μέρες εγκλεισμού ή από το "ένα" στο "ένα"

 

Δεν είναι μόνο η ίδια ιστορία. Είναι πάντα και ποιος αυτός που τη γράφει και το πώς. Είναι το φως ή το σκοτάδι που πυκνώνει γύρω του. Όταν αυτή την ιστορία τη γράφει ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι έγκλειστο μέσα σε ένα κουτί τρέλας με τον θάνατο να ακροβατεί πάνω της, τότε το φως που χαρίζει σ' εμάς είναι κάτι παραπάνω από χαραμάδα.

Μέσα εκεί ήρθε και τη βρήκε “το κορίτσι με τα λουλούδια”. Αυτό ίσως το κορίτσι που ονειρευόταν ότι θα μπορούσε και η ίδια να γίνει στο “μετά”. Το μετά δεν ήρθε. Έμεινε όμως ο τρόπος της να κοιτά κατάματα τη ζωή μέσα από τη δικό της κελί -ένα κελί τρόμου. Σπιθαμή παρακάτω.

Μέσα στα πολλά και περίτεχνα που ακολούθησαν επίσης -μοντέρνα και μεταμοντέρνα, αυτή η ελάχιστη ιστορία έρχεται ως ένα φωσάκι μέσα στα ελάχιστα που μπορούν ακόμα να υπάρχουν έτσι -ως φως παρήγορο. Ως κάτι που σε βοηθά να χαμογελάς ακόμα.

Και ίσως και να υπάρχει ως δικαίωση τελικά όχι μονάχα το ότι διαβάστηκε και θα διαβαστεί, ότι ο φόβος της:

ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές εκτός από μένα;

δεν υπάρχει και ποτέ δεν υπήρξε παρά μονάχα για την ίδια -ίδιος άλλωστε ο φόβος και με την Ελισάβετ Μουτζάν. Παρένθεση μεγάλη, που πάντα με συγκινεί η ανάγνωσή της:

Και σεις, μαύρα μου συγγράμματα, που σας αγαπούσα και ήθελα το καλόν σας -ό,τι λογής μία αγαπητή μητέρα το θέλει εις τα τέκνα της- έχετε, κλεισμένα εδώ μέσα που σας έχω, να χορτάσετε την κοιλίαν των σαράκων, ή έχει κανένα καιρόν ο αδελφός μου να σας εβγάλει και να σας δώσει εις τους δούλους του, δια να σας ξεσχίζουν και να μεταχειρίζονται τα μέλη σας εις τας χρείας του μαγειρείου; Εγώ αποθνήσκω, αλλά πόσον ο θάνατός μου ήθελε με λυπεί ολιγότερον, αν ίσως ημπορούσα να σας παραδώσω εις κανένα σπουδαίον, εις κανένα που να τιμά, και όχι να καταφρονεί, τα γεννήματα της αγχινοίας”.

Δικαίωση πάνω απ' όλα όμως νιώθει κανείς ότι θα ήταν να γίνει κανείς από εκεί που είναι -από το όποιο κελί του- αυτό το κορίτσι με τα λουλούδια, αυτό το φωτοβόλο πλάσμα που ήθελε και η ίδια η Άννα να της επιτραπεί να είναι -αν ζούσε. Και να κρατά μέσα του -φυλαχτό πολύτιμο- αυτό το δικό του “ένα” -ευγνώμων για το ότι υπάρχει, για το ότι μπορεί ακόμα και το αναγνωρίζει.

Ο εγκλεισμός δεν σταμάτησε την Άννα από το να δραπετεύει με το μοναδικό τρόπο που της ήταν οικείος. Ο τρόπος της αυτός έρχεται επιπλέον μέσα από τον αγγελιαφόρο της “Ελένης” του Ευριπίδη, όταν μέσα σ' αυτό το δευτερεύον πρόσωπο -μια καρικατούρα σε ένα παρ' ολίγον δράμα- και όταν κανείς δεν το περιμένει ακούγεται το υπέροχό του:

τούνομ' ουκ έχων ελεύθερον, τον νουν δε

“αν και ελεύθερος δεν είμαι, έχω ελεύθερη όμως τη σκέψη μου”

Στο αμφίπλευρο αυτό γκόλφι -μπορεί κανείς να το δει κι έτσι- θ' ακουμπήσει στον στίχο της Isabella di Morra που εκτόξευε -αιώνες μετά- μέσα από το δικό της κελί επίσης. Ένα κελί από το οποίο δε βγήκε παρά μόνο νεκρή. Αφού πρώτα ασφαλώς έζησε τη λιγοστή ζωή της ως να εκτελούσε την ποινή της. Και δολοφονήθηκε από χέρι αδελφικό. Όπως λεκτικά πάμπολλες φορές είχε χαθεί από τα ίδια “οικεία” χέρια και η Ελισάβετ.

sen non col corpa almen con l' alma sciolta”  

“αν όχι με το σώμα, όμως με ελεύθερη την ψυχή”

Isabella di Morra, “Μέσα από δρόμους έρημους” (μτφρ. Άννα Γρίβα), εκδόσεις Κουκούτσι, 2014

Το φωσάκι της Άννας Φρανκ φέγγει ακόμα μαζί με τα άλλα. Της Ελισάβετ, της Isabella, του Ευριπίδη.


"ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ"

20 Φεβρουαρίου 1944

Στις εφτά και μισή κάθε πρωί ανοίγει η πόρτα ενός μικρού σπιτιού στην άκρη του χωριού. Ένα μικρό κορίτσι έχοντας σε κάθε χέρι του ένα πανέρι με λουλούδια βγαίνει έξω.

Στέκεται και αφού κλείσει την πόρτα πίσω της, σιάζει τα δύο πανέρια και ξεκινάει. Καθένας απ΄το χωριό που την βλέπει να περνάει και να τον χαιρετά χαρούμενα, την κοιτάει με οίκτο, κάνοντας τη σκέψη κάθε πρωί την ίδια, ότι αυτός ο δρόμος είναι πολύ μακρύς και δύσκολος για ένα δωδεκάχρονο παιδί. 

Αλλά το κορίτσι δεν ακούει τις σκέψεις των γειτόνων και τρέχει χαρούμενα κι όσο πιο γρήγορα μπορεί.

Στ' αλήθεια είναι μακρύς ο δρόμος, ώσπου να φτάσει στην πόλη. Δυόμιση ώρες με γρήγορο βήμα και τα δύο βαριά πανέρια δεν της τον έκαναν πιο εύκολο.

Όταν φτάσει επιτέλους στους δρόμους της πόλης είναι κιόλας ψόφια στην κούραση και μόνο η ελπίδα ότι όπου να' ναι θα κάτσει, την κρατάει ορθή. Με κουράγιο και χωρίς ν' αργοπορήσει το ρυθμό της φτάνει στο μέρος της στην αγορά. Τότε τέλος κάθεται και περιμένει, περιμένει...

Συχνά κρατάει αυτή της η αναμονή όλη τη μέρα, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί που να θέλουν ν' αγοράσουν κάτι απ' το καημένο το Λουλουδοκόριτσο. Πολλές φορές συμβαίνει να πρέπει η Κρίστα να ξανακουβαλήσει πίσω τα πανέρια της μισοάδεια.

Σήμερα ήταν αλλιώς. Ήταν Τετάρτη κι ασυνήθιστη κίνηση βασίλευε στην αγορά. Κοντά της διαφήμιζαν τα εμπορεύματά τους με δυνατές φωνές οι μανάβισσες κι από ολόγυρα ακούγει κανείς βρισίδια, τόσο δυνατά που σχεδόν δεν ακούγεται η Κρίστα απ' τους περαστικούς, γιατί χάνεται η ψιλή φωνούλα της μέσα στη φασαρία. Αλλά η Κρίστα δεν αποθαρρύνεται και δε σταματάει. Όλη τη μέρα φωνάζει, “ωραία λουλούδια, πάρτε ωραία λουλούδια...”.

Όταν οι άνθρωποι που' χουν τελειώσει τα ψώνια τους δουν τι έχει μεσ' στα πανέρια ευχαρίστως δίνουνε μια δεκαρούλα για να αποχτήσουν ένα τόσο όμορφα δεμένο μπουκέτο.

Στις δώδεκα ακριβώς σηκώνεται η Κρίστα και τρέχει στην άλλη άκρη της αγοράς στη σκηνή καφενείο. Ο ιδιοχτήτης της τής χαρίζει κάθε φορά ένα ζεστό φλυτζάνι καφέ με μπόλικη ζάχαρη. Γι' αυτόν τον άντρα φυλάει η Κρίστα το πιο όμορφό της μπουκέτο.

Ύστερα ξανακάθεται κι αρχίζει να διαλαλεί την πραμάτεια της ξανά! Στις τρεις και μισή τελικά παίρνει το πανέρι της και αργά γυρίζει στο χωριό. Τώρα πάει πιο σιγά απ' το πρωί γιατί είναι κουρασμένη, φοβερά κουρασμένη. Τώρα χρειάζεται τρεις ώρες για το δρόμο και μόνο στις έξι και μισή στέκεται στην πόρτα του παλιού μικρού σπιτιού. Μέσα είναι όπως το άφησε το πρωί. Κρύο, μοναχικό και άβολο. Η αδερφή της που το μοιράζεται μαζί της δουλεύει στο χωριό απ' τα χαράματα ως αργά το βράδυ. Αρχίζει να καθαρίζει πατάτες να βράζει λαχανικά και μόνο στις εφτάμιση όταν γυρίσει κι η αδερφή της στο σπίτι κάθεται επιτέλους στο τραπέζι για να καταβροχθίσει το λιγοστό της φαϊ.

Στις οχτώ ανοίγει και πάλι η πόρτα του σπιτιού και το μικρό κορίτσι βγαίνει με τα δύο του πανέρια ξανά. Τώρα πηγαίνει σε αγρούς και λιβάδια γύρω απ' το σπίτι, όχι μακριά, όμως κάθε λίγο σκύβει και μαζεύει λουλούδια όλων των χρωμάτων, μεγάλα και μικρά που μπαίνουν όλα στα πανέρια κι ενώ δύει ο ήλιος το μικρό κορίτσι κάθεται στο γρασίδι και μαζεύει.

Επιτέλους τέλειωσε. Τα πανέρια γέμισαν. Ο ήλιος στο μεταξύ έχει χαθεί κι η Κρίστα ξαπλώνει στο χορτάρι και κοιτάει τον ουρανό, που ακόμα είναι φωτεινός.

Αυτή είναι η πιο ωραία της στιγμή και κανένας δεν πρέπει να νομίζει ότι αυτό το Λουλουδοκόριτσο που δουλεύει τόσο σκληρά, δεν είν' ευχαριστημένο. Ποτέ δεν είναι δυσαρεστημένο κι ούτε θα είναι ποτέ όσο θα μπορεί να ζει κάτι τέτοιο κάθε μέρα. Στη μέση του λιβαδιού με τον ουρανό από πάνω και τα λουλούδια και το γρασίδι, η Κρίστα είν' ευτυχισμένη. Η κούρασή της εξαφανίζεται, η αγορά κι οι άνθρωποι το ίδιο και το κορίτσι ονειρεύεται και σκέφτεται μόνο αυτό το ένα: Να' χει μόνο, να έχει αυτό το τεταρτάκι απραξία ακόμα κι ακόμα κάθε μέρα, με τον Θεό και τη φύση γύρω.

Άννα Φρανκ, Το κορίτσι με τα λουλούδια, Ιστορίες και συμβάντα στο πίσω σπίτι (μτφρ. Έρση Λάγκε), εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1987

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον