μονόξυλο στο ποτάμι


 


Αν ο αφηγητής ήταν ένα δάκρυ στον κανθό του ματιού σου,

δεν θα σε άφηνε ποτέ να κλάψεις.

Γιατί φοβάται τον γκρεμό. Φοβάμαι το θάνατο.


ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗΣ

Μονόξυλο στο ποτάμι, εκδόσεις Πόλις, 2006




ΚΛΑΔΙΑ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ


Απ' έξω η φωτογραφία “κλαδιά” (1965-1969) του Γιάννη Στυλιανού, του αυτοδίδακτου φωτογράφου της Θεσσαλονίκης, που δώρισε το αρχείο του στο Μουσείο Φωτογραφίας λίγο πριν πεθάνει.

Και μέσα κλαδιά γυμνά, οι φωτογραφίες που δεν τραβήχτηκαν, από στιγμές που δεν υπήρξαν. Εδώ, ο Τάσος Χατζητάτσης έχει τον λόγο. Και ο λόγος που επιστρέφω δεύτερη φορά προσπαθώντας να ολοκληρώσω την κατάβαση στο “ποτάμι” με το “μονόξυλό” του, είναι γιατί νιώθω τη λήθη σα σκόνη πηχτή πάνω του, όταν θυμάμαι ακόμα, μια φορά το 2006 που τον είδα στο “Εντευκτήριο”, το σχεδόν ακίνητο πρόσωπό του, το σχεδόν αδύνατο να σπάσει για κάποιον λόγο, το απόκρυφα τρυφερό. Σήμερα που ανακαλώ αυτό το αχνό είδωλο, βλέπω τις ρυτίδες, αυτές “τις ιστορίες στο μέτωπο”, “τις παράλληλες χαρακιές” που τον υποχρέωναν να παραμείνει σιωπηλός, να μη σπάσει σε καμία γλώσσα -ούτε καν όταν αξιώνονται οι άνθρωποι το χαμόγελο ο ένας του άλλου. Μπορεί όμως και να μη θυμάμαι καλά. Άλλωστε, όλα έχουν να κάνουν με το τι θυμάται, κανείς, το πώς το θυμάται, και τι επιμένει να θυμάται από αυτό που δεν έζησε.

Κεφάλαιο πρώτο, “Φωτογραφίες”. Κλείνοντας, όμως, το Μονόξυλο στο ποτάμι διαπιστώνω πως διηγήσεις θέλει να πει, πως είναι οι φωτογραφίες, διηγήσεις. Και οι διηγήσεις -εμβόλιμες, δυσδιάκριτες, αλληγορικές ή και διαυγείς, απαστράπτουσες, οφθαλμοφανείς- είναι φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, θαμπές, σκισμένες, πολυκαιρισμένες, ξεφτισμένες μνήμες, λόγια που δεν ειπώθηκαν, μόνο τα στόματα χάσκουν, χαμογελούν, μειδιούν, ατενίζουν, κοιτούν, αφωνούν. “Σωμάτων φωτογραφίες”.


Πάντα είναι ευχάριστες οι εκδρομές. Παρενθέσεις στην καθημερινότητα. [...] Βραδιές με κρασί, λίγο πριν τη βροχή. Πρωινά πίσω από το τζάμι του ήλιου. Δειλινά που έρχονται στη μνήμη σαν σκυλιά, τα πετροβολάς και αυτά ξαναγυρίζουν.

Μένουν οι φωτογραφίες που με τόσο πάθος τραβήξαμε. Η ακίδα που καρφώνεται στο δέρμα και μαζεύει γύρω της το μαύρο αίμα. Αλλά πιο πολύ λεκιάζουν τη μνήμη τα Σαββατοκύριακα που δεν άφησαν καμία φωτογραφία, κανένα μαρμαρωμένο ίχνος. Κλαδιά χωρίς φύλλα. Κάθονται πάνω τους πουλιά και σχηματίζουν δάση και ονόματα. Καίτη, Μαρία, Ιωάννα, Ελίζα”


Και είναι η γραφή -ο αφηγητής- το πρόσωπο πίσω από το διάφραγμα. Αυτή η σταματημένη ανάσα πριν την αποφασιστική στιγμή. Όπου σιωπάς, προκειμένου να δεις καθαρά και να γράψεις ύστερα αυτό που θα δεις. Τα μάτια βλέπουν γρήγορα, η ψυχή αργεί να δει, λέγει κάπως έτσι στη “Λεοπάρδαλη του χιονιού” ο Tesson.


Τακτοποιώ τη μηχανή. Το βλέμμα πίσω από το στόχαστρο. Ορίζω το χρόνο και το διάφραγμα. Μια ρυτίδα τρέχει, τρελή, στην κατηφόρα. Φωτογραφίες σωμάτων. Τα διαβατήρια σφραγισμένα στα τελωνεία του χρόνου. Δεν ξεχωρίζει η εμπειρία της πραγματικότητας από την ψευδαίσθηση της μυθοπλασίας. Η φαντασία παίζει με κενά, ρωγμές, σκισμένα παραπετάσματα. Κρύβεται η μαρτυρία τού αυτόπτη στα σιωπηλά περιθώρια των σελίδων.

[...]

Στις γωνιές του κειμένου, πίσω από τα φύλλα, προβάλλει ό,τι απέμεινε να σιγοκαίει. Απλώνεται σαν αναθεματισμένο πάθος σε ολόκληρο το σώμα. Βυθιζόμαστε ο ένας μέσα στον άλλον”


ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ


Ο αφηγητής “ανακάλυπτε τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις. Κολλούσαν πάνω στα πράγματα, σαν βρεμένο πουκάμισο”

Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις. Ο τρόπος με τον οποίο διαθλάται στο μάτι η αίσθηση των πραγμάτων. Κάτι μεταξύ αλήθειας και πρισματικής αλήθειας. Ή κάτι που εκφεύγει και αιχμαλωτίζει την ουσία των πραγμάτων.

Δεν είναι ακριβώς μεταφορές. Δεν είναι απλώς παρομοιώσεις. Διηγήσεις χαϊκού, θα μπορούσες να τις πεις. Αρνητικά φωτογραφιών όπου διαγράφεται το βασικό σχήμα. Αυτό που ανακαλεί η μνήμη:


Γυναίκες, λεηλατημένες σαν εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα σε αλάνες”

Κορμιά, πετσιά παρατημένα στο παλιό βυρσοδεψείο”

Μεσόκοποι, αλυσοδεμένοι με σπίτια, αυτοκίνητα, σιωπές, και δίπλα οι γυναίκες μας, ισόβιες συμβίες”

Το ψηλό λελέκι με τις πατερίτσες, πουλί πάνω στη νησίδα, να νιώθει ακόμη ζωντανό, ανυπάκουτο το ακρωτηριασμένο του πόδι”

Η ηδονή δεν ήταν κολύμπι στο ίδιο κύμα που θα τους πήγαινε μακριά, αλλά το λαχάνιασμα μιας συντριβής”

Ένα κλάμα βουβό και ο σπαραγμός στις τεντωμένες φλέβες. Τρομαγμένο ελάφι στον χιονισμένο αυτοκινητόδρομο”

Πώς τελειώνει ο έρωτας; Ξεμακραίνει, ακυβέρνητο αεροπλάνο, και χάνεται”

Και ύστερα το παρακάτω, χωρίς να το ονομάζει. Όμως, μπορείς να το ονομάσεις. Μπορείς και να το ταυτίσεις με το παραπάνω, το ακυβέρνητο αεροπλάνο.

Είναι ένα πράγμα που υπάρχει για μια στιγμή και ύστερα χάνεται. Μια δίνη ξεχασμένη. Εμφανίζεται ξαφνικά μέσα από τα κύματα και αγνοεί τα φώτα των φάρων που προειδοποιούν” .


Οι ιστορίες που έγιναν, ακρωτηριασμοί από αυτά που δεν έγιναν, από την “αγρια κραυγή που δεν τολμήσαμε μέσα στη σιωπή”,


Εκατό δράμια έπαιρνε το μπουκαλάκι. Μια σταλιά λάδι. Αυτό για το καντήλι, για τα παιδιά, για τους αποθαμένους. Ρίχναμε λάδι στα κλειστά μάτια των νεκρών για να ηρεμήσουν από τα πάθη τους. Για όσα πεθύμησαν και δεν απέκτησαν. Φως κάτω από το χώμα. [...] Αντί για κορμί ένα φτωχό προσκυνητάρι να είχα. Ένα φτηνό, φτιαγμένο με σκουριασμένη λαμαρίνα, χωρίς λαδομπογιές και χρώματα, αλλά πάντα γεμάτο το μπουκαλάκι με το λάδι. Να έρχονται οι περαστικοί να ανάβουν το καντήλι για όσα πεθυμήσαμε, για όσα στερηθήκαμε”


ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ


Η μνήμη, τα όσα έγιναν και τα θυμάσαι, “Το θηρίο τανύζεται. Θυμάται”,

Θυμάσαι ό,τι θέλεις να ξεχάσεις και οι λέξεις ιδρωμένες, στικτές πάνω στο δέρμα της παλάμης. Το μήνυμα να ξεκολλά από το σώμα, σαν τον οργανοπαίχτη που αποσπάστηκε από τον κλοιό του πλήθους και χορεύει στον ξέφρενο ρυθμό του οργάνου. Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μια θηλιά, και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμει τη θηλιά.

Mind the gap, μάτια μου”.


Η μνήμη. Το πέρασμα από αυτό που έγινε σε αυτό που δεν έγινε. Ο ακρωτηριασμός παραμένει και στη μια και στην άλλη περίπτωση. Η απόγνωση είναι ίδια. Είτε η λήθη είτε η ανυπαρξία.


Οι αναμνήσεις σαν τηλεφώνημα

τα μεσάνυχτα κομματιάζουν τον ύπνο. Πότέ δεν

είναι για καλό. Τρώγαμε [...], σέρβιραν [...] έπαιζαν [...].

Σου άρεζαν. [....] καθόμασταν ευτυχισμένοι [...].

Αυτές οι μικρές, αδιόρατες

αιμορραγίες που γεμίζουν τις πτυχώσεις του

εγκεφάλου με ζεστό αίμα και ξεραίνουν δυσανάλογα

μεγέλες λίμνες μνήμης. Λίμνες που είχα πειστεί ότι

θα έμεναν αιώνια ακίνητες, χωρίς ένα πετραδάκι να

ταράξει τα νερά τους. Βάλε με πάλι στο παιχνίδι”


Μια απελπισία γεμάτη αξιοπρέπεια μέσα σε κέλυφος στωικό και η αφήγηση να τραμπαλίζεται μπρος πίσω, να σε αγνοεί κάποτε, εσένα τον αναγνώστη, ή να θέλει να σου βάλει δύσκολα, σα να είναι μια παρτίδα σκάκι που στο τέλος εσύ θα κάνεις ματ, αν λάβεις υπ' όψη σου όλες, τις παραμικρές, ελάχιστες κινήσεις, αυτές τις λέξεις.


Τα κρύβω στα πατάρια του υπολογιστήθα πει κάποια στιγμή, όταν ακόμα προσπαθείς εσύ, ο αναγνώστης να στήσεις κάπου τον αφηγητή και αυτός δραπετεύει, λανθάνει, υπεκφεύγει, σου βγάζει τη γλώσσα.

Και την ίδια ώρα να σε παρακαλά, να επεμβαίνει στη ώρα της ανάγνωσής σου, να συμπλέκεται η γραφή με την αφήγηση, να μπερδεύονται ο αφηγητής, ο συγγραφέας, ο αναγνώστης. Τον Χατζή θυμάμαι, και το “Διπλό βιβλίο” του.


Άσε με να κρατώ ανοικτό αυτό το

ξερικό πέρασμα. Να παίζω το ρόλο της Σεχραζάρ

και να σου λέω ιστορίες στο ψηλοτάβανο δωμάτιο,

κερδίζοντας το φως της κάθε ημέρας. Τώρα που

τίποτα δεν έχει ελπίδα”.


Ιστορίες που έχουν και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα,


Δημιουργούσες αλήθειες που δεν είχαν καμία σχέση

με τις μεταστάσεις της πραγματικότητας”


Ιστορίες που είναι κρυψώνες για φαρμακωμένες λέξεις και το δηλητήριο παραμένει,


Κάθισα και άρχισα να γράφω μια

ιστορία αγάπης. Δημιουργούσα κρυψώνες για

φαρμακωμένες λέξεις, έκρυβα μέσα σε

αλλεπάλληλες στρώσεις την πραγματικότητα.

Αλλά φυλακισμένος στα στεγανά της διήγησης,

ξεγελιόμουν. Μέλη δικά μου στις δαγκάνες,

στο ματωμένο δόκανο”.


Που κατορθώνουν όμως να σώσουν, έστω και προσώρας:


Τα πεζά κείμενα του πατέρα αντέστρεφαν την πραγματικότητα και έφτιαχναν μια άλλη, ψευδή, που τον κρατούσε στην επιφάνεια όπως το σωσίβιο τον πνιγμένο”


Ο αφηγητής διεισδύει, μιλά, αποκαλύπτεται, δείχνει -στο τέλος σχεδόν- τον τρόπο του, αν και δεν έπαψε καθ' οδόν να ρίχνει φωτοβολίδες, να σε υποψιάζει:


Ο αφηγητής μένει μόνος και ονειρεύεται τη γραφή. Αντιγράφει συμβάντα. Δέντρα, ανθρώπους, αισθήματα. Την πράσινη σιωπή των δέντρων. Τη σκοτεινή δύναμη των ανθρώπων. Την αγάπη που θέλει να αγαπήσει. Ψάχνει το βάρος, τη μάζα, το σχήμα των λέξεων. Το υλικό των λέξεων με το οποίο θα αναπαραστήσει τα πράγματα, θα τα κάνει να υπάρξουν πέρα από τις πραγματικές τους διαστάσεις. [...]

Ο αφήγητής κτίζει τον κόσμο του με λέξεις. Κατασκευάζει την ανάγνωση. Ο αόριστος θα γίνει ενεστώτας των αντικατοπτρισμών, αλλά ποτέ μέλλοντας. Είναι ένας θεός άχρηστος, δεν μπορεί να κάνει κανένα θαύμα. Ούτε στα ψέματα”


Ο αφηγητής “προσπαθεί να διατηρήσει τη συντροφικότητα που δημιουργείται” από την ανάγνωση ή την προσδοκία του αναγνώστη. Αυτό το


Ένιωσε την αγάπη που ζητούσε να αγαπήσει”


που επαναλαμβάνεται δυο τουλάχιστον φορές, δίνοντας το υπόκωφο -ίσως και το μόνο- τέμπο στο κείμενο.


Η Μαρία σηκώνεται, σβήνει το φως και φεύγει. Ο αφηγητής, ένα με το σκοτάδι. Κανείς δεν βρισκόταν να τον τραβήξει στα φώτα, στα θαύματα. Άδικα τα μάτια του έψαχναν μια χαρακιά με φως. Αυτός ήταν η απώλεια. Η χαρά χαμένη. Δεν ενώνουν οι λέξεις”

Και μόνο η αγάπη μπορούσε να τους σώσει. Να κάνει το θαύμα. Να τους βγάλει στην ακτή”


Αν και βρίσκεται σε μια “επιδεικτική κατήφεια” κρατά άμυνα μέσα σε αυτή την προϋπόθεση, ότι υπάρχει σώμα. Έστω και αν εφευρίσκει κάθε φορά έναν τοίχο, για να αντέχει τα χτυπήματα, αφού -το ξέρει πια- το θαύμα δεν θα γίνει:


Είναι το μόνο που πετυχαίνει. Οι λέξεις βαλσαμωμένες [....]. Το σεντόνι που γλιστρά από το σώμα των λέξεων δεν αποκαλύπτει κανένα κορμί. Ο αφηγητής απευθύνεται σε κάποιον που είναι απών. Αλλά αντέχει την απουσία, τη σκηνοθετεί, την υφίσταται μέχρι το τέλος.

Το παιδί στέκεται μπροστά στον τοίχο. Κτυπά την μπάλα στον τοίχο και αυτή επιστρέφει. Το παιδί βλέπει τον τοίχο, αλλά πιστεύει στην ύπαρξη του άλλου, του απόντος, που με το πόδι του κτύπησε την μπάλα και αυτή επέστρεψε. Ο τοίχος υποκαθιστά την απουσία του άλλου. Το παιχνίδι τελειώνει όταν η μπάλα γίνει κομμάτια από τα γδαρσίματα στον τοίχο”.


Την ίδια ώρα μοιάζει να υποσκάπτει το γεγονός της αφήγησης, ενώ μοιράζεται τη δικαιολογία τουλάχιστον για τον εαυτό του:


Γιατί να διηγηθώ; αναρωτιέται ο αφηγητής. Υπάρχει, όμως, μια στιγμή μετά τη συνουσία, στιγμή ηδονικών εναγκαλισμών χωρίς επιθυμία. Μόνο μια στιγμή. Οι πόθοι, ικανοποιημένοι, έχουν σβήσει. Οι πολύχρωμες φωταψίες των πυροτεχνημάτων έχουν σκορπίσει και ξεπροβάλλουν πάλι στον γυμνό ουρανό τα αστέρια. Μια παραδεισένια στιγμή. [...] Αυτή είναι η στιγμή που διηγιόμαστε ιστορίες για να μας γνωρίσουν οι άλλοι. Η ηδονή της αφήγησης. Η λυτρωτική χαρά χωρίς την ερωτική επιθυμία.


Ερμητικό πεζό, κύκλια αφήγηση, αποσπασματική, ρωγμές, σχισμές όπου αναδύονται σκόρπιες μνήμες, ασύνταχτες, ασυνάρτητες, ασυμβίμαστες, όχι γραμμικές, μικρές αγγελίες, διαφημίσεις, ημερολόγια, εξιστορήσεις, εγκιβωτισμένα κείμενα, λήμματα από λεξικά, αποκόμματα εφημερίδων, παραπομπές, απομνημονεύματα, υστερόγραφα, γράμματα, συνομιλίες καταγεγραμμένες, στίχοι από τη “Γυναίκα” του Σολωμού. Όλα


Η προσφιλής μέθοδος χαρτοκοπτικής, η ενσωμάτωση στη διήγηση αποσπασμάτων από επινοημένα κείμενα”


Εμβόλιμα αποφθέγματα. Συνειρμοί που μπαίνουν ξεκάρφωτα, εντελώς αυθαίρετα, όταν το νιώθεις, κανένας αυθαίρετος και απροσκάλεστος δεν ήρθε. Ίδιο το νήμα από την αρχή. Αυτό το ό,τι απομένει. Ή το πιο δύσκολο. Αν κάτι απομένει. Το ζητούμενο, η αγάπη που ζήτησε να αγαπήσει.


Θα έρθουν κι άλλοι να κατοικήσουν αυτό το σπίτι. Παιδιά θα τρέχουν στις σκάλες. Χαρούμενοι άνθρωποι θα πίνουν κρασί στην αυλή. Εραστές θα φιλιούνται στις κάμαρες, θα φτιάχνουν ιστορίες. Το ποδήλατο, παρατημένο στο μπαλκόνι, θα σκουριάζει στη βροχή. Τους ανθρώπους στις παλιές φωτογραφίες δεν θα τους αναγνωρίζει κανείς. Ούτε και τα πράγματα που έζησαν και δεν πρόφτασαν να υπερασπιστούν”


Αφηγήσεις που συγκρούονται πλαγιομετωπικά μεταξύ τους, που γράφονται ξανά και ξανά, από άλλη οπτική γωνία, επίφαση η αντικειμενικότητα, σπάζοντας έτσι την όποια προσπάθεια αφήγησης της διήγησης. Υπογραμμίζοντας διαρκώς το σχετικό. Το σχετικό του χρόνου, της ζωής, του βλέμματος. Το πεπερασμένο. Τη θνησιγένεια της ίδιας της ανάγνωσης.

Τα πρόσωπα μπερδεύονται, τα βλέμματα το ίδιο, η αλήθεια έχει να κάνει με το βλέμμα που θα υιοθετήσεις και εδώ υπάρχουν πολλές απόπειρες για να ονομάσεις τα πράγματα.

Επεμβαίνει τότε η αλληγορία που χτυπά την ευθεία, την τάξη της γραφής, την ασφάλεια της άμεσης, γρήγορης κατανόησης, τώρα που εδώ όλα πρέπει να γίνουν αργά, να σταθείς, να σκεφτείς, να συνθέσεις τα χάσματα, να περάσεις με ό,τι μπόρεσες απέναντι.

Mind the gap” θα πει. Τώρα το νιώθω. Στο τέλος.


Ο ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ


Ο αφηγητής είναι ένας ταξιδευτής. Απελπιστικά μόνος. Ψάχνει τοίχους, αγκαλιά χωρίς ζητούμενα, ρίχνει λέξεις που γλιστρούν στο ποτάμι. 


Ο αφηγητής περπατά στο δρόμο. Σε ξένη χώρα, σε ξένη πόλη, σε ξένη γλώσσα. Πέφτει μια απαλή βροχή, σαν επιείκεια ή υπομονή”


Βιάζονται οι λέξεις να παφλάσουν ως τη θάλασσα. Να γίνει ενεστώτας ο αόριστος. Να έρθει το φως αυτών που ονειρεύονται ακόμη. Η αγάπη να βρει να αγαπήσει.


The moon, the long river, the canoe to sea.

Ο αφηγητής δεν πίνει συχνά, αλλά τώρα θέλει να το γιορτάσει. Κερνάει μια γύρα όλους τους πελάτες. Οι άγνωστες λέξεις με τις σπασμένες ρίζες γλιστρούσαν μέσα στο κανάλι. Κάτω από το ανδρείο φεγγάρι οι λέξεις του αφηγητή κλεισμένες στην άδεια φιάλη γλιστρούν, σαν μονόξυλο, στο μεγάλο ποτάμι και σκέφτονται τη θάλασσα. Τα ποτάμια βρίσκουν τον πιο σύντομο δρόμο για τη θάλασσα”

Έγιναν όλα παρόντα μέσα στο σκοτάδι της διήγησης. Και ο ενεστώτας ανέτειλε πέρα από την πραγματικότητα”


ΥΓ. 4

Τα τρία πρόσωπα της γραφής είναι όπως τα τρία δάχτυλα του χεριού που το μαχαίρι έκοψε τα άλλα δύο. Τα άλλα δύο ήταν για να ονειρευόμαστε”


ΕΞΟΔΟΣ


Η φωτογραφία -κλαδάκι γυμνό που κρατώ- από όλες του Χατζητάτση, ο γέρος στη Διαγώνιο. Ένα κομμένο δάχτυλο του χεριού.

Μια λήξη και μια έξοδος σε ό,τι ειπώθηκε.


Ο γέρος περπατούσε στο πάνω πεζοδρόμιο. Σκυφτός. Ερχόταν από τη Διαγώνιο. Αγκάλιαζε και κύρτωνε πάνω από τον ασκό της γκάιντας.


Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;

Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;

Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας

ο Νικοτσάρας πολεμάει με τρία βιλαέτια.


Ψηλός, καμπουρωτός και τα χρόνια του λευκά. Το παντελόνι σκούρο, το πουκάμισο καρό. Κρυμμένο το βλέμμα, τυφλό, πίσω από τα μαύρα γυαλιά. Το ένα χέρι του στον αυλό να μαλακώνει τον ήχο και το άλλο να ζητά ελεημοσύνη. Το επιστόμιο στο στόμα, να φουσκώνει τον δερμάτικο ασκό και ύστερα να τον ρυτιδώνει σαν γερασμένο αχαμνό που μυρμηγκιάζει.


Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,

χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι.

Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και την φωτιά βαστούσαν.


Κατέβηκε η φωτιά από τα βουνά, ελιές και στάχυα φύτρωσαν στα πεζοδρόμια και αυτός μόνος του, χωρίς έλεος, να οπισθοχωρεί στον κάμπο, απομεινάρι, κυρτωμένο κοντάρι λευκής σημαίας”.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον