ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΕΙΝΑΙ ΝΩΠΑ ΑΚΟΜΗ για “ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ” του Νίκου Χούλη εκδοσείς αγιάρι, Οκτώβρης 2022 Το κοιτάς από το ύφασμα. Τα σκόρπια χειρόγραφα. Και τ' άλλα, τα σκισμένα, τα πεταμένα χειρόγραφα. Το κοιτώ από τις λέξεις, τις άραφες ραφές, όταν αρχίζουν ύστερα και πέφτουν τα γαζιά, από εκεί που ξεθώριασε κι εκεί που ο λεκές πονάει ακόμη. Ακόμη. Πάνω σε αυτό το ακόμη βυθίστηκε το χαρτί, σε αυτό το ακόμη έριξε το τύμπανο του πιεστηρίου τα ποιήματα, το ακόμη -αυτό το πηχτό σώμα μελάνης. Το κοιτώ, είπα να του μιλήσω τώρα κι εγώ. Τώρα που ήρθε η ώρα . και σκέπασε ο ποιητής με λέξεις τη χρόνια απουσία, τις ρίζες που δεν αναδεύονται εύκολα, αυτά τα ξεσκλίδια μνήμης που μένουν αιχμηρά και τρυπούν το ενδοκάρδιο. Ήρθε η ώρα να ρίξει πάνω τους αυτό το σακάκι. Να μην κρυώνουν πια. Να χαλαρώσει και για τον ίδιο αυτός ο κόμπος, να μιληθεί το αμίλητο νερό, να φανερωθούν -ως ανακάλεμα- τα πρόσωπα, να απαγκιάσουν. τίποτα δὲν θὰ φοβηθῶ . πὼς ἔφτασε -μοῦ φάνηκε- τοῦ κόμπου πού
αυτό το ποίημα είναι ένα μακρινό ταξίδι. αυτό το μακρινό ταξίδι είναι ένα μισό πιθάρι. το μισό πιθάρι είναι μακρινό ταξίδι. κι αυτό το λένε πατρίδα. ΜΑΡΟΥΛΑ 17 Νοεμβρίου 2020 Η νοητική αναπηρία είναι μονάχα δυο λέξεις. Το θαύμα της μοναδικότητας -ένα υπεράριθμο χρωμόσωμα απλώς- είναι απερίφραστο. Ένα παιδί μιλάει. Δεν μιλάει πάντα. Όταν, όμως, μιλά, ο κόσμος γίνεται ένα ποίημα. Από αυτά τα άγραφα ποιήματα. Που υπαγόρευαν την καταγραφή τους. Αυτό το παιδί τα τραβά με το χεράκι του στη γη και έτσι -μέσα από τα δικά του μάτια- σαρκώνονται. Αυτή είναι η προϊστορία αυτού του "σώματος" που κρατήθηκε σε τετράδια σκόρπια αυτά τα χρόνια. Τώρα μοιράζεται Για να δει κανείς αλλιώς . πως η έρημος μπορεί να φαίνεται θάλασσα ή πως ο άμμος μπορεί να μοιάζει με χιόνι. Ή απλά πως όμορφος γίνεται κανείς άμα αγαπά. Είσαι ωραία; Τι σημαίνει ωραία; Να αγαπάς . Η Μαρία Βλαχοδήμου γ εννήθηκε το 2003 και πολύ γρήγορα διαγνώστηκε με μια ε
“ το δικό μας Αίπος” δυο λόγια πάνω στην ομώνυμη έκθεση φωτογραφίας του Νίκου Χούλη οδός Ομήρου, Πιτυός, Βόρεια Χίος, 30 Ιουλίου -1 Αυγούστου 2021 Δες! Δες, καλή μου! Είναι ακριβώς μπροστά σου όλα, ολοφάνερα. Μπορείς να δεις ΣΟΦΟΚΛΗΣ Χρόνια ανεβαίνει αυτός ο άνθρωπος -ποιητής είναι- ανεβαίνει κατεβαίνει σκαρφαλώνει βυθίζεται χάνεται -πηγάδια σπηλαιοβάραθρα αλώνια μάντρες ξεροτρόχαλα ο Άη Γιώργης οι δρύδες το Ρημόκαστρο οι αστιφίδες οι ατσιδόπετρες τα κρινάκια τα δέντρα αθρώποι-δέντρα η Σταυρινή ο Αντωνάκης ο Γιάννης ο Αργύρης ο Χρήστος ο Μάρκος η θάλασσα πάντα η θάλασσα όριο όρος η θάλασσα το όριο που' ναι το Αίπος όταν το Αίπος από μόνο του είναι νησί άγονη γραμμή βραχονησίδα σώμα που άγιασε μες στη σιωπή (το βεβαιώνει κι ο Άνεμος, κάτοικος μόνος, πέρασμα, γέφυρα ο άνεμος, φεύγει, κατεβαίνει ανταμώνει εκείνη που' ναι η θάλασσα, της φέρνει μηνύματα την κάνει να ριγά κουβαλά όλα όσα του' δωσε εκείνος που' ναι ναός “ Ναός το Αίπος, ναός μες στ
Η Επίσκεψη Η Φλούδω ήταν μια γυναίκα της εξοχής. Όλη τη ζωή της την πέρασε στα χωράφια με τα φυτά. Πότιζε, φύτευε, έσκαβε τη γη. Μιλούσε με τα φρέσκα φύλλα, εμπιστευόταν το σπόρο στο χώμα. Έκοβε τους καρπούς και έλεγε στα δέντρα: “Ευχαριστώ, ευχαριστώ”. Ήταν χαρούμενη. Ζούσε τα θαυμαστά της φύσης: δέντρα γερά, άκαμπτα, δέντρα ευλύγιστα στον άνεμο. Μυρωδιές, γεύσεις πολλές από μυριστικά και βότανα. Και ανάμεσα στα φυτά, ζώα, μικρά και μεγάλα. Έντομα, παράσιτα, ερπετά. Με όλα συμφιλιώθηκε, σε όλα επέτρεψε να μπουν στη ζωή της με νόημα και αξία. Τα χρόνια τής έδωσαν χαρές παράξενες. Ακριβά μυστικά. Πολύτιμες σημασίες. Και αυτή τις μάζευε, πολύχρωμες καραμέλες, τις έκλεινε σε βαζάκια γυάλινα στα ράφια της κουζίνας της και έπαιρνε από αυτά νοστιμιές και γλύκαινε τα χρόνια της, με αλήθειες και γαλήνη. Μεγάλωσε σιγά σιγά. Γέρασε γλυκά, όμορφα. Ανήμπορη πια, όπως είναι φυσικό, έμεινε στο κρεβάτι. Και τότε, ένα πρωί, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού της και ήρθαν και στάθηκαν δίπλα της δυο δέ
Συναντήθηκα με την παρακάτω μαρτυρία στις 14.10.1992. Ο κύριος Θεόδωρος Κωνσταντινίδης ήταν τότε 73 ετών και η συνέντευξη δόθηκε στο ραφείο του [Ιασωνίδου 23, Σούρμενα Αττικής] -έραβε παραδοσιακές στολές του Πόντου. Είχαμε πάει ένα απόγευμα με τον πατέρα μου. Στα πλαίσια του μαθήματος “Ποντιακός Ελληνισμός” με καθηγητή τον Κωνσταντίνο Φωτιάδη στο Α.Π.Θ., ήταν να συλλέξουμε μαρτυρίες -να διασωθεί ό,τι ακόμα μπορούσε από την πρώτη γενιά. Μέσα στα λόγια του κυρίου Θεόδωρου υπήρχε το παρακάτω γεγονός, το οποίο συνέβη στη Δράμα. Μετά την καταγραφή και αφού κατέθεσα τη μαρτυρία, τον επισκέφτηκε ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης. Τον άκουσε πάλι να το αφηγείται. Έκτοτε ο κύριος Φωτιάδης το αναφέρει σε ομιλίες του -σχεδόν πάντα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ερχόντουσαν και του το επιβεβαίωναν διαφορετικές πηγές μετά το τέλος των ομιλιών -άνθρωποι που το' χαν ζήσει μικρά παιδιά στη Δράμα. Η υπογράμμιση της διασταύρωσης γίνεται γιατί η μαρτυρία έχει αναπαραχθεί πολλές φορές στο διαδίκτυο -και μέ
ΕΙΜΑΣΤΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ή ΤΑ ΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ «Σκεπής» Τελειώνοντας τη «Σκεπή» του Πέτρου Κουτσιαμπασάκου τρεις μήνες σχεδόν πριν. Και να μην έχει ακόμα γαληνέψει στα ράφια των αναγνωσμάτων που έχουν μέσα μου αναπαυτεί. Κάθε λίγο και λιγάκι να επιστρέφει στη σκέψη. Σαν ένα κομμάτι που εκκρεμεί ατακτοποίητο. Ανοικονόμητη, προσδοκώσα, με μια επίμονη αναμονή να μιληθεί. Και τότε αρχίζει ο δικός μου δρόμος προς την επιστροφή σε αυτήν. «Η Σκεπή» είναι μία δέσμη διηγημάτων. Το καθένα υπάρχει ως λυρικός -γήινος πολύ γήινος- αναβαθμός, ένα σκαλί που ανεβάζει, οδυνηρά κάποτε -λυτρωτικά- στο επόμενο. Σταματάς για ώρα, μπορεί και μέρες, στο κάθε ένα από αυτά. Ως να στραγγίξει η αιφνίδια αίσθηση, ως να κατακάτσει η πάλλουσα, ανόθευτη, ανάγνωση. Μια σπάνια ανάγνωση, μετρημένη, χαμηλών νεφώσεων διάγνωση. Συχνά το ακούς, δεν το διαβάζεις απλώς, το ακούς να σου το διαβάζει ο ίδιος. Γίνεσαι ο Απέναντι στο ομώνυμο διήγημα, να ακούς, και γύρω να λυσσομανά ο πόλεμος ο επιστήθιος της κάθε μέρας: «Η φωνή της μ
ήταν μια φορά κι έναν καιρό η ροδιά. σ' ένα νησί του Αιγαίου. απέναντι απ' τα μαβιά βουνά. τα μπουγάζια της Ανατολής. λικνιζόταν μες στο μελτέμι. ήταν ένα κορίτσι. μεγάλωσε το κορίτσι. κι ήρθε έπειτα το παλληκάρι με το κίτρινο μαντήλι στο λαιμό. από απέναντι. κι ανταριαστήκαν. έπεσε ομίχλη. χάθηκαν. τότε εκείνη ξεκίνησε να τον βρει. γιατί ήταν κατά βάθος κόρη της ροδιάς και το' λεγε η καρδιά της. ήρθαν κοντά της γλαράκια και τ' άγρια του δάσους κι ό,τι φοβόταν. ήρθαν κοντά της και τη συντροφέψαν. κι αυτή τη φορά, σ' αυτό το ταξίδι, ήρθαν κοντά της παιδιά. πολλά παιδιά. χαριτωμένες ψυχές. ήρθαν ο Χριστόδουλος και ο Γιώργος, η Αλίκη, η Ράνια, η Αφροδίτη, ήρθε η Μαίρη, η Μαρούλα, η Μαρία, η Ελένη, ήρθαν η Κωνσταντίνα, ο Λεωνίδας, η Μαριάνθη, η Σοφία, η Χριστίνα, η Αναστασία. ήρθαν κι άλλοι, απόμακρα, μαζί με τις γυναίκες τις βρύσης, η κυρία Βίκυ, η κυρία Δώρα, η Όλγα, η Σταυρούλα ήρθε η κυρία Ιωάννα, η Ελένη, η Μάγδα, η Νίκη. ήρθε ο κύριος Νίκος και μετέφρασε όλο τ
Τι είν' η πατρίδα μας ή “Γαίας ατίμωσις” 1 “ Η εποχή μας είναι τόσο φτωχιά που είναι πρέπον να σκύψουμε και να μαζέψουμε και τα τελευταία ψιχουλάκια που σ' αυτά πάνω ζει το Σχήμα” 2 ΠΙΚΙΩΝΗΣ Το ερώτημα μετεωρίζεται μέσα στα 200 χρόνια από την Επανάσταση και την Απελευθέρωση. Απελευθέρωση από τους μεν. Υποδούλωση στους δε -με τη βούλα των ελλαδικών Ρωσαγγλογάλλων. Σήμερα. Η Ελλάδα του Κορονοϊού, της καραντίνας, το μηδειακό κράτος εντός της πατρίδας. Όπως και τότε. Μια “Μήδεια” στα ανάκτορα και στη Βουλή. Η πατρίδα στα χέρια και στο μέτωπο κάθε ήρωα αφανή. Τι είν' η πατρίδα μας. Μην είν' οι ξαπλώστρες του καλοκαιριού, οι ανεμογεννήτριες των κορφών, τα φωτοβολταϊκά χωράφια, τα πλωτά φωτοβολταϊκά λιμνών και ποταμών, μην είν' το σκουπιδαριό σε κάθε ράχη και βουνό, μην είν' το εσπρεσάκι, το φραπεδάκι, το καναπεδάκι και το σουβλάκι; Τι να' ναι άραγε. Όλα φ ιλτράρονται μέσα από τις χιλιάδες αναγνώσεις. Όσοι και οι χρήστες υπό δικτύωση. Όπου δίκτυο, ο
“ Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο” και άλλες ιστορίες Σταματά κανείς στους “ Ανεμοδείκτες στην Επτάλοφο ” 1 του Γιάννη Πατσώνη για πολλούς λόγους. Η κάθε ιστορία έχει και τον δικό της λόγο. Άρα έχει κανείς τουλάχιστον δέκα λόγους, για να σταματήσει. Οι “Ανεμοδείκτες” για το απνευστί βύθισμα στην Κωνσταντινούπολη, κατά, μετά και πριν τα Σεπτεμβριανά του 1955. 6 Σεπτεμβρίου και ό,τι απέμεινε από το '22 έπαιρνε ξανά τον δρόμο στην προσφυγιά. Η απέλαση χρωματίζεται με μυρωδιές, λαλιές, ανθρώπινες στιγμές μέσα σε χαλασμό, τη μνήμη -ποτάμι αχαλίνωτο- μαζί και η νοσταλγία -αφόρητη όταν ανεπιστρεπτί. Όλα συμβαίνουν, εξιστορούνται, ασκαρδαμυκτί. “ Με την ψυχή μας μόνο φύγαμε, την ψυχή μας φέραμε” Έλληνες που σε μια νύχτα - “του μαρτυρίου νύχτα”- αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο-πατρίδα και να γνωρίσουν την ελλαδική ενδοχώρα, μια πατρίδα που την είχαν περίπου ως ιδέα και ιδεατό -όχι όμως χωρίς την “πατρίδα”. Τη γνώρισαν μια και καλή, όχι το καλύτερό της πρόσωπο, ποιος μπο
“ Το πίσω μπαλκόνι” 1 της Φωτεινής Φραγκούλη ή 2 χρόνια μετά Το πίσω μπαλκόνι Περνά ξαφνικά καιρός. Πολύς καιρός όταν συνειδητοποιείς πως χρειάστηκες δυο ολόκληρα χρόνια απουσίας για να γράψεις για κείνη. “Το πίσω μπαλκόνι” της. Ένα μπαλκόνι που έζησες την πραγματικότητά του όσο καιρό ζούσε εκείνη, ο πατέρας της, η Πουπέτα και η Μελένια. Ένα μπαλκόνι που ήταν φωλιά, στολισμένο τα Χριστούγεννα για κείνον, τα τελευταία του Χριστούγεννα, με φυτά που γίνονταν δέντρα, με ποιήματα εν τέλει που λάνθαναν στο χώμα των γλαστρών του. Πάντα, κάθε φορά που κοιτούσα μέσα από το παράθυρο αυτό το πίσω μπαλκόνι της Φωτεινής, με εξέπληττε το πόσο ήταν μια κρυφή αγκαλιά. Το πόσο ήταν αυλή. Με τις φτέρες του, την πικροδάφνη, το σπαθίφυλλο, τη σεφλέρα, το γιούκα, τον φύκο, το μπένζαμιν. Εκείνη τη μυρτιά και τη ροδιά, όπως στα παραμύθια. Με το μαρμάρινο τραπεζάκι, το καλαθάκι με τους καρπούς και τα φρούτα. Κι εκείνες τις ντουλάπες που φύλαγαν ως εργαστήρι όλα τη θεατρική σκευή των γιο
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου