Τι απομένει από τη γλώσσα
Ο
Αθάνατος Μπάρτφους»
ή
Τι
απέμεινε από τη γλώσσα ενός επιζώντα
Αφωνία,
και πάλι, ευρύχωρο, ένα σπίτι -:
έλα,
πρέπει να το κατοικήσεις.
…
Οξύτερος
από ποτέ ο αέρας που απέμεινε: πρέπει
να αναπνέεις,
να
αναπνέεις, και να είσαι εσύ.
PAUL CELAN, Μακριά,
Γλωσσικό
πλέγμα, μτφρ.Ιωάννα Αβραμίδου, Άγρα 2012
Η ΓΛΩΣΣΑ ΕΝΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥ Ή ΕΠΙΖΩΝΤΑ
«Ο
Αθάνατος Μπαρτφους» του Aharon
Appelfeld εκδόθηκε
το 1988 και μεταφράστηκε από τα εβραϊκά από την Μάγκυ Κοέν για τις εκδόσεις
Άγρα το 2022.
Δεν
είναι ένα βιβλίο που μιλά για το Ολοκαύτωμα, γιατί αυτό απουσιάζει ως περιγραφή
συνειδητά. Ενώ υπάρχει ασφαλώς ως σκιά. Υπάρχει κυρίως ως γλώσσα -ως απουσία
γλώσσας- καθώς διαπιστώνει κανείς ότι ο επιζών απώλεσε τη γλώσσα του, αν και
κέρδισε τη ζωή του. Τη ζωή του επιφανειακά μόνο. την ουσία της ζωής
την έθαψε μέσα στη Σοά, σε αυτή την ολοσχερή καταστροφή, η λέξη που
χρησιμοποιούν οι Εβραίοι για το Άουσβιτς ή το Ολοκαύτωμα.
«Για τα στρατόπεδα καταναγκαστικής
εργασίας και τα στρατόπεδα εξόντωσης δεν μιλούσαν, φυσικά. Και ο Μπαρτφους ήταν
βουβός πάνω σε αυτό το θέμα. […] του αποκάλυψε ότι το μεγάλο του όνειρο είχε
μείνει θαμμένο κάπου εκεί στις αμμουδιές της Ιταλίας και από τότε η ζωή του
ήταν χωρίς κανένα όνειρο»
Ο Appelfeld λέει
σε μια συνέντευξή του στον ποιητή Michael
March τον
Δεκέμβριο του 1996 ότι «δεν είναι δυνατόν
να γράψεις για το Ολοκαύτωμα με τρόπο ρεαλιστικό -δεν μπορείς να μιλήσεις γι’
αυτό με κοινωνικούς, οικονομικούς ή πολιτικούς όρους. Πρέπει να μιλήσεις με
διαφορετική γλώσσα». Και αυτός ακόμα ο συγγραφέας, ο ίδιος επιζών, «αισθάνθηκε ότι δεν μπορούσε να γράψει το
λόγο όπως είχε γραφτεί μέχρι τότε».
Από
την αρχή, αυτό που σε σταματάει διαρκώς στην ανάγνωση είναι ο τρόπος που μιλά
για την παρουσία ή την απουσία της γλώσσας. Η γλώσσα πυροδοτείται από τους
άλλους, η γλώσσα λουφάζει εξαιτίας των άλλων. Ο ίδιος επιλέγει άλλοτε τη σιωπή,
την παύση και άλλοτε τα ελάχιστα λόγια, υπαινιγμούς ή λέξεις μονάχα σαν
κορυφογραμμές, κραυγαλέες, για να μιλήσει, να στήσει μια στοιχειώδη γέφυρα
ανάμεσα στον ίδιον και τους άλλους, ανάμεσα στις παλιές λέξεις και τις λέξεις
μετά τη Σοά.
Δεκάδες
αποσπάσματα επιβεβαιώνουν ότι πρόκειται για μια ζωή -αυτή της ίδιας της
γλώσσας- που συνεχίζεται ερήμην του. Που κομματιάζεται στα εξ ων συνετέθη, σε
γράμματα ή το πολύ-πολύ σε συλλαβές, που συμβαδίζει με τη σκέψη του ή με την
παύση της ίδιας της σκέψης:
«Εκείνες τις πυρετώδεις μέρες άρχισε να
παίρνει μορφή η γλώσσα του, μια γλώσσα δίχως λέξεις, μια γλώσσα όλο
κρυφακούσματα, αισθήσεις σε επιφυλακή και εντυπώσεις. Από τότε έμαθε να σιγάζει κάθε συναίσθημα.
Πάνω απ’ όλα όμως έπαψε να σκέφτεται. Τα γυμνά βουνά ρουφούσαν τις σκέψεις του»
·
«Είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να
φράξει τα περάσματα απ’ όπου θα μπορούσαν να ξεπηδήσουν οι σκέψεις»
ΤΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ
Σταχυολογούνται
σχεδόν όλα τα χνάρια ή τα απομεινάρια της γλώσσας. Ως ένα τεκμήριο για το πώς
συμπλέκεται με την εσωτερική ζωή ενός ανθρώπου, για το πώς υπάρχει ως
διαπιστευτήριό του.
Θυμάται
ασφαλώς κανείς το ευαγγελικό, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί. Κάπως
έτσι συμβαίνει και εδώ. Από ό,τι απέμεινε, από το υστέρημα μιλούν, ζυγίζουν,
εκσφενδονίζουν, χτυπούν:
«Οι φράσεις ήταν κολοβές κι έβγαιναν σαν
τραυλίσματα, σαν συλλαβές στην ουσία, που πολύ γρήγορα έγιναν σαν αγκάθια»
·
«Ξέφτια από λέξεις αιωρούνταν στον αέρα»
·
«Με τα χρόνια είχε φτιάξει μια
κουτσουρεμένη γλώσσα άρνησης, μια πανοπλία από συλλαβές»
·
«Λέξεις που είχε διαφθείρει»
·
«Η λέξη ήταν τσουχτερή»
·
«Είχε ένα σωρό τσουχτερά λόγια στην άκρη
της γλώσσας, που ζητούσαν να ξεσπάσουν. Έμεινε όπως ήταν, βουβός»
·
«Δεν ήταν άλλο από ένα μπερδεμένο λεκτικό
ξέσπασμα»
·
«Απλώς μια ανταλλαγή από λόγια που
γίνονταν θρύψαλα στον αέρα και ακούγονταν εν τέλει σαν ρητορικές ερωτήσεις»
·
«Πρόσφεραν εναλλάξ λόγια ελπίδας και
απόγνωσης»
·
«Στην πάλη. Κι ετούτη η λέξη επίσης είχε ξάφνου τη
μυρωδιά καθαρού σπίρτου»
·
«Η λέξη αυτή ξεπηδούσε μες στο μυαλό του
κυριολεκτικά με φυσική δύναμη»
·
«Χωρίς να ανταλλάξει λέξη με κανέναν»
·
«Τα ίδια του τα λόγια μαζί με λόγια άλλων
κάλπαζαν εντός του και τον αναστάτωναν και για ώρα πολλή οι λέξεις κυκλογύριζαν
μες στο μυαλό του λες και ήταν πάνω σε ρόδες»
·
«Αυτός όμως επέμενε, ιδίως όταν το πράγμα
είχε να κάνει με λέξεις […] πάλι για μια λέξη που επέμενε να ζυγίζει […] Τι σε
νοιάζει; Μια λέξη είναι μόνο. […]
Την ώρα που όλοι οι άλλοι ήταν παραδομένοι
σε μια κραιπάλη ζωής, εκείνος ακόνιζε τις λέξεις του με αυστηρή επιμέλεια. […]
Για μια στιγμή νόμιζες ότι ήταν ξανά απορροφημένος στην αναζήτηση λέξεων»
ΤΟ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ
Η
γλώσσα οριοθετείται από το πριν και το μετά. Το πριν ήταν «η βραχύβια ευτυχία» της καθημερινότητας. Το πριν τη Σοά. Το μετά
ορίζεται όχι ως ομιλία αλλά ως «ξέφτια
από ομιλίες» ή «λέξεις παλιές»,
καθώς «τα λόγια που άλλοτε χρησιμοποιούσε
μαράθηκαν μέσα του». Και κάθε φορά καταβάλλει προσπάθεια να «ανασύρει παλιές λέξεις».
Λέξεις
που είχαν να κάνουν με τη ζωή. Προτού το τραύμα. Το διαμπερές τραύμα.
εδώ του Ολοκαυτώματος. Της κοινής τραγικής μοίρας. Ο επιζών παραμένει κυρίως
άλαλος, όχι μονάχα σε επίπεδο λέξεων αλλά και σε επίπεδο σκέψεων.
Αυτό όμως
είναι κάτι που αφορά τον κοινό τρόπο, όταν ο άνθρωπος δοκιμαστεί με το αμόνι. Μετά
το χτύπημα, ο δοκιμασθείς αναγκάζεται να βρει νέα γλώσσα, σαν να ήταν η παλιά
ένα ρούχο που μέσα του πλέον ο ίδιος δεν χωρά:
«Ήταν σαν οι σκέψεις του να έχουν
περιοριστεί στα απολύτως απαραίτητα»
·
«Είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να
φράξει τα περάσματα απ’ όπου θα μπορούσαν να ξεπηδήσουν οι σκέψεις»
·
«Ό,τι συνέβαινε συνέβαινε εντός του, όλοι
οι ψίθυροι και όλες οι γρατζουνιές»
·
«Ο κόσμος συζητούσε ήρεμα και γαλήνια,
χρησιμοποιώντας λέξεις παλιές, ευπρόσδεκτες, που είχαν διασχίσει χρόνια και
ηπείρους και τώρα έβρισκαν στήριγμα σε τούτο το σκοτάδι. Ο Μπαρτφους ρουφούσε
διψασμένα τις παλιές λέξεις»
·
«Παλιές λέξεις αλώνιζαν μες στο μυαλό του,
λέξεις που είχε χρόνια να χρησιμοποιήσει»
·
«Οι λέξεις που άλλοτε μας χρησίμευαν τώρα
ήταν απαγορευμένες, σαν μια κλεμμένη ηδονή»
Ο ΥΠΝΟΣ
Έρχεται
ο ύπνος. Εκεί μιλά ξανά. Ακούει λέξεις, οι λέξεις αναδύονται κοχλάζουσες,
ζεστές, ανθρώπινες. Αναζητά στο φως της μέρας τις λέξεις. Αυτές θαμπώνουν, αφού
κυρίαρχη είναι η μνήμη. Και η μνήμη φιλτράρει τις λέξεις μέσα στο φρικώδες που
προηγήθηκε:
«Στον μακρύ νυχτερινό ύπνο του είχε
χρησιμοποιήσει πολλές φορές μια λέξη, μαλάζοντάς την ξανά και ξανά μες στο
στόμα του»
·
«Μερικές λέξεις, που τις είχε
χρησιμοποιήσει φαίνεται στον ύπνο του, φτεροκοπούσαν πάνω στη γλώσσα του. Η
ζεστασιά τους αργούσε να σβήσει. Αλλά τι είχε πει; Δεν θυμόταν»
«Πάντοτε», δεν μπόρεσε να σταματήσει τη
λέξη. Αμέσως όμως έβαλε φραγμό στο στόμα του, για να μη μιλήσει περισσότερο.
Ενδόμυχα δυσανασχετούσε. Κάποτε, τέτοιες κουβέντες, ταραχώδεις τις περισσότερες
φορές, τον συγκινούσαν. Τώρα, δεν το επέτρεπε πλέον στον εαυτό του»
·
«Του απέμεναν ακόμα κάμποσες λέξεις από
τον ύπνο του, λέξεις ζεστές, έτοιμες για χρήση, μα τα τόσα χρόνια σιωπής,
αποστροφής και απόσυρσης δεν τον άφησαν να πλησιάσει κανέναν»
Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Ωστόσο,
οι λέξεις δεν επιζητούνται. Η σιωπή είναι που έχει ανάγκη. Η μοναξιά.
Σπάνια θέλει να την καταλύσει. Στο μεταξύ «μονάχα
η ακοή του οξυνόταν», όχι η γλώσσα:
«Τον τελευταίο χρόνο όμως με κατακλύζουν
τα λόγια. Οι λέξεις. Δεν ξέρω γιατί. […] Τα μισώ τα λόγια. Την τελευταία χρονιά
όμως με κατακλύζουν. […] Πνίγω κάθε κουβέντα στη γέννησή της […].
Ο άντρας σκέπασε το στόμα του με την
παλάμη του, όμως οι λέξεις ανάβλυσαν και ξεχύθηκαν μέσα από το φράγμα. «Δεν
αντέχω τα λόγια. Οι ομιλητικοί άνθρωποι με τρελαίνουν»
Στην
πραγματικότητα θέλει να καταλύσει τη μοναξιά. Αναζητά τρόπο, τον χαμένο χρόνο.
Επιζητεί τον άνθρωπο εκείνον που θα έχει ένα νόημα η συνάντηση μαζί του. Και η
συνομιλία. Που θα του αλλάξει τη ζωή. Που θα ξαναφέρει τη ζωή στα όνειρά του.
Και τα όνειρά του στη ζωή. Ο φόβος όμως καταλύει τη ζωή. Ακόμα και τη ζωή μετά
τον τόσο θάνατο:
«Φοβάται» ξανάρθε η λέξη και φτεροκόπησε
στα χείλη του. […] αλλά εκείνη τη στιγμή διψούσε τόσο για μια αδελφή ψυχή που
δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη γλώσσα του»
·
«Εκείνο το φθινόπωρο, έκανε τον Μπαρτφους
να νιώθει ότι είχε στα χέρια τους λόγια ικανά να τον βγάλουν από το τέλμα όπου
είχε βουλιάξει. Η μελωδική ομιλία της ανέδιδε μοσχοβολιά από κήπους, κάτι από
έναν κόσμο ανοιχτό, και έννοιες που έφερναν στο νου φαρδιές λεωφόρους, πάρκα,
φανοστάτες, και θέατρο. […] Τα λόγια της δεν ανέδιδαν πάντα μοσχοβολιά κήπων.
Είχε και λόγια που απέπνεαν μελαγχολία, οδύνη και βάσανα»
Μέσα
σε αυτά τα λόγια της μόνης γυναίκας που ακουμπά ο ίδιος ελάχιστα πάνω τους είναι
τα παρακάτω. Η αγάπη αφορά τους νεκρούς. Από αυτούς μονάχα εισέρχεται στον κόσμο.
Οι αγαπημένοι δεν υπάρχουν. Υπάρχει όμως η αγάπη τους που υπερβαίνει τον
θάνατο. Αυτό του λέει εκείνη. Και μαλακώνει η ανάγνωση μονάχα σε αυτές τις προτάσεις:
«Αυτό είναι το μόνο που μου δίνει κουράγιο
να ζω. Να ξέρεις ότι κάποιος στον Ανώτερο Κόσμο σε αγαπάει»
«Έστω
και μόνο για χάρη αυτής της αγάπης, έστω και μόνο για χάρη τους –που είναι
σίγουρα μια αγάπη αγνή. Ο θάνατος δεν είναι παντοδύναμος»
ΠΕΡΙ ΕΛΕΟΥΣ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑΙΟΔΩΡΙΑΣ
Το
θεμελιώδες όμως ερώτημα που διατρέχει τον ίδιο τον Μπάρτφους-επιζώντα αλλά και
τον ίδιο τον Appelfeld
οπωσδήποτε,
είναι τι απέγιναν οι ζωές που διασώθηκαν από το τραγικό. Είχαν κερδίσει τη ζωή
τους, ήταν έτοιμοι να ζήσουν από την αρχή ξανά. Δεν έζησαν όμως. Η σκιά, ο
φόβος, βολεύτηκε στα δυο τους χέρια. Η σκέψη βαυκαλίστηκε. Η γλώσσα
συρρικνώθηκε. Η ψυχή τους πάγωσε. Ναι, κυρίως πάγωσε.
«Κανένας δεν ήξερε τι να κάνει με τη ζωή
του που διασώθηκε. Οι ζωές που διασώθηκαν πρόσβλεπαν σε σπουδαία έργα»
Τα
σπουδαία έργα καθυστερούσαν. Ή δεν έγιναν ποτέ. Σα να μην επέζησε κανείς. Το
ερώτημα όμως εστιάζει σε δυο λέξεις, που υπογραμμίζονται ως το μόνο έργο που θα
έπρεπε πραγματικά να συμβεί. Το «έλεος»
και η «γενναιοδωρία».
Αν
ήταν να αφήσει κάτι στον κόσμο το Ολοκαύτωμα, η όποια τραγική μοίρα των ανθρώπων,
θα ήταν για να διασωθεί από μέσα τους ο σπόρος της γενναιοδωρίας, το άνθος της αγάπης.
Θα ήταν για να καταλυθεί το κακό μέσα από αυτήν.
Αν
ήταν να αφήσει κάτι ο πόνος, η οδύνη, αυτός ο καρπός θα έπρεπε να βλαστήσει, το
έλεος προς τους άλλους, η ευσπλαχνία. Αυτό είναι η αρχή και το τέλος της δοκιμασίας.
Ο Άλλος και εγώ απέναντι στον Άλλο:
«Θα’ πρεπε να είμαι πιο γενναιόδωρος.
Αυτοί που πέρασαν από τη Σοά πρέπει να είναι γενναιόδωροι. Με καταλαβαίνεις;»
«Τι κάναμε εμείς, οι επιζώντες της Σοά;
Άραγε η τρομερή εμπειρία μάς άλλαξε καθόλου; […] Περιμένω από αυτούς
γενναιοδωρία»
«Περιμένω μεγαλοψυχία από ανθρώπους που
πέρασαν τη Σοά»
ΕΞΟΔΟΣ
«Ο Μπέκετ», λέει ο Appelfeld, «με βοήθησε να καταλάβω ότι αυτό που δεν λέγεται είναι πιο σημαντικό από
αυτό που λέγεται, ότι η σιωπή ανάμεσα στις λέξεις είναι από τα σημαντικότερα
πράγματα». Και επομένως αν δυο λέξεις υπάρχουν σχεδόν άπαξ, έχουν ένα
ειδικό βάρος καθόλου αμελητέο. Εδώ μιλάμε για το έλεος και τη γενναιοδωρία.
Ο λόγος
είναι περί πόνου και για τον καρπό αυτού του πόνου. Ο λόγος είναι για την ίδια
τη γλώσσα μετά τον πόνο. Για το τι κάνεις αυτή τη γλώσσα. Για το τι κάνεις τη
ζωή που αξιώθηκες. Αν την παραδίδεις άκαρπη. Αν την ανθίσεις με το έλεος και τη
γενναιοδωρία. Και ήδη αυτό ως κατάθεση είναι αρκετό.
ΟΛΓΑ ΝΤΕΛΛΑ
ΙΟΥΛΙΟΣ 2024
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου