσι  μνήμη Στέργιου Φ. 21 Ιουνίου 2022

η Ελαφοκυράνη

Εικόνα
ήταν μια φορά κι έναν καιρό η ροδιά. σ' ένα νησί του Αιγαίου. απέναντι απ' τα μαβιά βουνά. τα μπουγάζια της Ανατολής. λικνιζόταν μες στο μελτέμι. ήταν ένα κορίτσι. μεγάλωσε το κορίτσι.  κι ήρθε έπειτα το παλληκάρι με το κίτρινο μαντήλι στο λαιμό. από απέναντι. κι ανταριαστήκαν. έπεσε ομίχλη. χάθηκαν. τότε εκείνη ξεκίνησε να τον βρει. γιατί ήταν κατά βάθος κόρη της ροδιάς  και το' λεγε η καρδιά της. ήρθαν κοντά της γλαράκια και τ' άγρια του δάσους κι ό,τι φοβόταν. ήρθαν κοντά της και τη συντροφέψαν. κι αυτή τη φορά, σ' αυτό το ταξίδι, ήρθαν κοντά της παιδιά. πολλά παιδιά. χαριτωμένες ψυχές. ήρθαν ο Χριστόδουλος και ο Γιώργος, η Αλίκη, η Ράνια, η Αφροδίτη,  ήρθε η Μαίρη, η Μαρούλα, η Μαρία, η Ελένη,  ήρθαν η Κωνσταντίνα, ο Λεωνίδας, η Μαριάνθη, η Σοφία, η Χριστίνα, η Αναστασία. ήρθαν κι άλλοι, απόμακρα, μαζί με τις γυναίκες τις βρύσης, η κυρία Βίκυ, η κυρία Δώρα, η Όλγα, η Σταυρούλα ήρθε η κυρία Ιωάννα, η Ελένη, η Μάγδα, η Νίκη. ήρθε ο κύριος Νίκος και μετέφρασε όλο τ

η Ελαφοκυράνη της Φωτεινής Φραγκούλη

Εικόνα
Η Κυράνη του δάσους. Το παραμύθι της αγαπημένης Φωτεινής Φραγκούλη ζωντανεύει από μαθητές των δύο σχολείων. Το 3ο Γυμνάσιο Πτολεμαϊδας. Το Ειδικό Γυμνάσιο-Λύκειο Πτολεμαϊδας. Μια χρονιά συνοδοιπορήσαμε. Ήρθε η ώρα για την αυλαία. Αν και αυτή τη φορά, αλλιώς θα είναι, αφού εκείνη δεν θα είναι να μας βλέπει και να τη νιώθουμε κάτω από τη σκηνή, κάτι μας λέει ότι θα είναι η Φωτεινή πάνω μαζί μας. Ανάμεσα στα παιδιά, στης λύρας τις χορδές, στα ζώα τα άγρια του δάσους. Η Κυράνη, ένα κορίτσι, ή μάλλον η κόρη της ροδιάς, σ' ένα νησί του Αιγαίου ή μάλλον στον κάμπο με τις ελιές από την αγκαλιά των γονιών της και τα παραμύθια των γιαγιάδων της περνά απέναντι “στα μπουγάζια και τα μέρη της Ανατολής, στα μαβιά βουνά” να βρει “το παλληκάρι με το κίτρινο μαντήλι στο λαιμό, το κυνηγημένο αφεντόπουλο”. Εκεί, ένα δάσος την περιμένει “μαγεμένο” όπου όλα γίνονται και πρέπει να γίνουν -οι πέτρες μιλούν, τα λιθάρια ανθίζουν, τα δέντρα είναι πουλιά- κι εκείνη μπαίνει