ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

 




Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο” και άλλες ιστορίες


Σταματά κανείς στους “Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο1 του Γιάννη Πατσώνη για πολλούς λόγους. 

Η κάθε ιστορία έχει και τον δικό της λόγο. 

Άρα έχει κανείς τουλάχιστον δέκα λόγους, για να σταματήσει.


Οι “Ανεμοδείκτες” για το απνευστί βύθισμα στην Κωνσταντινούπολη, 

κατά, μετά και πριν τα Σεπτεμβριανά του 1955. 

6 Σεπτεμβρίου και ό,τι απέμεινε από το '22 έπαιρνε ξανά τον δρόμο στην προσφυγιά. 

Η απέλαση χρωματίζεται με μυρωδιές, λαλιές, ανθρώπινες στιγμές μέσα σε χαλασμό, 

τη μνήμη -ποτάμι αχαλίνωτο- μαζί και η νοσταλγία -αφόρητη όταν ανεπιστρεπτί. 

Όλα συμβαίνουν, εξιστορούνται, ασκαρδαμυκτί.


Με την ψυχή μας μόνο φύγαμε, την ψυχή μας φέραμε”


Έλληνες που σε μια νύχτα - “του μαρτυρίου νύχτα”- αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν 

τον τόπο-πατρίδα και να γνωρίσουν την ελλαδική ενδοχώρα, 

μια πατρίδα που την είχαν περίπου ως ιδέα και ιδεατό -όχι όμως χωρίς την “πατρίδα”. 

Τη γνώρισαν μια και καλή, όχι το καλύτερό της πρόσωπο, ποιος μπορεί να το αρνηθεί. 

Αλλά και μπόλιασαν αυτή την πατρίδα με ό,τι κουβάλησαν μαζί τους. 

Αυτό, ασφαλώς, και δε φαινόταν. 

Πώς θα μπορούσε να φανεί η μαγιά των αιώνων, θες Β' Αποικισμό να τον πεις, θες Βυζάντιο. 

Όχι, δε νιώθω υπερβολική.


Η μάνα μου θρήσκα δεν ήταν, που λέτε εσείς εδώ κάτω, πιστή ήταν. Και δεν έλειπαν απ' τα χέρια της η Σύνοψη και το Ιπσάλτιρι, το Ψαλτήρι. Ακόμα θυμάμαι ένα χοντρό βιβλίο που είχε δεμένο με δέρμα σκούρο καφέ, όπου διάβαζε με τη σειρά κεφάλαια από τα Ευαγγέλια: Ματθαίοσουν, Μάρκοσουν, Λουκασήν, Ιωάννησιν. Όταν έκλεινε το βιβλίο εκείνο έλεγε: βε σελαμέτ ολσούν, δηλαδή και ειρήνη μαζί μας να είναι. Ιησούς Χριστόσουν και έκανε το σταυρό της. Αυτά τα βιβλία ήταν γραμμένα με ελληνικά γράμματα σε τούρκικη γλώσσα, τα καραμανλίδικα. Τα φύλλα τους απ' την πολυκαιρία είχαν σταγόνες από κεριά και στάλες απ' τα δάκρυα. Τα βράδια ξύπναγε κι έκανε προσευχές, γιατί έλεγε, “Τότε που δεν πατάν ανθρώπων βήματα στη γη, τα ουράνια είναι ανοιχτά”. Κι ό,τι καλό έκανε, το έφτιαχνε στα κρυφά. “Σεβάπ χαϊρι”, δηλαδή καλοσύνη έκανες; ξέχνα την”.



Σταματά κανείς για την “Έξοδο” και το πέρασμα από το Άγιο Όρος. 

Εκεί όπου μια εγκιβωτισμένη αφήγηση σε κάνει να θες να επιστρέψεις σ' αυτήν, 

σ' αυτό “το χιλιοτρυπημένο κορμί” που τη μαρτυρεί.



Και σε λίγο φτάσαμε σ' ένα ξέφωτο, στο βάθος μια καλύβα, στην περίφραξη ένα κουδουνάκι [...]. Περίεργοι και χασομέρηδες τον ρωτάν άσχετα και παράξενα, λες κι είναι κανένα μαντείο, γι' αυτό αποτραβιέται στο δάσος να προσευχηθεί για αναγκεμένους.

[...]

Βγήκε ένας γεράκος, μ 'έκανε νεύμα να περάσω απ' το πορτάκι στην αυλή. Αντίς καθίσματα είχε κούτσουρα και μια πλάκα μαρμάρινη με κύπελλα, φουντούκια και ξερά λουκούμια. Όρθιος, κράταγε μια βέργα και τη σκάλιζε μ' ένα σουγιά, στα πόδια του τα πριονίδια στοίβα. Με δυσκολία ανάσαινε, χαμηλόφωνα μιλούσε, κοντούλης, με ράσο τριμμένο. Με φώναξε κοντά του: “Α, παιδί, βρε παιδί, πολύ πόνεσες”, είπε, και βγάζοντας ένα ξύλινο σταυρό από το στήθος του, τον πέρασε στο λαιμό μου, χτυπώντας ελαφρά το κεφάλι μου σα να με χάιδευε. “Θεός σχωρέσει”, ψιθύριζε, και κοιτώντας με, με μάτια φωτεινά, διαπεραστικά, δάκρυζε. “Α, παιδί, ο Χριστός χαμένους ψάχνει, κουρασμένους, και σαν τ' αρνάκια τούς κουβαλά στους ώμους του”.

Με οδήγησε στο εκκλησάκι του, αυτός έμεινε όρθιος, στα χέρια του έτρεχε ένα κομποσχοίνι δίχως να ορίζει τι να κάνω...”Δόξα τω Θεώ”, έλεγε. “Εγώ είμαι εδώ για μετάνοια και προσευχή, γράμματα δεν ξέρω, δεν κάνω το δάσκαλο [...]”. Κάθισα σ' ένα στασίδι κι άρχισε να μου μιλά για τη ζωή μου, να μου θυμίζει τα βήματα, τις στάσεις, τις κόντρες, τα παραπατήματά του. Ένας στεναγμός είναι αμέτρητα δάκρυα, τα δάκρυα είναι αμέτρητες λέξεις Ευωδίαζαν όλα εκεί μέσα”.



Σταματάς “Στο καφενείο του σταθμού”, οι αναγκεμένοι σε υποχρεώνουν σε στάση, 

κι έχουν πολλούς οι “Ανεμοδείκτες”. 

Ανθρώπους της διάψευσης, της απογοήτευσης, 

τα πρόσωπα σκιάζουν την αλήθεια των προσώπων που είναι σα να' ναι δίπλα μας. 

Η διπλανή μας πόρτα.


Βρίσκονται και πονετικοί, που κάνουν πως δεν τα βλέπουν όλα, για να μη σε πληγώσουν”


Εδώ εγκιβωτίζεται και μια άλλη, ξεχωριστή, διήγηση. 

Μέσα σ' ένα νοσοκομείο οι πονεμένοι ενώνονται. 

Η παρηγορία είναι αυτή που τους ενώνει. Επιστρατεύεται. 

Το σαλό, το στο περιθώριο της κοσμικής ορθολογιστικής, άτεγκτης πραγματικότητας 

-το σαν αγκαλιά.




Υπάρχει δέντρο που δεν το άγγιξε τσεκούρι;” λέει μια γερόντισσα. “Θα σταθούμε πουλί μ' στα πόδια μας και θ' ανεβούμε μαζί στην Παναγιά την Κλεισούρα, χίλια μέτρα υψόμετρο. Εκεί μένει η γιαγιά-Σοφία, Τσόφα τη λέμε εμείς, πάνω στην κρύα πλακα, δίπλα στο τζάκι, στο έμπα της εκκλησίας. Ένα ξεροκόμματο, αγριόχορτα τρώει, άλουστη, μ' ένα παλιό ρασάκι, κι όμως ευωδιάζει μελισσοκέρι. Παλαλέσσα, για παλαβή την έχουν κάποιοι, όμως και μόνο που σε κοιτά διώχνει το φόβο. Μέχρι και μια αρκούδα ταϊζει με τα χέρια της, Ρούσα τη φωνάζει. Εκεί θα πάμε να την ακούς που λέει: “Γιαβρουμ' έλ' αδά...Η Παναϊα κι θα χαντς΄σας -δε θα σας χάσει!”. Αχ, ας κούρνιαζα κι εγώ σε μια γωνιά και ν' άκουγα, παιδί μου, έλα κοντά μου...”



Σταματά για την “Αρχή της Ινδίκτου” στη Μαξιμιανούπολη, εφτά χιλιόμετρα από την Κομοτηνή,

 στα ερείπια ενός ναού του 11ου αιώνα. 

Εσπερινές δεήσεις, ο προοιμιακός, τα αρχαία ασκηταριά, μια εξιστόρηση του πριν, 

όταν ζωντανεύουν τα ερείπια -για μια στιγμή μονάχα, ένα απόγευμα- 

μέσα σε πλαστικές καρέκλες, που τις ακούς ακόμα και τώρα, 

καθώς τραβιούνται για να μαζευτούν πάλι για την επόμενη χρονιά. 

Τόση αλήθεια -τόσο επαναλαμβανόμενο σκηνικό- από το σήμερά μας μέσα σε μερικές σελίδες. 

Εκεί και οι στίχοι του Γιώργη Λίκου:


Τ' άστρα είναι κεριά

που τα κρατούν οι Αγγέλοι”


Για να' ρθει η “Σκαλωτή” -ίσως και η ωραιότερη ιστορία, αν μιλήσω για μένα, 

μετά τους “Ανεμοδείκτες”. 

Ίσως γιατί δε δίστασε εδώ ο Πατσώνης να αφήσει στη γραφή του να εισχωρήσουν 

οι πιο τρυφερές κουβέντες στην ποντιακή, 

αυτά τα “π'λί μ'”, η “σκοτίδα”, το “πολλά υπομονήν”, το “εσύ εδακά μετ' εμέν”.

 Κι από την άλλη ένας ελεύθερος πλάγιος λόγος, να εισβάλει, 

να ζωντανεύει τόσο εύρυθμα τα όσα λέγονταν, να' χει πανηγύρι η αφήγηση. 

Τι να πεις από την άλλη για τον εσωτερικό μονόλογο.


Ήθελα μήπως τσίπουρο, ήθελα κάνα κονιάκ, ή τσάι απ' το βουνό τους;”


Κι ήταν σα να' χαμε γίνει όλοι μας μια οικογένεια με τη συγχωρεμένη περισσότερο παρούσα απ' όλους μας”


Ναι, εγώ θα κάθομαι σε μιαν ακρούλα, έτσι θα το' λεγε κι η ακριβή μας Φούλα”



Στην έξοδο το “Επισκεπτήριο στο Γεντί Κουλέ” και “Το γιατρικό”

Και τα δυο να λειτουργούν όπως και οι υπόλοιπες ιστορίες, 

θα' λεγε κανείς, ως τα απομεινάρια μιας μέρας, 

όταν ο καμβάς τους είναι απολύτως η ανάγκη να μιληθεί αυτό που επείγεται να μιληθεί. 

Αυτό που θέλει ο Πατσώνης να το γράψει, μη λησμονηθεί για τον ίδιο πρώτα, 

για τους άλλους -εμάς που θα φτάσουμε ως την αυλή του- έπειτα. 

Όσο επώδυνο, όσο δύσκολο, να το φτάσει ως το τέρμα. 

Χαρακτηριστικό, κορυφαίο συνάμα, το "Από Καλλίπολη-Κιζιλί" 

η αρματωσιά της ήττας -πώς αλλιώς κανείς να το πει, κι ας μιλά απλώς για έναν βοσκό, 

πρόσφυγα αυτός και τα πρόβατά του από την Ανατολική Θράκη. Άλλο, άλλα, υπονοεί. \

Όλους εκείνους, του εποικισμού, για όλους αυτούς και την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού. 

Για το ξερίζωμα θέλει να πει. 



Νιώθεις τη γλώσσα να ρέει. 

Την αφήγηση να σε καθηλώνει σε αυτή την αυλή που είπα, να το ακούσεις ως το τέλος, 

με μια γεύση μελαγχολίας κυρίως, πίκρας συχνά, 

ή και αυτού που έγραψε ο ποιητής Ματθαίος Μουντές 

και μπορείς να το πεις ως το υπόστρωμα όλων των ιστοριών, “Η αντοχή των υλικών”.


Το υλικό αντέχει, ελάχιστες οι χαρές και προέρχονται από αυτή την αγάπη που καταλύει τα σύνορα,

ενώνει τα περάσματα και που είναι απρόβλεπτη, ανέλπιστη 

και κυοφορείται μέσα σε αυτή τη δύστοκη και δύσβατη περιοχή της καθημερινότητας.


Υστερόγραφο:


Μέσα σε αυτή την καθημερινότητα δε θα πάψουν να ξεφυτρώνουν σπάνια, 

επαπειλούμενη είδη ανθρώπων, όπως ο άγιος Παϊσιος, που δεν τον ονομάζει ο συγγραφέας, 

ενώ τον φωτογραφίζει με τα λόγια του.




Η αγία Σοφία της Κλεισούρας, η ασκήτρια, να πω η Ποντία; θα το πω γιατί πάει με τα παραπάνω 

-η μόλις ένα μισάωρο, το πολύ, μακριά μας- 

που στην αφήγησή του δεν ήταν ακόμη ανακηρυγμένη αγία, 

αλλά μόνο πολιτογραφήμενη μέσα στις ψυχές εκείνων που τη συναναστρέφονταν.




Όπως μια ψυχή, 96 ετών, η κυρα Κίτσα, Κυριακή Κιοσκερίδου, 

η τελευταία εν ζωή “κόρη” της αγίας Σοφίας, που έφυγε προχτές, 

και έκανε εκατοντάδες ανθρώπους να συγκεντρωθούν γύρω από το λείψανό της. 

Τους ελέησε, μαγείρεψε γι' αυτούς ως τα 93 τουλάχιστον χρόνια της σε συσσίτια 

που οργάνωσε εδώ και είκοσι χρόνια στην Πτολεμαϊδα. 

Ενώ ο “Καλός Σαμαρείτης” που ήταν και το τελευταίο ιδρυτικό του μέλος εν ζωή 

λειτουργεί εδώ και σαράντα χρόνια. 

Πολλοί ωφελήθηκαν. Ο ακριβής αριθμός θα παραμείνει άγνωστος. 

Αθόρυβα, αποτελεσματικά, λιτά. 

Όπως ο ήλιος που βγαίνει και δεν ξέρεις ποιον σκέπασε με τη ζεστασιά του.


Ήταν ένας απλός άνθρωπος αυτή η γυναίκα, 

που έσκυψε -πολύ όμως- από τον πόνο εκατοντάδων ανθρώπων. 

Τόσο πολύ που μαζί με την ψυχή της έσκυβε σιγά-σιγά και το σώμα της.

Και έτσι λίγο, πολύ λίγο, μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι της να σε δει. 

Προσπαθούσε. 

Δεν την άφηνε όμως η αγωνία για τους άλλους. 

Και έτσι απέμεινε να σκύβει. 

Να σκύβει προσευχομένη.

(ομοιάζοντας έτσι τόσο πολύ με την αγία Σοφία)


1Πατσώνης Γιάννης, Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο και άλλες ιστορίες, εκδόσεις Καστανιώτη, 2019

Σχόλια

  1. Εξαιρετικη ανάγνωση. Τελειο ανθολογημα για τον πανάξιο διηγηματογράφο Γιάννη Πατσώνη...
    Και το διακειμενικό ΥΓ σε συνεπικουρία. Για να μην μένει η συγκίνηση χωρίς διάχυση...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. δεν είναι που θεραπεύει ο Πατσώνης το σώμα ως γιατρός που είναι
      είναι που ξέρει να "σκεπάζει" και την ψυχή
      πώς να σωπάσει κανείς τη συγκίνηση
      την ατόφια αφήγηση

      Διαγραφή
  2. Οι Ιστορίες του Γιάννη Πατσώνη είναι ανατριχιαστικά ενδιαφέρουσες . Είναι αγάπη και μνήμη. Και πατρίδα .Είναι στασίδια σε εκκλησία ερημική να ακουμπήσουμε. Μυρίζουνε κερί και βροχή από του "μαρτυρίου τη νύχτα". Ευχαριστώ από μακριά ,από τη Χίο και τον κύριο Πατσώνη και σένα Όλγα .Θερμά σας ευχαριστώ. Χούλης Νίκος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το "στασίδια" είναι από μόνο του ανάγνωση στην ανάγνωση.
      Χάρη σ αυτά, στασίδια -ασκηταρια, παίρνουμε ανάσες.
      Και γύρω να μυρίζει κερί και βροχή. Ναι. Ετσι.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

Εν' αλεξιβρόχιον