Εν Βόλω. Οδός Κίτσου Μακρή 38
Του Αγίου Αλυπίου. Ιωάννου του Ρώσου.
Στο μουσείο Κίτσου Μακρή. Στον Άναυρο. Λίγα μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Στην άκρη της πόλης.
Το σπίτι που δώρισε ο Μακρής στο Πανεπιστήμιο Βόλου και ανήκει στη Βιβλιοθήκη του καλεί από μακριά. Κλειστά παράθυρα τώρα, μια πόρτα ανοιχτή, ένα κουδούνι, ένας άνθρωπος που περιμένει.
Η κυρία Βάλια Καραθανάση ανοίγει. Η φωνή της πάλλεται από την αρχή και όσο μιλά και ως το τέλος της συνάντησής μας.
Μιλά για την αγωνία του ανθρώπου, τη λαχτάρα του, την αγάπη του, τους καρπούς της αγάπης αυτής, την εμμανή και με κάθε θυσία διάσωση και φύλαξη όλων αυτών των πολύτιμων. Την ένθεη.
Ο Κίτσος Μακρής διέσωσε το ελληνικό. Και αυτό είναι ήδη αρκετό.
Το Ελληνικό. Όπως το' βλεπε ο Πικιώνης, ο Κόντογλου, ο Κοψίδης, ο Φιλιππίδης, ο Ζάχος, η Χατζημιχάλη. Όπως το' χαν πάνω τους λαϊκοί ζωγράφοι, ξυλογλύπτες, μαρμαρογλύπτες, λιθοξόοι και σεριάνιζε την ψυχή τους.
Σιωπηλά συντροφεύουν τα βήματά μας ο Θεόφιλος, ο καραβομαραγκός Χριστόπουλος, ο Χριστόπουλος να ζωγραφίζει τον Θεόφιλο, οι δυο Παγώνηδες από τους Χιονιάδες της Ηπείρου -πατέρας και γιος- ρόκες, γκλίτσες, οι κοκόνες του Παπαδιαμάντη, γιορντάνια, πόρπες, στέφανα, φυλακτά, κεραμικά, μουσικά όργανα, κεντήματα, λιθογραφίες, σφυρήλατα και εγχάρακτα, συρματερά, χυτά και διάτρητα. Επιτοίχιες ζωγραφιές από αρχοντικά του Πηλίου που διασώθηκαν όταν τίποτα άλλο δε σώζεται από εκεί πια. Για την ακρίβεια, έσωσε όσο Θεόφιλο μπορούσε να σώσει. Όσο Χριστόπουλο. Όσο Πήλιο. Όση Ελλάδα.
από το φυλλάδιο του Μουσείου |
Πάνω στο γραφείο του ένα δακτυλόγραφο κείμενο, τα γυαλιά, η φωτογραφία του, γύρω βιβλία, ως το ταβάνι βιβλία, μιλούν εν σιωπή για τον άνθρωπο που συντρόφεψε τις ανοιχτές σελίδες τους.
Στο σαλόνι μια ζωγραφιά αγκαλιάζει όλους τους τοίχους γύρω-γύρω. Δεν είσαι στη στεριά. Είσαι μέσα στον κόλπο. Πάνω σ' ένα καράβι. Και κοιτάς γύρω-γύρω. Από τη Μακρινίτσα ως το Τρίκερι. Μέσα σε τρεις τοίχους ανοίγεις την αγκαλιά σου και χωράς όλον τον τόπο.
“Η ζωγραφιά ετούτη παριστά το Βόλο και το Πήλιο όχι όπως τα βλέπουν τα μάτια, μα όπως τα έχει πάντα στην καρδιά του ο Κίτσος Μακρής, που την δούλεψε την άνοιξη του 1959. Δεν πάσχισε να περιγράψει πιστά. Να τραγουδήσει θέλησε...” γράφει ο ίδιος πάνω σε αυτή τη ζωγραφιά του.
Η κυρία Βάλια δεν παύει να εξηγεί την κάθε γωνιά. Δεν παύω να τη ρωτώ. Διακόπτοντας τη σιωπή που επιβάλλει ο τόπος -αναπόφευκτα.
“Είναι το δεύτερο σπίτι μας” λέει για την ίδια και τη συνάδελφό της, Μαρία Νάνου.
Είχε την τύχη να “συγκατοικήσει” με την κυρία Κυβέλη Ζημέρη-Μακρή ως τον θάνατό της. Μιλά γι' αυτήν σα να' ταν άνθρωπος δικός της.
“Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, μια σπάνια, δυναμική γυναίκα, με πάμπολλες γνώσεις. Τα παιδιά από τα σχολεία όταν ερχόντουσαν εκείνα τα χρόνια μύριζαν φαγητό που ψηνόταν και λέγαν πως είναι σα να είχαν επισκεφτεί τον παππού και τη γιαγιά τους στο χωριό” μας λέει. “Κατέβαινε τις σκάλες, ερχόταν κοντά μας, και όταν δεν μπορούσε πια να κατέβει, από το μπαλκόνι έβγαινε και μιλούσαμε. Και άλλοτε ανεβαίναμε εμείς. Όταν έφυγε, τότε άδειασε το σπίτι. Ήταν δύσκολο για καιρό να ερχόμαστε χωρίς αυτήν εδώ”.
Σκέφτομαι ότι ο Μακρής κοιτά και ακούει αναπαυμένος από εκεί που είναι. Και τον νιώθω τυχερό, γιατί βλέπει τον κόπο του -τους κοινούς κόπους- να βηματίζει, να έρχεται κοντά μας, να πάμε και εμείς κοντά του.
Η κυρία Κυβέλη ήταν η κολώνα του σπιτιού και το κράτησε ως το τέλος. Ακόμα και σχεδόν ως τον θάνατό της, λέει η κυρία Βάλια, ξεναγούσε τους επισκέπτες τις Κυριακές. Το σπίτι ήταν φωλιασμένο από εξήντα τριανταφυλλιές. Τώρα απέμεινε μία. Η αγαπημένη της.
Με την Κυβέλη γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν 17 κι αυτός 19. Παντρεύτηκαν αντάρτες πάνω στη Σέκλιζα της Καρδίτσας. Φωτογράφος η ίδια και κόρη του γνωστού φωτογράφου Κώστα Ζημέρη. Τον συντρόφεψε ως το τέλος της ζωής του, όταν ξαφνικά έφυγε το 1988.
“Διέθετε καλή μηχανή και ένα περίεργο σιδερένιο κουτί μέσα στο οποίο έβαζε λίγη ποσότητα από μαγνήσιο και με ένα ειδικό χαρτί το άναβε. Μια δυνατή λάμψη και ύστερα ένα μαύρο σύννεφο καπνού. Αυτό ήταν. Η εικόνα είχε μείνει. Μουτζουρωμένοι, κατάκοποι μα τρισευτυχισμένοι γύριζαν με τη λεία τους μετά τις ολοήμερες εξορμήσεις τους” διαβάζω κάπου στο δίκτυο. Μια ελάχιστη περιγραφή τόσο συμπυκνωμένη όσο και η ευτυχία.
από το διαδίκτυο |
Τα έπιπλα στο σπίτι τους τα είχε φτιάξει ο ίδιος ο Μακρής. Μια γοργόνα ψηφιδωτό στην είσοδο, μια βρύση πέτρινη με μαρμαρογλυφία δική του, το νυφικό δωμάτιο. Μου θυμίζει τον Όμηρο. Όταν μιλά με τόση λεπτομερή τρυφερότητα για την κλίνη που έφτιαξε ο Οδυσσέας, για το δωμάτιο που έχτισε γύρω από αυτήν. Το δέντρο, η ελιά, το έρμα της κοινής ζωής τους.
Φεύγοντας παίρνει κανείς τα χρώματα. του ίδιου, του Θεόφιλου, των φίλων του, του Φάμπα από τον Λαύκο, τον Βαλσαμάκη, τον γλύπτη Νικόλα από τον Άγιο Γεώργιο Νηλείας, τον Τάσσο. Τα καράβια του Χριστούπουλου τα αταξίδευτα. Και τα ταξιδεύει στα μυστικά. σε εκείνα τα σκοτεινά μπλε όπου λανθάνει το φως.
από το φυλλάδιο του μουσείου |
Παίρνει κυρίως το ανάγλυφο ανάμεσα στα δυο παράθυρα, εκεί όπου το γραφείο του. Να' ναι άγγελος, να' ναι αποτροπαϊκό, να' ναι ο πρωτομάστορας; Ποιος ξέρει. Η κυρία Βάλια το αφήνει αινιγματικά μετέωρο, όπως και είναι. Ανοιχτό σε κάθε εκδοχή που να ακουμπά στον καθένα.
Θα μ' άρεσε να πιστεύω ότι είναι το πρώτο. Αυτή η αγγελική μορφή που συντροφεύει το κλειστό σπίτι μέσα στη νύχτα. Όταν όλοι έχουμε αποχωρήσει. Και κάτι -η ψυχή του- μένει ζωντανό. Σεριανίζει, ανεβαίνει, κατεβαίνει τις σκάλες, ξεφυλλίζει, στέκεται -στα χρώματα, και πάλι στα χρώματα.
Ευχαριστούμε για τα καλά σας λόγια και για τον έπαινο για το έργο μας...Παρουσιάζετε με το γλαφυρότερο τρόπο το Λαογραφικό Κέντρο Κίτσου Μακρή που στόχο έχει τη διάσωση του έργου και του πνεύματος του λαογράφου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή δύναμη σε όλα
Διαγραφή