η αναγνώριση

 



Συναντήθηκα με την παρακάτω μαρτυρία στις 14.10.1992. Ο κύριος Θεόδωρος Κωνσταντινίδης ήταν τότε 73 ετών και η συνέντευξη δόθηκε στο ραφείο του [Ιασωνίδου 23, Σούρμενα Αττικής] -έραβε παραδοσιακές στολές του Πόντου. Είχαμε πάει ένα απόγευμα με τον πατέρα μου. Στα πλαίσια του μαθήματος “Ποντιακός Ελληνισμός” με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Φωτιάδη στο Α.Π.Θ., ήταν να συλλέξουμε μαρτυρίες -να διασωθεί ό,τι ακόμα μπορούσε από την πρώτη γενιά.

Μέσα στα λόγια του κυρίου Θεόδωρου υπήρχε το παρακάτω γεγονός, το οποίο συνέβη στη Δράμα.

Μετά την καταγραφή και αφού κατέθεσα τη μαρτυρία, τον επισκέφτηκε ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης. Τον άκουσε πάλι να το αφηγείται.

Έκτοτε ο κύριος Φωτιάδης το αναφέρει σε ομιλίες του -σχεδόν πάντα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ερχόντουσαν και του το επιβεβαίωναν διαφορετικές πηγές μετά το τέλος των ομιλιών -άνθρωποι που το' χαν ζήσει μικρά παιδιά στη Δράμα.

Η υπογράμμιση της διασταύρωσης γίνεται γιατί η μαρτυρία έχει αναπαραχθεί πολλές φορές στο διαδίκτυο -και μέσα από τη Μηχανή του χρόνου- με τη σημείωση ότι “δεν μπορεί να διασταυρωθεί απόλυτα”.

Η μαρτυρία περιλαμβάνεται στο Φωτιάδης Κωνσταντίνος, "Πηγές της Ιστορίας του Κρυπτοχριστιανικού προβλήματος" εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997 και ανήκει στο Αρχείο του Κωνσταντίνου Φωτιάδη.




“Το επόμενο ντοκουμέντο, ιστορικά τεκμηριωμένο από ανθρώπους που ήσαν παρόντες, περιγράφει την τύχη που είχαν τα μέλη μιας συγκεκριμένης οικογένειας από τη Ριζούντα του Πόντου. Η καταγραφή έγινε από τη φοιτήτρια του Α.Π.Θ. Όλγα Ντέλλα, το Μάρτιο του 1992, στην Αθήνα, στο σπίτι του πρόσφυγα Θεόδωρου Κωνσταντινίδη.

“Μια γυναίκα από τη Ριζούντα του Πόντου, που τον άντρα της τον σκότωσαν οι Τούρκοι, εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό καταυλισμό της Δράμας. Είχε τρία παιδιά, δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Το κορίτσι ήταν μαζί της στη Δράμα, τα αγόρια όμως δεν ήξερε τι είχαν απογίνει. Πέρασαν αρκετά χρόνια [...].

Στη Δράμα, όπου είχε εγκατασταθεί, δεν είχε τα απαραίτητα για να ζήσει και γι' αυτό αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο της, μήπως κατορθώσει και πάρει μαζί της ένα δοχείο χρυσές λίρες κι άλλα κοσμήματα, που είχε κρύψει ο άντρας της στο φούρνο του σπιτιού τους. Πράγματι, μια μέρα έφτασε στη Ριζούντα. Στάθηκε στη γνώριμη βρύση. Απέναντι ήταν το σπίτι της. Ρώτησε μια Τουρκάλα, ποιος ήταν ο καινούριος σπιτονοικοκύρης. Ήταν ένας συνταγματάρχης του τουρκικού στρατού. Η γυναίκα είδε ότι ο φούρνος δεν είχε γκρεμιστεί, όμως δίσταζε να πλησιάσει το παλιό της σπίτι, επειδή ο ένοικος ήταν τόσο ισχυρός. Όταν η Τουρκάλα έμαθε ότι το σπίτι ήταν δικό της, δεν την άφησε να φύγει, αλλά την προέτρεψε έντονα να πάει εκεί. Πράγματι, η γυναίκα χτύπησε την πόρτα και της άνοιξε η σύζυγος του συνταγματάρχη. Της είπε τότε, ότι το σπίτι ήταν το πατρικό της. Η γυναίκα της παρακάλεσε να παραμείνει μέχρι να επιστρέψει ο άντρας της. Έτσι έγινε, και το μεσημέρι, όταν φάνηκε ο συνταγματάρχης, του διηγήθηκε η Ελληνίδα την ιστορίας της.

Ο Τούρκος συνταγματάρχης την προσκάλεσε να παραμείνει μαζί τους όσο καιρό θα επιθυμούσε, εφόσον το σπίτι ήταν δικό της. Η φτωχή γυναίκα κάθησε στο σπιτικό της μία εβδομάδα. Σ' αυτό το διάστημα διαπίστωσε ότι ο συνταγματάρχης ήταν καλός άνθρωπος. Έτσι σκέφτηκε να του ζητήσει να ερευνήσει για τα δύο αγνοούμενα παιδιά της. Ο συνταγματάρχης χάρη στη θέση του κατόρθωσε να ανακαλύψει, ότι το ένα της παιδί είχε σκοτωθεί, ενώ το άλλο συνεχίζει να αγνοείται. Τότε η γυναίκα, αναλογιζόμενη τη φτώχεια της, αποφάσισε να του πει για τις κρυμμένες χρυσές λίρες, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένες. Του εξήγησε μάλιστα, ότι είχε μια κόρη να παντρέψει και του υποσχέθηκε ότι τα μισά θα ήταν δικά του. Ψάξανε λοιπόν και οι δύο στο φούρνο και βρήκανε όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που ήταν κρυμμένα. Έγινε η μοιρασιά και το μόνο πρόβλημα ήταν ο τρόπος με τον οποίο η γυναίκα θα έβγαινε από τα σύνορα. Ο συνταγματάρχης την καθησύχασε, υποσχόμενος ότι θα τη συνόδευε εκείνος.

Την ημέρα που θα έφευγε, είδε ένα φορτηγό γεμάτο με δέκα μπαούλα. Η γυναίκα απόρησε, ο Τούρκος όμως της απάντησε: “Αυτά είναι δώρο για την κόρη σου. Αυτό το σπίτι ήταν δικό σου και εγώ τώρα με αυτά το ξεχρέωσα”.

Έφτασε η γυναίκα στη Δράμα, αφηγήθηκε τι της συνέβη μα η γειτονιά δεν πίστευε αυτά που άκουγε. Γέμισε το σπίτι με κόσμο που μαζεύτηκε να δει την προίκα της κόρης. Άνοιγαν τα μπαούλα και ξάφνου σ' ένα απ' αυτά βρήκαν τη φωτογραφία του συνταγματάρχη με τη γυναίκα του. Τη ρώτησαν αν αυτός ήταν ο Τούρκος που είχε γνωρίσει. Πράγματι, ήταν ο ίδιος. Γύρισαν τη φωτογραφία και έγραφε: “Αγαπητή μου μητέρα, εγώ είμαι ο γιος σου, ο οποίος σώθηκα, αλλά δεν μπορούσα να σου το πω. Ό,τι θέλεις εσύ και η αδερφή μου, είμαι στη διάθεσή σου, είμαι κοντά σας....”


Σχόλια

  1. Συγκλονιστική Μαρτυρία. Την διαβάζω μετά από μήνες κι ανατριχιάζω! Σ' Ευχαριστώ Όλγα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον