ανάμνηση της Κεφαλής τέλη Οκτώβρη
ένα κείμενο παλιό, αυτό της "Ανάμνησης", δημοσιεύτηκε πρώτη φορά 12 χρόνια πριν,
το απέσυρα, το ανεβάζω ξανά σήμερα -Σάββατο των ψυχών στη Δυτική Μακεδονία-
που διαβάζουμε ίσως λιγότερο, τρέχουμε περισσότερο,
δεν αναπνέουμε με τις αναγκαίες παύσεις
Ανάμνηση της Κεφαλής προτού φύγει ο Οκτώβρης
σκέψεις πάνω στο βιβλίο του Νίκου Μπακόλα, Η Κεφαλή, εκδόσεις Κέδρος, 1994
[μακέτα εξωφύλλου Δημήτρης Καλοκύρης,
βασισμένο πάνω σε λεπτομέρεια του έργου "Παύλος Μελάς" του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ]
ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ
Σ’ εποχές στείρες
Οι θάνατοι
Μάταιοι φαντάζουν των συντρόφων,
Εντούτοις
Ερμηνεύουν τη ζωή μας.
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, Κείμενα μικράς πνοής
Χρόνια τώρα στο ράφι με τα διαβασμένα, μπλεγμένα μαζί τους και η αδιάβαστη «Κεφαλή» του Νίκου Μπακόλα. Κάθε Οκτώβρη την ανέσυρες, στην ίδια σελίδα τη σταματούσες. Δεν προχωρούσε. Έξι τόσα χρόνια και δεν προχωρούσε. Φέτος την πήρες και πάλι στα χέρια σου.
Η «Κεφαλή» δεν είναι παρά η τραγική φιγούρα της αποκομμένης κεφαλής του Παύλου Μελά που είχε τη δική της καθημαγμένη πορεία και ανεξάρτητα από το σώμα της. Τη δική της διαδρομή ως τη στιγμή που θα αναπαυτεί ασφαλής εντός του χώματος, αποκομμένη βέβαια, μα ασφαλής, περιγράφει η αφήγηση τούτη, που στηρίζεται σε ένα εύρημα του Μπακόλα. την ύπαρξη ενός πλασματικού εγκιβωτισμένου κειμένου, που είναι το χειρόγραφο του Κωνσταντίνου. Κωνσταντίνος, κείνος που απέκοψε την Κεφαλή, προκειμένου να τη σώσει. Σ’ ένα παλιό τετράδιο και σε ένα παλιό υπόγειο και σε μια καταπακτή φυλάχτηκε και από κει ανασύρθηκε «η μαρτυρία του Κωνσταντίνου» του 1910, όπου ιστορείται η περιπλάνηση της Κεφαλής.
ΤΟ ΑΙΜΑ
Οι χρόνοι και οι τόποι περιπλέκονται, όσο περιπλεγμένοι είναι οι χρόνοι και οι τόποι του καθενός μας. Από τη μια το παρόν της γραφής, που είναι ήδη παρελθόν, γιατί ο χρόνος είναι πάντα μετά. Το τώρα δεν υπάρχει. Το τώρα είναι ήδη μετά. Και έτσι η μνήμη αναδεικνύεται κραταιή και ως έκτη αίσθηση. Χρόνος άλλος, ο χρόνος της πορείας του Κωνσταντίνου, χρόνος πάλι μετά.
Τόπος ένας, η ζωή του ίδιου του Κωνσταντίνου, μες στα βουνά της Πιπιλίστας και στο Μπλάτσι, μα και στον κάμπο του Σισανίου, με την κρυφή Βασιλική. Τόπος άλλος, η νυχτερινή πορεία προς τη Στάτιστα, το σημερινό χωριό Μελάς, για να σώσει το σώμα του Παύλου και την ταυτότητά του. Προς τα Κορέστεια και μέσα από τα μουλιασμένα χώματά τους. Από τότε και έως σήμερα, λες και ο τόπος τούτος έτσι απέμεινε. Καταδικασμένος να’ ναι νωπός και ρέων και πηχτός και κόκκινος. Κόκκινα τα σπίτια προς τα σύνορα, κόκκινα σαν το αίμα και σαν τη λάσπη κόκκινα που τα αρμολογεί. Και έτσι τον διέσχισε ο Κωνσταντίνος, τρέχοντας μες στο δάσος, απάνω του βροχή, ακατάπαυτη βροχή, σαν αυτή που νότιζε τα γράμματα του Παύλου, και δεν έπαψε να σκέφτεται το μουσκεμένο σώμα που τον καλούσε, μες απ’ τα αίματα και τον καλούσε,
«αίματα που δεν ξεχνάω ότι φωνάζουνε, δεν τα λησμονεί κανείς, ούτε κι αυτή η φύση, γιατί εκείνα μένουν ολοζώντανα, ρέουν ασταμάτητα και την ποτίζουν, την κρατούνε σε εγρήγορση».
«γράφτηκε πως πλέουμε όλοι στο αίμα, στο δικό μας και στων αλλωνών, που φωνάζει μεσ’ από τα ρούχα μας κι από τα χώματα».
Κι από το αίμα να ξεφύγεις δεν μπορείς.
Τα αίματα τούτα «μπορεί να’ ναι το αίμα του Χριστού και των Μαρτύρων, που μερικούς τούς γνώρισα, και κάθισα και δείπνησα μαζί τους και κουβέντιασα», γράφει ο Κωνσταντίνος, και οι μάρτυρες τούτοι δεν ήταν παρά οι σύντροφοί του μες στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας και ο καπετάνιος του, όλοι εν ζωή με φωτοστέφανα αγίων.
«Εκείνοι μέσα στο χρόνο τους
Ζήσανε τον προορισμό τους
Έδωσαν το αίμα τους αλόγιστα προορισμένοι,
Για πρώτη φορά τα υποκείμενα
Κέρδιζαν το χρόνο
Όριζαν τον αέρα της μίζερης ζωής τους,
Ζούσαν
Την αλληλεγγύη της συντροφικότητας»
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, Κείμενα μικράς πνοής
Η ΠΟΡΕΙΑ
Πορεύεται ο Κωνσταντίνος εντός του δάσους, εντός της νύχτας, σαν ίσκιος πορεύεται,
«βυθίζεται στα δέντρα, που είναι ένας κόσμος ίσκιοι ασάλευτοι», «σύντροφοι της νύχτας, ξυλιασμένοι κι άλαλοι».
Σκύβουμε κι εμείς μαζί του και μας συμπαρασύρει στη νύχτα τούτη την ασέληνη, μαζί του προσκυνούμε τη γη που προσκυνά,
μια «γη υγρή, μονίμως καλυμμένη πιο πολύ με φύλλα και αθόρυβες ανάσες».
Πορεύεται «σχεδόν ημιθανής κατά το μέρος της ψυχής, ωστόσο, η ψυχή δεν χάνεται, δια παντός κι απ’ όλους, ευτυχώς», πορεύεται μες σε «πηγές μυστικές» και γύρω του «φωνές δέντρων», τον καλούν, του μιλούν και η πορεία του, αν και μοναχική, μοναχική δεν ήταν, γιατί τους είχε παραστάτες και συνοδοιπόρους της αγωνίας του και της απόλυτης μοναξιάς του.
Τρέχει και ορμά να φτάσει στο κοιμισμένο χωριό, αχάραγα, και να ξεθάψει το σώμα και να το κρύψει αλλού και ασφαλές να είναι, προχωρά και τη ζωή του αψηφά και ξέπνοος κι από πάνω του «ουρανός καπλαντισμένος δίχως αστέρια», ουρανός ασήκωτος, που νομίζει πως, «όπου να’ ναι, θ’ ακουμπήσει στο κεφάλι του». Τρέχει ξανά, μα κοντοστέκεται και στα δέντρα ακουμπά να στηριχτεί κι «ακριβώς εκείνη τη στιγμή αισθάνομαι», γράφει,
«το δέντρο να δακρύζει επάνω μου κι ύστερα πιάνει και κλαίει συνέχεια, το ίδιο και τα άλλα δέντρα, κι αφουγκράζομαι κι οσμίζομαι το γύρω χώμα και τα χόρτα ν’ αποδέχονται τα δάκρυα, που πυκνώνουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Και μ’ ευφραίνουν. Και αρχίζει μια βροχή που ρέει ασταμάτητα από τον ουρανό στα δέντρα κι από κει στο τρίχινο καλπάκι μου, στην κεφαλή μου, στα μάτια, στο μυαλό μου και στο αίμα μου και τριγύρω και πιο πέρα, στα χορτάρια και στην πέριξ γη, σίγουρα στα μονοπάτια και στον κόσμο όλο, όπου σβήνονται τα ίχνη, οι πατημασιές. Μοιάζει να μας δένει όλους κι όλα σ’ ένα δίχτυ, που μπορεί να μας παιδεύει, αλλά και μας προστατεύει, ειδικά εμένα, με το παραπέτασμα και τη βουή του».
Ειδικά εμένα, γράφει ο Κωνσταντίνος, αυτός που βλέπει το δίχτυ τούτο μες στην παραζάλη του και τα δάκρυά του σαν μια «εικόνα θεία, θείας πρόνοιας, άγια σύνθεση στην καταχνιά, που μ’ έχει περιζώσει πλέον και τρυπώνει μέσα μου, στα ρουθούνια και στα μάτια, κι από κει στα σωθικά μου, όλο πιο βαθιά».
Με το δισάκι της δικής του αλήθειας και του δικού του τρόπου πορεύεται, «ίσκιος μες στους ίσκιους, μ’ έναν κόσμο πέπλους γύρω του», ένα κόσμο θολό και ξάστερο την ίδια ώρα, που τον φυλά, όσο κι αν τον δυσκολεύει. Οι ίσκιοι τούτοι, πέπλος αποδεικνύονται, παραπέτασμα της σωτηρίας. Και κάποτε φτάνει στον «καθαγιασμένο τόπο» και γύρω του αισθάνεται ξανά τη «γη υγρή, σαν ζωντανή και ρέουσα». Και το «πρόσωπο μουσκεύεται από τα δάκρυα που τρέχουν ασταμάτητα και ανεξέλεγκτα από τα μάτια» και τα δάκρυα τούτα, «τα μάγουλα της άπνοης κεφαλής» μούσκεψαν και «τις ρίζες των ματιών της κι όλο το πρόσωπο». Και είναι σα να κλαίνε μαζί, σε μια υπερβατική ένωση της χώρας των ζώντων και των νεκρών, που μόνο εντός του πένθους γίνεται.
Τότε άλλοι ίσκιοι τον πλησιάζουν, ίσκιοι ζωντανοί τούτη τη φορά, που του παραστέκονται, των γυναικών οι ίσκιοι, που, σαν τις μυροφόρες την εκταφή παραστέκουν και τον ίδιο παραστέκουν κι έπειτα χάνονται, όπως και ήρθαν, ίσκιοι, που πήραν μορφή μαυροντυμένη μες στο χάραμα. Και κείνος, εκεί και κατά τον αυγερινό, στο δάσος πάλι εισορμά, μα τούτη τη φορά με το δισάκι της Κεφαλής απάνω του κι ας ήταν «αποκοτιά» κι ας ήταν ίσως «ύβρις». Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Να αποκόψει την Κεφαλή και να κρύψει ξανά το σώμα, μπρος στον ίδιο κίνδυνο που έφερε το θάνατο του Παύλου. Και ορμά ξανά μες στο ίδιο σκηνικό, μα τώρα
«νιώθω κάτι ν’ αναδεύει στην καρδιά μου και αναρωτιέμαι αν αυτό που ρέει μέσα μου, που με διαποτίζει ή με πνίγει, είναι λιβάνι κι αίμα, προσευχή του αποθανόντος ή κι εκείνου ίσως που δεν έχει τελευτήσει, αλλ’ ακροβατεί στα σύνορα του άλλου κόσμου εν αγνοία του, ή, σωστότερα, εν αγνοία μου, και στερήθηκε την κεφαλή του κι επομένως και τα δάκρυα».
Ορμά και τρέχει και μες σε κείνη τη μέρα, μα και τη νύχτα που ακολούθησε, νύχτα-μέρα, μεταίχμιο και μεταξύ ζωής και θανάτου, «φθάνεις, έτσι, κάποια ώρα» σκέφτεται
«στο συμπέρασμα ότι σε όλα κατοικεί ο Πανταχού Παρών, με άλλα λόγια στα αστέρια και στη θάλασσα και μέσα μας ή στο χορταράκι και στο χώμα, στη βροχή που με παιδεύει και στην τρίχινη την κάπα μου ακόμη, σίγουρα στην άγια κεφαλή του Παύλου».
«Πλήθος ψιθυρίσματα του δάσους», υπόγειες φωνές. Εκεί που χάθηκε, εκεί που χανόταν μες στο δάσος και μες στις αισθήσεις του χανόταν, ερημοκλήσι βρήκε και εισήλθε. Και εκεί ένιωσε την «απέραντη ευφροσύνη» και μια «ολόγλυκη νάρκη», που δεν μπορεί να πείσει κανένα, παρά είναι απολύτως προσωπική όσο και ο θάνατος ή η γέννηση. Και εκεί, «δε βλέπω πια», γράφει,
«δε νοιάζομαι, αφού έχει πληρωθεί η ψυχή μου, πλημμυράει. Και κει πάνω λύνονται τα οράματα, καταλαβαίνω ότι συλλαβίζω, πως προσεύχομαι και λέω αυτόματα και το ακούω, είναι η δική μου η φωνή που αντηχεί, «Χριστέ μου, σώσε με, σώσε την κεφαλή και την ψυχή μου». Γιατί και η ψυχή μας είν’ ευάλωτη».
«Είναι πολλές φορές που νιώθω σαν να στέκομαι μπροστά σε μια θύρα σιδερένια», γράφει ο Κωνσταντίνος και ο λόγος του γίνεται απροσδόκητα άμεσα πολιτικός. Μια θύρα,
«όχι με κάγκελα ή με στολίδια ή με λουλούδια ίσως πίσω της και δέντρα, παρά μπροστά σ’ ένα πελώριο πράμα αδιαπέραστο, που ούτε βλέπεις πέρα του ούτε ακούς, ούτε καν μυρίζεις οτιδήποτε. Έτσι, κουμπώνουμαι κάθε που μου μιλάνε για πολιτική, για κείνα που ίσως συζητούνε ο δεσπότης, αξιωματικοί ή δάσκαλοι, όλοι αυτοί οι κύριοι που έχουν μαζευτεί εδώ, γιατροί, αφεντικά (μα ποιος τους βλέπει, σε ποιον μιλούν, με ποιαν αιτία, κάθε πότε;) και φθάνουν σε μας μόνο μισόλογα, σχεδόν ακατανόητα, […] εντελώς τυχαία».
Έρχεται πάλι ο λόγος του να μας παραμυθήσει, όταν δείχνει το μονοπάτι προς την ενδοχώρα ή προς την ύπαιθρο χώρα.
«Εμένα ο κόσμος όλος, ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, είναι, εκτός από τις μάχες κι από τα κυνηγητά, η ανοιχτωσιά, το δάσος, το καμένο χωραφάκι, ένα λιβάδι με ταπεινά κρινάκια, τίποτα μαντριά φτωχά και ρημαγμένα, όπου εκεί μπορείς να μιλάς ελεύθερα με τον άνεμο και με τον ουρανό, πασχίζεις να τον διαβάσεις νύχτα, τα σκαλίδια με τ’ αστέρια, ή ν’ αφουγκραστείς νεροποντή, καρπούς που πέφτουν άνωθεν, καμιά φορά και το μεγάλωμα του χόρτου, ένα τρίξιμο μέσα στη γη -τόση μοναξιά, τόση γαλήνη. Τίποτ’ άλλο».
Τιποτ’ άλλο. Και τούτα τα λόγια του Κωνσταντίνου χτίζουν και τα επόμενα, «άρα, υπάρχει ένας κόσμος έξω, μια θεόρατη αδιαπέραστη θύρα στο ενδιάμεσο, κι ένας κόσμος μέσα». Και ο μέσα κόσμος είναι αυτός που προβάλλει αντιστάσεις στον έξω κόσμο. Και όλη τούτη η πορεία του Κωνσταντίνου, οι δυο νύχτες και η μια μέρα, την τριήμερη παραμονή του Χριστού θυμίζει εντός του τάφου.
ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ ΣΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ
Οκτώβρης ήταν σαν έπεσε ο Παύλος και Οκτώβρης είναι και έρχεται το τέλος της μαρτυρίας και τέλος είναι η ταφή κι έπειτα ένα κίτρινο λουλούδι από τα πρωινά αγριολούλουδα, για να στολίσει την αναπαυμένη Κεφαλή που αντάμωσε πια το Θεό της.
Τ’ αγριολούλουδο τούτο με πάει χρόνια πριν σε ένα πρωινό στην Αθήνα, όταν το χιόνι έπεφτε και τον ηλεκτρικό πήρα προς την Κηφισιά. Εκεί, στο σπίτι της Π.Σ.Δέλτα, όπου φυλάσσεται ως σήμερα το αρχείο του Παύλου Μελά. Φάκελοι τρεις με γράμματα και εντολές και σημειώσεις που ανοίχτηκαν και τα δάχτυλα έψαυαν την αλλοτινή μορφή που είχε χαθεί και κοντοστέκονταν στον ευγενή γραφικό χαρακτήρα και σταματούσαν στη σωριασμένη μελάνη της τελείας. Κι έπειτα η αφή βρήκε εμπόδιο και ήταν τ’ αγριολούλουδα του τόπου, που φώλιασαν μες στις σωσμένες επιστολές, να συνεχίζουν τη δική τους ζωή, πέραν των ανθρώπων, τ’ αγριολούλουδα που έστελνε στη Ναταλία, ενθύμιο μονάκριβο της γης που πατούμε εμείς σήμερα.
Αυτά τα αγριολούλουδα του Νίκου Μπακόλα και τα άλλα του Παύλου συναντήθηκαν και ήταν ανάγκη πάσα να αντιγραφούν. Ανάγκη να μοιραστούν και σαν τα μουσκεμένα χρυσάνθεμα της αυλής τα πέταλά τους να φυγαδεύσουμε στον άνεμο. Ή μες στη βροχή των φύλλων, φύλλα κι αυτά να γίνουν και μέσα στην πτώση τους να βρεχόμαστε, φιγούρες απλές και καθημερινές που είμαστε.
Γιατί, για να σωθούμε, συνεχίζουμε ακόμα να διαβάζουμε. Και γράφουμε για ακριβώς τον ίδιο λόγο. Για να μπλοκάρουμε την καθημερινότητα. Ή για να σκάψουμε ένα λαγούμι προς τον ουρανό. Και λοιπόν;
«Λοιπόν, συμμαζωχτείτε
Αυτοί δώσανε το αίμα τους,
Εμείς μόλις λίγες λέξεις
Κι αυτές απερίσκεπτα».
Και λοιπόν;
«Αυτοί σπατάλησαν το κόκκινο αίμα τους
Εμείς ξοδεύουμε τώρα κόκκινη μελάνη»,
μας συμμαζεύει ο Μάρκογλου και τις δυο φορές.
Ωστόσο, κατά πώς το έγραφε ο Claudel:
«[…] τι είναι η πέννα, κάτι παρόμοιο με το ρυθμό
πάνω σε ρολόγι ηλιακό;
Παρά η μυτερή άκρη της ανθρώπινης σκιάς μας,
που περιφέρεται πάνω στο λευκό χαρτί».
Κλωντέλ Πωλ, Πέντε μεγάλες Ωδές και ένας Ύμνος για να χαιρετίσουμε τον καινούργιο αιώνα (μτφρ.Μ.Σ.Ζουμπούλη), Ίκαρος 2000
Έτσι και εμείς, μες στις ψευδαισθήσεις μας ή την επίγεια έκστασή μας, περιφερόμαστε κάποτε,
ωσάν δερβίσηδες, πάνω και μέσα στο λευκό χαρτί.
Γύρους κάνοντας ομόκεντρους γύρω από την αλήθεια ή το Θεό.
Όλγα Ντέλλα
Οκτώβριος 2010
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑὐγούστου 5 [1905]
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποιος ρώτησε ἕνα κοριτσάκι στήν Μακεδονία· «Ποιός εἶνε ὁ Βασιλεύς τῶν Ἑλλήνων;» Καί ἐκεῖνο ἀποκρίθηκε χωρίς δισταγμό· «Ὁ Παῦλος Μελᾶς».
Ίων Δραγούμης (στα α δ η μ ο σ ί ε υ τ α ημερολόγια του και στο "Μαρτύρων και ηρώων αίμα")
Εύγε για το λαμπρό και μυσταγωγικό σου κείμενο αγαπητή Όλγα.
Σ ευχαριστούμε, Νώντα, για τον Ίωνα εδώ σήμερα. Θα ήταν παράλειψη να μην υπάρχει μνεία του μέσα στην επίσκεψη των παραπάνω ονομάτων
Διαγραφή