Αναρτήσεις

ένας σκοτεινός και ένας φωτεινός κύριος

Εικόνα
  “ Ο σκοτεινός κύριος του Βέρτεκοπ ”. Ιερώνυμος Πολλάτος. Το ένα μυστήριο σε πάει στο άλλο. Και μόνο στο τέλος, κλείνοντας την ανάγνωση, μαθαίνεις πόσο κοντινό είναι αυτό το μυστήριο, ως τόπος τουλάχιστον, πόσο δίπλα είναι η Σκύδρα. Το μυθιστόρημα του Πολλάτου διασχίζει το Ιόνιο για να κλειστεί στα βουνά της Μακεδονίας, “ τα αγέρωχα μακεδονικά βουνά ”, να περάσει το κλεινόν άστυ και να επανακολληθεί, κάπως αργά, με τον ομφάλιο τόπο. Το διασχίζει ο χρόνος, από τον ισοπεδωτικό σεισμό στη Ζάκυνθο του 1953, στον εσωτερικό σεισμό της απώλειας, όταν αυτή εμπλέκεται με την ενοχή. “ Η ενοχή μπορεί ποτέ να γίνει μελαγχολία; ” το ερώτημα παραμένει τρομακτικά μετέωρο. Το διασχίζει ένας φωτεινός ποιητής και ένας σκοτεινός αναγνώστης. Τα σκοτάδια του Σολωμού τον φέρνουν στο μέσα φως. Αυτό το φως που φωτίζει τα σκοτάδια του δεύτερου. Ο Σολωμός, τα χειρόγραφά του, κορυφαίες στιγμές λεκτικής ψηλάφησης του έργου του, λες και θέλει ο συγγραφέας να εγκιβωτίσει τα όσα νιώθει γι' αυτόν,

εκλάμψεις

Εικόνα
  ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ Μετακόμισαν και φέτος.  Μ΄ ένα μονάχα άλμα σε χρόνο ανύποπτο κατεβήκαν απ' τον τοίχο που' χαν στοργικά αναληφθεί. Μ΄ ένα άλμα ένας-ένας κάθε βράδυ και ως τα Χριστούγεννα τρύπωναν σ' ένα από τα κλαδιά του μπερδεύονταν με τα ξύλινα παιχνίδια τις λαμπυρίζουσες μπάλες τα αστέρια τα αναβοσβήνοντα λαμπάκια. Τα τελευταία βράδια άφηναν χώρο σε κείνους που προσφάτως είχαν βρει τη θέση τους στον τοίχο. Δεν ήξεραν  τους είπαν όμως οι προηγούμενοι πως μ' ένα άλμα -ένα μικρούλι άλμα χρειάζεται μοναχά- κι ύστερα εύκολα  όλα είναι εύκολα δίχως να το καταλάβεις καν έχεις περάσει απέναντι στην άλλη όχθη της εορτής.  Έτσι κι έγινε. Με μια ανάσα και βρέθηκαν στο θάλπος. Τι όμορφα από εδώ τι γιορτινά χαλάρωσε λες το μειδίαμά τους  ζεσταθήκαν  ένα φωτοστέφανο φάνηκε απάνω τους  ανέλπιστα γιορτινό. Ήταν το τελευταίο βράδυ. Ξημέρωνε Χριστούγεννα.  Μια λύπη μια νοσταλγία κάρφωνε αργά-αργά τους άλλους αυτούς που τους βρήκε το βέλος κατάστηθα.  Τα παιδιά χαίρονταν αδημ

εις μνήμην

Εικόνα
  Η μνήμη έχει μέσα της το “σκέπτομαι” από την ινδοευρωπαϊκή καταγωγή της. Και το μνημόσυνο έχει μέσα του τη μνήμη. Και η Μνημοσύνη γεννήθηκε από τη Γη και τον Ουρανό. Και από τη Μνημοσύνη γεννήθηκαν οι εννέα μούσες, μία για κάθε βράδυ που εκείνη αντάμωσε με τον Δία. Από τις δικές της μνήμες γεννήθηκε η Τέχνη. Θυμούμαι. Δυο οι ποταμοί στον Άδη, ο ένας για να θυμάσαι, ο άλλος για να λησμονάς. Κι όταν είσαι στον Άδη, πρέπει έναν από τους δυο να πάρεις για να συνεχίσεις. Κι άλλοτε πρέπει να λησμονάς. Κι έρχεται πάλι έπειτα ο καιρός για να θυμάσαι. Εις μνήμην. Θυμούμαι σήμερα. Την ορφάνια των φίλων. Όταν ήταν όλοι τους εκεί. Όταν άρχισαν ένας-ένας να ανεβαίνουν. Ακαριαία, αιφνίδια, τρομακτικά. Στον παρόν της τότε γραφής σχεδόν προφητικά. Τους ανακαλώ ως μνημόσυνο. Ανακαλώ τη στιγμή ως μνημόσυνο. Και μνήμη. Ως τάμα στη Μνημοσύνη.

Το κοριτσάκι με την πόρτα

Εικόνα
  Το κοριτσάκι με την πόρτα Μας άρχισαν με τα παραμύθια στα γόνατα των γιαγιάδων μας άρχισαν με τον πιο ακατάλληλο πρόλογο, με την πιο επικίνδυνη εισαγωγή ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ Και σα να εξατμίστηκε το σινιάκι. Και τότε φάνηκε. Άχνισε η κορυφογραμμή. Προμήνυμα χειμώνος. Αφού εκρήγνυσαν τα χρώματα και τώρα σκοτείνιασαν. Κίτρινα πρωτεύοντα και όλα τα ενδιάμεσά τους ως το αιμάτινο κρεμεζί. Χρυσαφένια, κεχριμπάρι, πορτοκαλί. Πορφυρά, άλικα, κοκκινοφόρα. Λαμπάδιασαν τα βουνά και τώρα επέστρεψαν, πήραν τα δέντρα το χρώμα της γης,  μουλιάζουν τα φύλλα στο μεταξύ, χώμα και χώμα. Τέφρα φετινή. Χιόνι. Είπα κρεμεζί. Αιμάτινο κρεμεζί.  Οι Σπαρτιάτες έβαφαν τους χιτώνες τους κρεμεζί,  να μη φαίνεται το αίμα, όταν λαβώνονταν στη μάχη. Θα μας χρειαστεί το κρεμεζί. Πώς αλλιώς να κρύψεις τόσο αίμα. Γύρω αίμα όπως χώμα, πολύ το χώμα, πολύ το αίμα. Θα χρειαστεί το κρεμεζί. Πώς αλλιώς να σκεπάσεις, να το σκεπάσεις, το άδικο αίμα, πώς αλλιώς να το καλύψε

ο δρόμος της λίμνης

Εικόνα
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ αυτός και κοντοστάθηκε είναι ο δρόμος της λίμνης είπε με τη σιγουριά και τη βεβαιότητα του αναπότρεπτου έδειξε μακριά κι ακίνητος ήδη τον περπατούσε ήδη πως τον περπάτησε από παλιά πως χάθηκε μέσα σ' αυτόν άφησε να φανεί ⧫ σωπαίνουν τα δέντρα και αφουγκράζονται την αντάρα ακούν  προτού να ξεσπάσει ⧫ ΔΕΝΤΡΟ έστεκε κι αγνάντευε τη λίμνη πέρα μισό ξερό μισό χλωρό και ο κορμός στην όχθη ⧫ ΧΕΙΜΑΔΙΤΙΔΑ φωνές πουλιών επαπειλούμενων σε λίμνη μυστική που καταφύγαν γύρω βουνά σαν τείχη τη φυλάγουν κόρη χτισμένη σε καστρόπυργο ⧫ ΚΑΡΟ σαν κάρο φορτωμένο την παγωμένη λίμνη θα σταθεί θα την περάσει με τον φόβο της ρωγμής που θα τον αψηφήσει παρά το άχθος των αιώνων        παρά της θλίψης ⧫ ήρθαν τα δέντρα στον ύπνο μου με σκέπασαν                         οξιές και βελανιδιές και έλατα ⧫ ΕΛΑΦΙ ήτον οπωσδήποτε ελάφι. έτρεχεν εις τον κάμπον διέσχιζεν  τους δρυμούς ελάνθανε παραχθίως εις τας λίμνας. ήτον αλαφιασμένο. ουδείς ήξευρεν το διατί. ετούτο εννόει ότι ανεζήτει το φως. κρυ

νήματα

Εικόνα
  Νήματα. Σε νήματα η ομορφιά. Νήματα οι στιγμές της ομορφιάς. Αυτός ο ελάχιστος πορφυρός στήμονας. Στη μεταμόρφωσή του να γίνεται ήλιος. Χρυσάνθεμος. Μες στη φωλιά των πετάλων. Αυτού του πανάρχαιου μωβ. Ανεκτίμητο νήμα η ομορφιά. Σκύβεις και συλλέγεις. Οι καρποί σε θέλουν σκυφτό. Ενώνεσαι -μέσα σε μια κίνηση- με όλο εκείνο το ποτάμι μιας αρχαίας συγκομιδής. Δίχως να το πολυκαταλάβεις έχεις ξεκολλήσει από μια τοιχογραφία της Θήρας. Έρχεσαι από την εποχή του Χαλκού. Πέρασες το Αιγαίο. Έχεις αρχαία καταγωγή. Μέσα σου ανασαίνουν το πριν και το μετά. Γίνεσαι χρόνος. Θυμάσαι, στο θέατρο Νο μια κίνηση είναι ένα ολόκληρο ταξίδι. Χέρια. Ο χρόνος ενώνει τα χέρια.  Τα πέταλα τόσων χρόνων -μιας ζωής- ενώνουν τα χέρια.  Ζωγραφίζονται τα χέρια, τα ρούχα, από αυτόν τον μόχθο. Ο κύριος Βασίλης, η κυρία Ελένη. Εκατοντάδες άλλοι. Κάθε χρόνο. Αιώνες τώρα. Χαράματα ή και σούρουπα. Όταν το λουλούδι σε καλεί -στην καλύτερή του ώρα. Τους καλεί. Οικογένειες, φίλοι, νυ

τους είδαμε σε μακρινό ταξίδι

Εικόνα
ΜΕΣΟΒΟΥΝΟ  από τότε είπε η γερόντισσα την πόρτα εβδομήντα τόσα χρόνια ένα βράδυ δεν την κλείδωσα μήπως και κάποιος απ' όλους τους γυρίσει μήπως και φανεί μη βρει το σπίτι του κλειστό μην πει πως δεν τον περιμέναν                           28 Οκτωβρίου 2018                   Όλγα Ντέλλα