το σακάκι




 



ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΙΝΑΙ ΝΩΠΑ ΑΚΟΜΗ

για “ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ” του Νίκου Χούλη

εκδοσείς αγιάρι, Οκτώβρης 2022



Το κοιτάς από το ύφασμα. Τα σκόρπια χειρόγραφα. Και τ' άλλα, τα σκισμένα, τα πεταμένα χειρόγραφα. Το κοιτώ από τις λέξεις, τις άραφες ραφές, όταν αρχίζουν ύστερα και πέφτουν τα γαζιά, από εκεί που ξεθώριασε κι εκεί που ο λεκές πονάει ακόμη. Ακόμη. Πάνω σε αυτό το ακόμη βυθίστηκε το χαρτί, σε αυτό το ακόμη έριξε το τύμπανο του πιεστηρίου τα ποιήματα, το ακόμη -αυτό το πηχτό σώμα μελάνης.

Το κοιτώ, είπα να του μιλήσω τώρα κι εγώ. Τώρα που ήρθε η ώρα. και σκέπασε ο ποιητής με λέξεις τη χρόνια απουσία, τις ρίζες που δεν αναδεύονται εύκολα, αυτά τα ξεσκλίδια μνήμης που μένουν αιχμηρά και τρυπούν το ενδοκάρδιο. Ήρθε η ώρα να ρίξει πάνω τους αυτό το σακάκι. Να μην κρυώνουν πια.

Να χαλαρώσει και για τον ίδιο αυτός ο κόμπος, να μιληθεί το αμίλητο νερό, να φανερωθούν -ως ανακάλεμα- τα πρόσωπα, να απαγκιάσουν.


τίποτα δὲν θὰ φοβηθῶ.


πὼς ἔφτασε -μοῦ φάνηκε-

τοῦ κόμπου πού' χὰ στό

λαιμό, γιὰ νὰ λυθεῖ, ἡ ὥρα.




Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Ήρθε ο πατέρας. Σε αυτόν μιλά. Από την αφιέρωση και ως το τέλος. Του μιλά. Αποφώνηση όσων είχε όλα αυτά τα χρόνια να του πει. Αλλά και όσων όλα τα χρόνια που έζησαν μαζί, δεν είχε το κουράγιο να του πει.

Μνήμες ενός παιδιού που 'φτασε τώρα στην ηλικία του, “το ένδυμά της το φορά”, στοιβάχτηκαν οι μνήμες σαν τα στοιχεία τα τυπογραφικά της κάσας, ανάκατες και άλαλες μνήμες και λόγια και σκέψεις, επέβαλαν χρόνια το συνάρμοσμά τους στο συνδετήριο, εκεί όπου θα χτυπηθούν, μνήμες ανάγλυφες, σκαλώνει πάνω τους ακόμη, σκοντάφτει, τις ψηλαφά, όπως τα χτυπημένα γράμματα πάνω στην κάθε αράδα σκύβεις και τ΄αγγίζεις σα να μην βλέπεις κι όλο το μίλημά σου μ' αυτά είναι μέσα σ' αυτό το χάδι.

'Ηρθε ο πατέρας, φορά και πάλι το σακάκι του. Τ' αφήνει κρεμασμένο, δε φεύγει. Τώρα είναι η δική του σειρά, του γιου, να το φορέσει. Χρόνια το ψάχνει να το 'βρει. Δεν το βρήκε ποτέ. Γι' αυτό φορά τα λόγια του πατέρα, το σακάκι του φορά, έτσι μιλά, σα να πήρε πάνω του όλα όσα κλειστήκαν μες σε κείνες τις τσέπες.


ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ


Δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ χάσουμε -τῆς ἔλεγα-

τὸ σακάκι

μὲ τὰ λάδια, τὰ μπετζιρόλαδα τοῦ βαποριοῦ

στειμμένο στὴ μιά του πάντα.

τό' χὲ φέρει ὁ πατέρας.


Δὲν ἔπρεπε. βρές το -τῆς ἔλεγα-

ἀπόψε τὸ θέλω,

τώρα ποὺ γύρισα ἀπ' τὰ ξένα.


Καὶ μὴν κλαῖς -τῆς ἔλεγα-

ποὺ ὅλα τελειώσανε.

ποὺ πέρασαν, ποὺ ἐρημώσαμε

-μὴν κλαῖς-


ἀπόψε, ποὺ θὰ βάλω τὰ καλά μου,

χωρὶς νὰ μὲ βλέπει κανείς,

αὐτό, μάνα, θὰ φορέσω.

24-12- '21





ΤΑ ΧΕΡΑΚΙΑ

Το σακάκι. Φόρεσε το οικείο σώμα των απόντων, έπεσε στοργικά πάνω στους ώμους τους.

Τρέμουν τα πρόσωπα. “Ανατριχιάζουν από τα φύλλα”. “Βροχή και κρύο”. “Τρέμουν από τη ρίζα”, όπως η “βυσσινιά”. Δέντρα τα πρόσωπα ή και λουλούδια, “λευκές μαργαρίτες” τα πρόσωπα, “λούλούδια που τρέμουνε, /τουρτουρίζουν”.

Ή και πουλιά “μέσα /σε κύκλους μαύρους, /πουλιά”. Αγιάρια τα πρόσωπα, περιστέρια ταχυδρομικά, όσο κι αν απομακρυνθούν επιστρέφουνε πάλι. Θέλουνε κάτι να πουν. Θέλουν ακόμη να μιλήσουν.

Τα πρόσωπα είναι νωπά ακόμη. Ο πατέρας, ο Ελισσαίος, ο Τσιγκριμάνης, η Λεύκη, ο Χριστόφορος, ο Φώτης Αγγουλές, η Ιωάννα, η μάνα, η γιαγιά, τα πιάτα, οι πιατέλες τους, πρόσωπα θρυμματισμένα, σκόρπια στο χώμα σπασμένα γυαλικά, ο Λορέντζος και η Μυρσίνη, πρόσωπα π' ανεβοκατεβαίνουν άπαυτα τις σκάλες μέσα του, αναπνέουν ακόμη, “του σπιτιού ετούτοι /οι πεθαμένοι”, πρόσωπα όλοι άυλης κληρονομιάς, “μορφές -ακέριες πια.”

Πρόγονοι, “πρόγονοι της βροχής”, όπως λένε τα υπεραιωνόβια δέντρα οι ιθαγενείς. Θάλλουν μέσα του -στο πάντα του- ακόμη.


ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ


Σὲ ἄλλο τόπο

σὲ ἄλλο χρόνο

ποὺ δὲν ἀναβλύζει συμπόνια

οἱ πρόγονοι τῆς βροχῆς

τῆς θλίψης κρυφά

γιὰ νὰ περάσει ἡ χαρά

παραμερίζουν τὰ κλώνια.


Ή χεράκια. Χεράκια που 'βλεπε η αδελφή όταν μικρή και τώρα πέρασε ο καιρός, δεν έμεινε άλλος να τα βλέπει στο σπίτι να απορεί, κι αυτός -για φαντάσου- τώρα μονάχα τα βλέπει, αξιώνεται την ανέγγιχτη θωριά τους, χεράκια να κρέμονται, χεράκια από τους πριν, “σμήνη πουλιών” και πάλι, που τότε, όταν μικροί, “κανείς από μας δεν έβλεπε”, “κατάλευκα” χεράκια, αγγελικές θωριές, “πιανόντουσαν και κρε-/μόντουσαν γύρω από το σπίτι”, έσκεπαν το παρόν τους, τότε, όταν ανάμεσά τους άνθιζε μια αγκαλιά και άνθιζαν κι αυτοί -παιδιά- μέσα της, προτού ανέβει κι αυτή να κρέμεται πάνω από τη σκεπή.


.........

Κι ἐμᾶς,

τόσο μακριά

στὸ πρίν,

ποὺ ἤτανε

τόσο ἁπλᾶ ἕνα

πάντοτε.

σχεδόν, ἐν ἀγνοίᾳ μας,

μιὰ ἀγκαλιά.






ΤΟΠΟΣ

Ήρθαν οι τόποι, η “μερσινιά, η ανάσα /της πλαγιάς. /του μισεμού, του τόπου μας, /το κάτασπρο μαντήλι”.

Ήρθαν “τα ξεροτρόχαλα”, ανεβαίνει εκεί καθημερινά, αυτός ή ο πατέρας, αξεχώριστα εδώ τα δυο πρόσωπα, δύσκολο να πεις ποιος είναι ποιος, αφού αυτός εκεί βρίσκει τον πατέρα, στου Αίπους τις μάντρες, τα λιθάρια, τα αλώνια. Αφού κι ο πατέρας δεν έφυγε ποτέ από εκεί. Σκάλωσε μέσα στο αμείλιχτο φως, όταν μακριά στραφταλίζει -τόση ομορφιά που να πονάει- η θάλασσα. Σκόνταψε μες στου Γενάρη τις ομίχλες, δε θέλει να 'βρει τον δρόμο από εκεί να χαθεί.

Αυτός είναι πια ο πατέρας. Κληρονόμησε τη σκιά του. Λογαριάζεται στα βήματά του. Τον περιέχει.



ΤΑ ΞΕΡΟΤΡΟΧΑΛΑ



τὰ τοπία εἶναι παλιὰ ἁμαρτήματα

ARTAUD


Σὲ "νησὶ πλεούμενο"

ἀνεβαίνει

καθημερινά.


μαῦρα γυαλιά

φοράει

ἐπιζῶντος


κι ἔχει φτερά

γιὰ τῆς θάλασσας

τὴν ἀθησαύριστη

ἐρημιά.


Στὰ ξεροτρόχαλα

-τοῦ Αἴπους τίς ξερολιθιές-

ἀπὸ μέρα

σὲ μέρα

ἀπάνω σε χρώματα,

σὲ ὑπολείμματα

τόξων οὐράνιων

σεργιανά

μόνος.


τὰ λόγια -τ' ἀμίλητα-

ἀστένακτος

ψάχνει

καὶ τὰ φλουριά,


πού' χεῖ

γιὰ σένανε

κρατημένα

-διὰ πᾶσαν θυσία

πρόθυμος-

ὁ Νοτιᾶς.



Ήρθαν τα εφτά μονοπατάκια. Όλα λέξεις απόκρυφες -σαν, τόποι σκοτεινών αλλά και μυροβόλων παραμυθιών. Του τα' πε η Σταυρινή, θεματοφύλακας και των εφτά, διέσωσε τις λέξεις τους, την ίδια την ύπαρξή τους.

Από εκεί τον περιμένει να φανεί. Η ομορφιά να τον ανακαλεί. Η ανατολή, το ρόδισμά της, πίσω -σε κάτι ζεστό- να τον φέρνει.


ΤΑ ΕΦΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ


τοῦ Παραθυριοῦ

τοῦ Κερδαριοῦ

τ' Αποσχιστοῦ

τοῦ Ἁλμυροῦ

τοῦ Σκλάβου

τοῦ Κλαδιοῦ

τοῦ Ραχιδιοῦ


ΣΤΑΥΡΙΝΗ ΜΠΟΥΛΑ




Μὴ χάνεσαι. σου τά 'στειλα

νοτισμένα, πρωινά, ὅπως τὰ εἶπε ἡ Σταυρινή.

Ἐσύ, τὰ ἤξερες αὐτά. τ' ἀπόμακρα, τὰ γαλανά,

στὴν ἐμπασιὰ τῆς ὀμορφιᾶς.


Στὰ ταχυδρόμησα ξανά

τὰ ἑφτὰ μονοπατάκια -


δρόμο νὰ βρίσκεις νὰ γυρνᾷς. Κοῖλα,

Ἁγιοῦ Λια, Ἀμυγδαλιά.

Ἀπέδευτου ὅπου στέκεις,

τὰ Ροδινὰ νὰ αἰσθάνεσαι

-ἀθέατος στὴν παγωνιά-

ἀπὸ μακριὰ πὼς βλέπεις.


Ήρθε το γόνατό του. Μόνο το γόνατο του πατέρα -ο κόσμος του όλος. Το γόνατο-άλογο και μ' αυτό ταξιδεύανε παντού, όταν παντού ήταν μονάχα το Αίπος και συνεχίζει και τώρα να 'ναι το δικό του παντού. Από εκεί του στέλνει τα ποιήματα-μηνύματα. Αυτά τα ποιήματα το προϋποθέτουν.


ΝΗΠΙΟΝ ΠΟΙΗΜΑ


-οἱ τρεῖς-


Ἔφερνες τό' νά σου πόδι

πάνω στ' ἄλλο. ἀνέβαινα


καὶ νά' σου τ' ἄλογο.

ἕτοιμη ἡ "ἀστραπή".

Ἀστραπὴ δὲν τὸ λέγαμε;

Καὶ φεύγαμε -πατέρα.


Καὶ φτάναμε

ὅπου θέλαμε -δὲ φτάναμε;

οἱ τρεῖς.


Ήρθε “της Λεύκης το πηγάδι”, εκεί να στέκεται να λέει λόγια άκραντα, παραληρηματικά, ν' ακούει τον χρησμό, εκεί όλους να τους συναντά, σα να' ναι ο Οδυσσέας μπρος στις χοές, στο άνοιγμα του Άδη.


ΤΗΣ ΛΕΥΚΗΣ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ


Ἀκούνητο,

στεκούμενο

πάνω

ἀπὸ τὸ πηγάδι,


μιᾶς ἄλλης

νύχτας

τὸ νερό

ποὺ θές

νὰ ξεδιψάσεις.


Κι ἂν κάμεις

νὰ περάσεις,

τὴ λέξη

μὲ τὰ φωνήεντα

-νούφαρα

νὰ πεῖς.


ἐννιὰ φορές

νὰ τὴν ἐπείς,

ὅταν φθινοπωριάζει,


τὴν ὥρα τὴν ἀκοίμητη

-ποὺ περιμένει τὴν αὐγή-

νὰ τὴν ἐπαναλάβεις.



Ήρθαν κι οι άλλοι τόποι, “το παρασύνθημα της φυλακής”, “το κρύο /τρέμισμα σ' όλο το τζάμι /ξεγυμνωμένο /από την αυγή”. Ήρθαν “τα γράμματα της φυλακής”, “σαν όνειρα, /που πείσμωσαν στα ξαφνικά” και που να τα διαβάσει δεν το μπορεί, πώς να το μπορεί, που σπάει, έσπασε σ' αυτό το “ελογοκρίθη”. Και ύστερα τίποτε πια. Όλα μείναν εκεί. Έγκλειστα γι' αυτόν που τα έζησε. Ερμητικά για όσους δεν τα άκουσαν -τα υποψιάστηκαν μονάχα όπως διέφυγαν μέσα από τις σιωπές.



«...ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΤΙΠΟΤΕ ΠΙΑ»


Λέξη δὲν τοῦ' παιρνες

ἀπ' τὰ παλιά.

πικρὴ καὶ τόσα ἄλλα

πικραμένη γενιά.


Ποιητής

ἂν ἤτανε

ὁ πατέρας μου -ἀπό

κείνους

π' ἀφήνουνε

γραφτά-


στὰ χαμηλά

θὰ ταίριαζε,

στῆς σιωπῆς του

τὰ σύννεφα

τὰ φθινοπωρινά,

μὲ τὸν Φιλητά.



Τόπος ο πατέρας. Νήπιος τόπος. Και τα ποιήματα -νήπια ως τώρα και αυτά. “Άναυδη κλειδαριά”, λέξεις που θέλουν -προσπάθησαν τόσα χρόνια να ειπωθούν.

Ήρθανε όμως τα ποιήματα, ξορκίσαν το άλαλο, όλα ειπώθηκαν και πάλι εδώ, αφού χτυπήθηκαν γερά μέσα έξω τόσα χρόνια, παραμιλά, σιγομιλά, του ψιθυρίζει, ανακαλεί, αυτός είναι ο αποδέκτης, ο πατέρας, αλλά κι ο άνεμος που του στέλνει τα μηνύματα.

Χρόνια μετά είπε να του μιλήσει για όσα δε θέλησε να εκστομίσει ποτέ, για όσα έκρυψε μες στο σκευοφυλάκιο της δικής του μνήμης. Βρήκανε δρόμο -μονοπάτι μεταθανάτιο- μπήκανε στις αράδες.


Η ΓΟΥΛΙΑ



Δὲν μίλαγες.

πολὺ δὲ περισσότερο

ὅταν γιὰ τὸν ἐμφύλιο

σὲ ρωτοῦσα,


ἔφερνες στὸ στόμα

τὸ μικρὸ φλιτζάνι τοῦ καφέ.

γουλιὰ καὶ δὲν κατέβαινε.


Ξεροκατάπινες. ποτέ

μὰ ποτὲ δὲν ἔμαθα.

κάθε φορά, μὲ τὴν πικρή σου

τὴ ματιά,

κάθε φορά, μὴν ἀπαντῶντας,

-ἀπαντοῦσες.


Χρόνια μετά λευτέρωσε κι αυτός τα λόγια του -αυτόν τον άλυτο κόμπο του χρόνιου πένθους. Γι' αυτό -το νιώθεις- ίπτανται σχεδόν οι λέξεις να τον φτάσουν, οι ώρες είναι μετέωρες, δεν είναι ενύπνιες, είναι εντούτοις οραματικές, όταν τον φέρνει, με όποιον τρόπο μπορεί -τη μνήμη ασφαλώς, όπως στράγγισε μέσα του από παιδί και ύστερα- ενώπιόν του να του μιλήσει, να λυτρώσει κάτι απ' όλα, να βρει επιτέλους ένα μονοπάτι, έστω από μακριά να τον απαντήσει.

Κι ίσως να μη θυμάται, λέει ο πατέρας, αφού οπωσδήποτε κάπου μέσα στους στίχους τον συναντά και του μιλά, ίσως να μη θυμάται


ἐκεῖνα τὰ λόγια

σάν

κουρελάκια

ἀπὸ τοὺς δρόμους

παρμένα

ὅλα τῆς προσμονῆς.


Πού να το 'ξερε, ποτέ δεν έπαψε να θυμάται, να μνημονεύει μέσα του, να ποτίζει αυτές τις μνήμες, τα πρόσωπα-περιστέρια, ποτέ δε σταμάτησε να τους μιλά. Κι ίσως αυτό να 'ναι και το πιο δύσκολο. Το ότι φτερουγίζουν διαρκώς -εξαντλημένα- στο καθ' οδόν του.


ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ



Τὸ πρωί

τὰ ποτίζω


τοὺς δίνω

ἁγίασμα.


Μὴν ἀκοῦς

ὅσα λέγονται.


τοῦτα

τὰ περιστέρια


-χωρίς

συναλλαγή

καμία-


ἐξαντλημένα

τὰ πῆρα


ἀπό' νά

ἄλλο

ποίημα.






ΕΞΟΔΟΣ

Το κοιτώ από το ύφασμα. Τις ραφές, την ξηλωμένη τσέπη, τα μπετζιρόλαδα. Κι ύστερα μες στη μελάνη το βλέπω βυθισμένο, οι μηχανές παίρνουνε φωτιά, ένα ασκηταριό στη Φλώρινα, ταξίδεψε το σακάκι πέρασε τη θάλασσα, φόρεσε τα βουνά, έγινε κι αυτό άλυπο όπως ο πατέρας “'άλυπος τώρα” μίλησε, άρχισε να φυσά, κι ήτανε “αλαφρύς, πρυμιός, άξαφνα ο αγέρας”. Από την άλλη όχθη.

“Είναι όλοι εδώ” είπε ο ποιητής και τους συνάντησε. “Στην εμπασιά της ομορφιάς”. Κι ίσως και να' σπασε το πρόσωπό του σ' έν' αμυδρό χαμόγελο.





Ένα σακάκι φόρεσε αυτή τη φορά και ήρθε. Αφού “Εν ολίγοις” δεν έπαψε να μιλά, αυτός ο “ανθοκόμος” επίγειων και ουράνιων κήπων, κι άλλοτε ενός “τόπου γυμνού” ο εύφλεκτος πεζοπόρος, όπου ένας τον συντροφεύει κι αυτός “χρυσοκότσυφας”, πλάσμα ενός θρύλου, μιας εγκόσμιας ιστορίας ενός μικρού χωραφιού που είναι η ζωή του.

Ένα σακάκι φόρεσε και ήρθε. Ανεπιτήδευτα. Με βήματα στρωτά, σπάει τις σιωπές του και πάλι σιωπώντας, αστεναχτος, σχεδόν συμφιλιωμένος με τον αχωρητο θάνατο επιστρέφει, ίσως γιατί έρχεται και πάλι να σπείρει κάτι, αυτό το μικρό του κάτι να το καταθέσει.

Έρχεται την αγάπη. Θάνατον πατήσασα. Η αγάπη.



ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΔΑΣΗ


Ἐκτάσεις δάση.

σ΄ ἕνα φύλλο χαρτί

-φύλλο σκαμμένο χωράφι-

ἀνοιξιάτικους φύτεψα

σπόρους ἀγάπης.






υ.γ.

Η ποιητική συλλογή “ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ” στοιχειοθετήθηκε με τυπογραφικά στοιχεία στο χέρι (κάσα) με την γραμματοσειρά (απλά 12 στιγμ.) 70 χρόνων, τυπώθηκε στο πιεστήριο ORIGINAN HIEDELBERG σε χαρτί σαμουά σε 200 αντίτυπα εκτός εμπορίου από τον επιστήθιο τυπογράφο του Μίμη Σουλιώτη, Γρηγόρη Αλεξίου, τον Οκτώβρη του 2022 στη Φλώρινα, για τις εκδόσεις αγιάρι που έχουν έδρα τους τη Χίο. 


27-28 Οκτωβρίου 2022




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον