Αναρτήσεις

το ανήμερα του "εκεί"

Εικόνα
  24 Δεκεμβρίου του 1906 δημοσιεύεται το “Άνθος του γιαλού” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στην “Εστία”. Παραμονή της εορτής. Το διήγημα συμπυκνώνει την παραμονή στην Παραμονή. Οι ήρωές του δεν αξιώνονται το ανήμερα της εορτής. Τα Χριστούγεννα περνούν, η Παναγιά γεννά, σπαργανώνει, οι βοσκοί έρχονται και φεύγουν, οι μάγοι αποσύρονται στην Ανατολή, τα ζώα λουφάζουν στο παχνί, οι άγγελοι επιστρέφουν στα ουράνια. Κι αυτό το αστεράκι, “με το γλυκό ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι”, κι αυτό σβήνει μέσα στην προσμονή και τη διάψευσή της. Τρεις φορές κάνει το άλμα προς την ελπίδα. Και τις τρεις αυτό το θαύμα δεν είναι να γίνει. Το μυστήριο της γέννας του Χριστού τελειώθηκε. Το άλλο μυστήριο δε θα ζήσει την τελείωσή του. Όλα θα παραμείνουν στο “εκεί”. Σε αυτό το επιρρηματικό δρώμενο που πηγαινοέρχεται μέσα στη μικρή έκταση της γραφής. Αλήθεια, πόσες φορές υποδεικνύει αυτό το “εκεί”; Πόσες φορές υπογραμμίζει ότι ό,τι συμβαίνει, ό,τι είναι να συμβεί, ό,τι δε θα συμβεί, πλ

η γη χορεύει

Εικόνα
Χριστούγεννα 2020. Προχωράμε προς τη μεγάλη προσδοκία. Το ένδυμά μας είναι λιτό. Έχει το χρώμα της ζωής ακόμα. Έχει της απώλειας. Και εκείνο της αγωνίας. Θα είναι λευκό παρ' όλα αυτά. Όπως η ελπίδα. Όλα τα άλλα θα τα πουν οι ραφές του. Ιστός οι ραφές. Κι εμείς λαχταράμε, και αφού περάσουμε τα σαράντα κύματα, την αντάμωση με το θαύμα. Το θαύμα είναι και φέτος να γίνει. Θα το ζήσει ο καθένας μέσα, στο δικό του κελί. Κοιτώντας όμως τα κελιά των άλλων. Κοιτώντας τους άλλους με άλλο τρόπο. Το βλέμμα άλλαξε. Έχει πάνω του το τραγικό που μπορεί να εισχωρήσει αόρατο και σε ανυποψίαστη στιγμή. Έχει πάνω του το τραγικό που προηγήθηκε. Η μνήμη γίνεται ομίχλη. Κι εμείς προχωράμε.  Κρατάμε στα χέρια ό,τι μπορούν αυτά να κρατήσουν. Η προσφυγιά αυτή έχει να κάνει με εγκλεισμούς. Είμαστε πρόσφυγες από τους άλλους. Οι άλλοι είναι η πατρίδα μας. Κι εμείς εδώ, κοιτώντας αυτή την πατρίδα μέσα από καθρέφτες. Κρατάμε στα χέρια μας ό,τι πιο πολύτιμο. Ό,τι τους είπαμε, ό,τι δεν είπαμε. Ό,τι είμαστε, αυτό

στην αυλή του δάσους

Εικόνα
Εδώ και λίγο καιρό άνοιξε την πόρτα της μια αυλή. Το “ Στην αυλή του δάσους ” του Ορφέα Λεοντίου υπάρχει κυρίως ως ένα ταξίδι σε ένα χωροχρόνο ανεπιστρεπτί χαμένο. Από αυτά τα ταξίδια τα εντελώς μοναχικά -σα να΄σαι ναυαγός μέσα στην ίδια σου τη μνήμη. Σα να στέλνεις μποτίλια στο όποιο πέλαγος. Ο Λεόντιος Καρύδας [το πραγματικό όνομα του συγγραφέα] διασώζει -σε μια σειρά αλυσιδωτών αφηγήσεων- ψηφιδωτές μνήμες του ομφάλιου τόπου. Η Θεσσαλονίκη -η γειτονιά του που' ταν και αυλή του δάσους του Σέιχ-Σου- ζωντανεύει αποκλειστικά μέσα από τη μνήμη ενός παιδιού που μεγαλώνει εκεί και “ιστορείται” έπειτα από τη διεισδυτική ματιά -που παραμένει τρυφερή- ενός ενήλικα. Το αυτοβιογραφικό βλέμμα επιτρέπει την προφορικότητα -όχι σπάνια την απαιτεί. Εδώ αυτή η προφορικότητα είναι εξαιρετικά μεστή. Το ανεπιτήδευτό της κερδίζει επιπλέον την αίσθηση ότι ο αφηγητής εκμυστηρεύεται -ακριβώς δίπλα σου- ό,τι σκάλωσε και διαρκεί στην καθημερινή μνήμη του. Ό,τι θα ήθελε επιστρέφοντας δια της γραφής εκε

μέρες εγκλεισμού ή από το "ένα" στο "ένα"

Εικόνα
  Δεν είναι μόνο η ίδια ιστορία. Είναι πάντα και ποιος αυτός που τη γράφει και το πώς. Είναι το φως ή το σκοτάδι που πυκνώνει γύρω του. Όταν αυτή την ιστορία τη γράφει ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι έγκλειστο μέσα σε ένα κουτί τρέλας με τον θάνατο να ακροβατεί πάνω της, τότε το φως που χαρίζει σ' εμάς είναι κάτι παραπάνω από χαραμάδα. Μέσα εκεί ήρθε και τη βρήκε “ το κορίτσι με τα λουλούδια ”. Αυτό ίσως το κορίτσι που ονειρευόταν ότι θα μπορούσε και η ίδια να γίνει στο “μετά”. Το μετά δεν ήρθε. Έμεινε όμως ο τρόπος της να κοιτά κατάματα τη ζωή μέσα από τη δικό της κελί -ένα κελί τρόμου. Σπιθαμή παρακάτω. Μέσα στα πολλά και περίτεχνα που ακολούθησαν επίσης -μοντέρνα και μεταμοντέρνα, αυτή η ελάχιστη ιστορία έρχεται ως ένα φωσάκι μέσα στα ελάχιστα που μπορούν ακόμα να υπάρχουν έτσι -ως φως παρήγορο. Ως κάτι που σε βοηθά να χαμογελάς ακόμα. Και ίσως και να υπάρχει ως δικαίωση τελικά όχι μονάχα το ότι διαβάστηκε και θα διαβαστεί, ότι ο φόβος της: “ ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυ

"...εμένα ποια μανία θα με σώσει;"

Εικόνα
Τα λόγια παλιώνουν αργά. Αργά παλιώνουν τα λόγια. Αποκτούν τη στόφα την παλιοκαιρίσια πάνω στο νέο ένδυμα του χρόνου, μετριούνται μαζί του, αντέχουν. Όσο διασχίζουν τον χρόνο στέκονται και τον κοιτούν. Με θλίψη που γίνεται αγωνία. Γιατί ελάχιστα αλλάζουν που να σε γεμίζουν χαρά. Γιατί το σκοτάδι παραμένει και γίνεται αρκετά θορυβώδες. Χώρο καταλαμβάνει και ζητά κι άλλο. Κι αντέχουν μονάχα κάτι χαραμάδες. Αυτά τα ελάχιστα. Κι απ' αυτά τα ελάχιστα έχεις να βρεις αυτό το ένα. Να γεμίσεις τον υπόλοιπο χρόνο σου με αυτό μονάχα -με τις όποιες ψηφίδες διαλέγει κάθε φορά να δώσει φως στο ψηφιδωτό των ημερών σου.  Αυτό το ένα έρχεται από την Αγνή. "Η μύγα" κυκλοφόρησε το 2007. "Το ένα" βομβίζει γύρω της χρόνια. Τώρα βομβίζει ξανά.  Το ένα Το καλοριφέρ δουλεύει σαν ρυάκι που κυλάει σε τσίγκινο λούκι. Ήχος όμοιος. Τον έχω συνηθίσει τόσο που νομίζω πως είναι ήχος του κεφαλιού μου, ρυθμός της σκέψης ή των εικόνων που διαδέχονται η μια την άλλη. Με τι αυθαιρεσία οικειοπο

ένα νούφαρο μιλά

Εικόνα
μπορεί και να βοηθάει. μπορεί και να βοηθάει. ένας στίχος. αυτός ο στίχος. μπορεί και να βοηθάει για το σήμερα. η ποίηση ήταν πάντα χειροτεχνία. έργο βραδύτητας. όταν όλο το άλλο καλεί σε ταχύτητα. σε αυτόν τον εφιάλτη του τίποτα. τώρα δοκιμάζεται το ξόμπλιασμα του χρόνου. τα ξόμπλια, τα ξέφτια. τα κεντήδια. τώρα δοκιμάζεται το σπιτικό της ενδοχώρας. “ [...] από της καθημερινότητας το ρυθμό τίποτε η ψυχή μου δεν ποθεί -είμαι συγκινημένο ” Rilke, Νούφαρο [ φωτογραφία Όλγα Ντέλλα, 2020 Νοέμβριος ]

η θάλασσα ξυπνά μαζί μας

Εικόνα
Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας με όραση καινούρια προχωρούμε η μέρα έχει μαιάνδρους όπως η θάλασσα κύματα  στην καρδιά μας αδειάσαμε (προσωρινά) την πόλη εμείναμε με την εικόνα τ' ουρανού ο ήλιος εμέτρησε τη γη μας η μέρα τούτη όπου ξυπνήσαμε με θάλασσα και κύματα με όραση και μνήμη καθαρή τόσο μεγάλωσε που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη μετρήσει που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη χωρέσει ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ Ο Σαραντάρης γράφει αυτό το ποίημα το 1940, στρατευμένος στην Αλβανία. Εκεί αρρωσταίνει από τύφο και μεταφέρεται στην Αθήνα, όπου και πεθαίνει το 1941.  Τίποτα δεν τον εμποδίζει να παραμένει με την εικόνα τ' ουρανού στα μάτια του ως το τέλος και πριν από αυτό.  Τίποτα δεν τον εμποδίζει να βλέπει αυτόν τον ουρανό μπροστά του ακόμα και μέσα από τους μαιάνδρους του πολέμου.  Τίποτα δεν τον εμποδίζει να υπογραμμίζει και για μας ότι όσο ξυπνάμε, ξυπνά και η θάλασσα μαζί μας.  Αυτό το ηρωικό το αφανές -και το μαρτυρικό. Αυτή η καινή όραση -τόσο επιτακτική, τόσο δυσεύρετη επίσης. υ.γ.