ένας σκοτεινός και ένας φωτεινός κύριος


 



Ο σκοτεινός κύριος του Βέρτεκοπ”. Ιερώνυμος Πολλάτος. Το ένα μυστήριο σε πάει στο άλλο. Και μόνο στο τέλος, κλείνοντας την ανάγνωση, μαθαίνεις πόσο κοντινό είναι αυτό το μυστήριο, ως τόπος τουλάχιστον, πόσο δίπλα είναι η Σκύδρα.


Το μυθιστόρημα του Πολλάτου διασχίζει το Ιόνιο για να κλειστεί στα βουνά της Μακεδονίας, “τα αγέρωχα μακεδονικά βουνά”, να περάσει το κλεινόν άστυ και να επανακολληθεί, κάπως αργά, με τον ομφάλιο τόπο.


Το διασχίζει ο χρόνος, από τον ισοπεδωτικό σεισμό στη Ζάκυνθο του 1953, στον εσωτερικό σεισμό της απώλειας, όταν αυτή εμπλέκεται με την ενοχή. “Η ενοχή μπορεί ποτέ να γίνει μελαγχολία;” το ερώτημα παραμένει τρομακτικά μετέωρο.


Το διασχίζει ένας φωτεινός ποιητής και ένας σκοτεινός αναγνώστης. Τα σκοτάδια του Σολωμού τον φέρνουν στο μέσα φως. Αυτό το φως που φωτίζει τα σκοτάδια του δεύτερου.


Ο Σολωμός, τα χειρόγραφά του, κορυφαίες στιγμές λεκτικής ψηλάφησης του έργου του, λες και θέλει ο συγγραφέας να εγκιβωτίσει τα όσα νιώθει γι' αυτόν, αυτόν τον “χτυπημένο τεχνίτη” του ενός θραύσματος κίονα:


Πώς να μελετήσει κανείς τα χειρόγραφα ενός ποιητή που η γραφή του έδειχνε σα να συλλάβιζε τη γλώσσα;

Τα ωραιότερα ελληνικά τα έγραψαν εκείνοι που δε γνώριζαν ορθογραφία

“[...] τούς άκουγε και αναρωτιόταν αν στην ελληνική λογοτεχνία δημιουργήθηκαν συγκλονιστικότερα πρόσωπα από τη Γυναίκα της Ζάκυθος και τη Φόνισσα. “Διαφωνούσαν για όσα συμβαίνανε στον κόσμο τους ή οι συγγραφείς, μέσα από αυτές, διαφωνούσαν για όσα συμβαίνανε στον δικό τους;

Οι γυναίκες της ποίησής του είναι πνεύματα...άυλα κορμιά. [...] τις γυναίκες τις ακούμπησε μόνο με στίχους.

[...] Για ό,τι πραγκματικά αγκάπησε, και τις γκυναίκες και την Ελλάδα, έτσι έκανε.”

Η ποίησή του είναι όπως το πυροτέχνημα. Βλέπεις τη λάμψη και μετά, μέσα από τη λάμψη, ξεπηδάει άλλη κι ύστερα άλλη.....κι άλλη.... κι ύστερα πέφτουν διαμάντια...”

Ένας ποιητής που δεν είχε πού ν΄ακουμπήσει.”

“....είναι τα απομεινάρια, μιας έκθεσης κρυστάλλων. Είναι ό,τι δεν πρόλαβε να τελειώσει ή και να σπάσει ο δημιουργός τους. [...] αυτά τα μεγαλειώδη ασυντέλεστα, αυτά τα λαμπερά θρύμματα, φωτίζουν μαζί με άλλα την πορεία του έθνους μας και παρηγορούν όσους από εμάς το έχουν ανάγκη


Ο σκοτεινός κύριος καθηγητής Ροδίφτσης είναι που μιλά, που έβλεπε τα “ξωτικά” γύρω του πιο καλά απ' τους ανθρώπους και μιλούσε κιόλας μ' αυτά. Που “όταν τέλειωσε το γυμνάσιο ήταν σίγουρος πως ήθελε να ξοδέψει την υπόλοιπη ζωή του βουτηγμένος στις λέξεις”.


Ο ένας τάλας εν μέσω λέξεων. Ο άλλος, βουτηχτής σε κείνου τις λέξεις.

Για όλη την υπόλοιπη ζωή μου και μέχρι να πεθάνω θα στολίζω με δάφνες εκείνο το αλωνάκι” γράφει πριν το τέλος.


Θα γεμίζει τους τοίχους λέξεις. Λέξεις του Μεγάλου Ποιητή. Έτσι γιορτάζει αυτός τη ζωή. Έτσι βλέπει το χρέος του στην Ελευθερία.


Η ζωή του όλη παρενθέσεις, άνοιγαν κι ύστερα έκλειναν. Μας το υποδεικνύει αυτό ο Πολλάτος εξαρχής. “Λίγα σημάδια του είναι πιο χαρακτηριστικά από αυτή την παρένθεση” λέει κι ας μιλά για τον Ποιητή.


Όπως και για το ακαριαίο, λέει, αυτό το παρορμητικό που σημαδεύει άπαξ και για πάντα:

Πόσες φορές μια κίνηση, μια επιλογή, έστω και απερίσκεπτη, δεν καθορίζει, χωρίς να το υποψιαστούμε, τη ζωή μας;”


Έζησε ευτυχισμένος, “όχι για τα ελάχιστα που μπόρεσε να κάνει, αλλά γιατί αξιώθηκε να περπατήσει σε αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου.” Μήπως και ο Ποιητής το ίδιο δεν έκανε; Σε κείνον τον μυστικό κόσμο δεν περπάτησε; Εκείνου τα χνάρια δεν ακολουθεί;


Ο καμβάς της ζωή του σκοτεινού κυρίου ήταν εμποτισμένος στα χρώματα της μελαγχολίας -της πιο παλιάς ίσως ασθένειας του κόσμου. Αυτό το μισό να είναι η μελαγχολία. Το πεπεισμένο μισό. Που το κάνει είσοδο σε αυτόν τον άλλον κόσμο της ανάγνωσης, της γραφής. Κι αργότερα άνοια, έξοδο δια της λήθης. “Πώς είναι όταν κάποια στιγμή ο χρόνος θα τα σβήσει όλα; Ένα μυαλό δίχως μνήμη;”


Το μυθιστόρημα εκβάλλει “στο θλιμμένο φως της Μακεδονίας”. Με ένα σχεδόν ποίημα εγκιβωτισμένο. Το μεταγράφω έτσι, όπως το είδα:


Το θλιμμένο φως της Μακεδονίας

χρωμάτιζε

τα χωράφια τα δέντρα τους λόφους

η ομίχλη τύλιγε

τ' αντικρινά βουνά

τύλιγε και

τον πατέρα του

που πέρασε σκυφτός

φορώντας

το τριμμένο παλτό του.


Και μ' ένα άλλο -θραύσμα- που φωνάζει και αυτό την ποιητική μεταγραφή του:


Φθινόπωρο

το νοτισμένο μακεδονικό φθινόπωρο

άλλος τόπος η Μακεδονία


η ομίχλη ήρθε κι έκατσε

πάνω στα μνήματα.


Το μυθιστόρημα του Ιερώνυμου Πολλάτου εκδόθηκε το 2009 από "Το Ροδακιό".


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον