Μερκάντο
"να πηγαίνεις μπροστά, να προχωράς στη ζωή"
παροιμία των Ροντεσλίς
Μια νουβέλα που έρχεται από τη Ρόδο. Από την Εβραϊκή συνοικία, τη Τζουντερία, στο κάστρο, στις πύλες του. Κι ύστερα να περνά απέναντι, να φτάνει ως τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Χάιφα. Ή να ακολουθεί την πορεία των Ροντεσλίς της Ρόδου που αφαρπάχτηκαν δια παντός για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσω Πειραιά και από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου, λίγο πριν τη λήξη του πολέμου.
Μια νουβέλα που ισορροπεί ανάμεσα στην ημερολογιακή γραφή και στην ποιητικότητα μιας αφήγησης που προχωρά staccato, με την απολύτως απαραίτητη σκευή, σα σενάριο ταινίας που δεν αποφασίστηκε να γυριστεί.
Το "Μερκάντο" της Μαρίας Μαμαλίγκα σε παρασύρει σε μια ανάγνωση όπου το τραγικό, όταν έρχεται -το ένα μετά το άλλο- καταγράφεται τόσο ελλειπτικά που ανυψώνει τη συγκίνηση ως αυτόν τον λυγμό που δεν βγαίνει. Θυμίζει ντοκιμαντέρ, μαρτυρία.
"Ελπίζω" γράφει η ίδια "οι αναγνώστες να δουν σ' αυτό ένα σκοτεινό γράμμα αγάπης που θέλησα να γράψω στη γενέτειρά μου, τη Ρόδο".
Κάπως έτσι έφτασε κοντά μας και άφησε μια πικρή γεύση, όπως η ρήση του Τερέντιου που εγκιβωτίζεται: "Τίποτα ανθρώπινο δεν είναι για μένα ξένο".
Μέσα στον χειμώνα του 1943 τοποθετείται η αρχή. Δυο νέοι άνθρωποι περιπλέκονται για πάντα. Ο πόλεμος, η Κατοχή, παρούσα. Η ζωή που δεν θα βιωθεί είναι η μόνη βεβαιότητα.
"Στους θάμνους διακρίναμε κάποια αδύναμα λαμπυρίσματα που χάνονταν μετά στο σκοτάδι. Πυγολαμπίδες... Ή μήπως ήταν οι επιθυμίες μας τον καιρό του πολέμου; Περιφέρονταν τη νύχτα πάνω από τάφους, όπως κι εμείς".
Η Ντέφνε, Εβραία. Εκείνος, ο Μ., μουσουλμάνος. Το χάσμα γεφυρώνει η αγάπη. "Πατρίδα μου είναι μόνο η Ντέφνε" λέει εκείνος. Και χάνεται.
Οι κόσμοι συγκρούονται και νωρίτερα. Μέσα της και για την ίδια. "Μήπως είναι η διαφορετική σκέψη μου που με απομονώνει από τους άλλους;"
Από τη μια η ρίζα, η ταυτότητα της καταγωγής. Η προσήλωση στα Ιερά Κείμενα, η εξάρτηση από την κοινότητα, η κοινωνική αποδοχή μέσα σε μια προαιώνια παράδοση. Από την άλλη ο κόσμος. Ο κόσμος εκεί έξω. Ο κόσμος μέσα στα βιβλία.
"Πιστεύω πολύ στα βιβλία, όπως ο παππούς. Διαβάζοντάς τα αλλάζω. Βλέπω τον εαυτό μου με καινούργιο βλέμμα κάθε φορά. Ο παππούς όμως διαβάζει μόνο την Τανάχ. Σαν ραβίνος που είναι, θέλει να βλέπει τον κόσμο με τα μάτια του Θεού. Δεν αντέχει -κι ούτε θέλει- να δει με τα μάτια των άλλων"
Ο κόσμος που είναι ο Μ.
"Οι Ροντεσλίς, για να εξασφαλίσουν ένα σίγουρο μέλλον, έπλεκαν παραδόσεις αιώνων. Εγώ τις ξήλωνα για να είμαι μαζί με τον Μ. Σ΄ έναν κόσμο μοντέρνο κι απόλεμο. Όπου οι θρησκείες και τα σύνορα των κρατών δεν θα χώριζαν τους ανθρώπους. [...] Κανείς δεν παραμένει ο εαυτός του όταν αγαπά πάρα πολύ".
Ο κόσμος -η πατρίδα- που της έφυγε ένα πρωί μέσα από τα χέρια της:
Την παραμονή του Πέσαχ, ο τυπογράφος πηγαίνει στη Μεγάλη Συναγωγή για ν' αγοράσει άζυμο ψωμί, μια και οι Γερμανοί έχουν επιτρέψει την παρασκευή του. Το κρατούσε στο χέρι του όταν οι αγγλικές βόμβες έπεσαν σε ασυνήθιστη ώρα. Η κόρη του, τρομοκρατημένη από τον κρότο της έκρηξης, αναζητά τον πατέρα της, ανοίγοντας δρόμο μέσα στον όχλο.
Τον βλέπει πεσμένο στο έδαφος, δίπλα στα συντρίμμια, ντυμένο επίσημα με το καλό του κοστούμι για την επίσκεψη στο ναό. Το ψωμί έχει κυλήσει μισό μέτρο πιο πέρα, στρογγυλό και πασπαλισμένο με χώμα. Πέφτει στα γόνατα πλάι του, φωνάζει "πατέρα", παίρνει το δεξί του χέρι και το φιλά. Ακουμπά το χέρι του στο κεφάλι της, ευλογεί τον εαυτό της εκ μέρους του με τα λόγια: "Βα εν λα όρα μπουένα, ίζα ντε μι άλμα, καμίνος ντε λέτσι ι μιελ", "Να πας στο καλό, κόρη της ψυχής μου, σε δρόμους από μέλι και γάλα", όπως έλεγαν οι πατέρες στην Τζουντερία όταν αποχαιρετούσαν ένα παιδί τους που ξενιτευόταν, ξέροντας ότι δεν θα το ξαναδούν.
[...]
Τί είναι η πατρίδα όταν ο πατέρας που την ορίζει έχει χαθεί;
Κι ύστερα ο κόσμος μετά το "εκεί". Μετά τα ικριώματα που έστησε η ανθρώπινη θηριωδία.
"Αναρωτιέται ποια γεωγραφία χωράει μέσα της το Μπίρκεναου, αν θα βρεθεί στο στρατόπεδο κανείς άνθρωπος, αν υπάρχει ακόμη εκεί άνθρωπος για να θάψει τον μικρό του αδελφό"
Κι ύστερα το κάθε "μετά" -η κάθε αβάστακτη μοναξιά- που επέζησε. Ή που δεν έχει εναλλακτική. Που πρέπει να μάθει πώς να επιβιώσει.
"Ο κόσμος γλιστρά από γωνίες και διαβάσεις, όπως το φως. Πρέπει να μάθω να αφήνομαι στο ρεύμα κι εγώ. Ονειρεύομαι χρυσαλλίδες που δεν καταφέρνουν να τρυπήσουν το κουκούλι τους και να βγουν. Τα σκουλήκια που μεγάλωνα όταν ήμουν παιδί. ..."
Παρακολουθούμε τη Ντέφνε. Άφησε την πατρίδα. Όταν πατρίδα της ήταν οι πιο δικοί της. Κι ύστερα ο χρόνος τής βρήκε πατρίδα. Σπίτι που το κουβαλά μαζί της.
"Όπου κι αν πάω, κάπου αλλού θα βρίσκεται η πατρίδα μου. Μοιάζει μ' ανάγκη που τη φτιάχνω μόνη μου. Την κουβαλώ στην πλάτη όπως το σαλιγκάρι το καβούκι του. Καθώς αλλάζω εγώ, αλλάζει κι η πατρίδα μου μαζί".
Ό,τι άφησε, τα λόγια των δικών της, ό,τι αμφισβήτησε, ήρθε και τη συνάντησε αργότερα. Τότε που ο χρόνος -που είναι μια άλλη πατρίδα- την έκανε ευρύχωρη. Και ο θάνατος που είναι μια άλλη την έκανε σχεδόν άλλη. Η συνομιλία ανάμεσα στο παρελθόν, τους απόντες, και την ίδια δε σταματά, επιμηκύνεται, με την απίστευτη ένταση που φέρνει η απουσία.
"Όσο μεγαλώνεις, να κάνεις πιο μεγάλο τον χώρο υποδοχής ανθρώπων μέσα σου" η συμβουλή του παππού. "Και των διαφορετικών εαυτών σου" η δική μου προσθήκη"
Η ζωή τής αποκάλυψε το μυστικό της γιαγιάς της. "Πρέπει να ρίχνεις το κακό στα βάθη της θάλασσας, όπως το κάτουρο σ' έναν κόκκο αλάτι".
Το μυστικό της γιαγιάς της που χάθηκε πάνω σε ένα τρένο προς το Άουσβιτς επέζησε ως το δικό της πια μυστικό:
Ρόδος, 23 Σεπτεμβρίου 1947
Μεγάλο γενικό πένθος. Θα πρέπει να το διασχίσω εδώ. Κι ό,τι απομείνει, να το πετάξω στον βυθό. Για να τ' αφήσω πίσω μου, σ' ένα κομμάτι αλάτι"
Η νουβέλα "Μερκάντο" της Μαρίας Μαμαλίγκα (εκδόσεις Εστία, 2024) ήρθε κοντά μας, όπως έρχονται κάποτε τα βιβλία:
"Η ανάγνωση που σώζει ζωές, τα βιβλία -σωσίβια"
Για να πει με τον δικό της τρόπο, το οικείο απόφθεγμα, μια αναπάντητη ρητορική ερώτηση:
"Ζούμε την Ιστορία. Όταν θα τη γράψουν, θα ξέρουν πόσο προσωπικό πόνο κρύβει η κάθε γραμμή;"
Όπως διαβάστηκε μέσα στην αρχή του χρόνου, κρατώ επιπλέον τη στιγμή των ευχών. Εκεί όπου η αυστηρότητα μιας παράδοσης υποχωρεί μπροστά στη σοφία και την τρυφερότητα της πιο μύχιας γλώσσας της. Και ίσως από κάτι τέτοιες χαραγματιές, όπως αυτές που προηγήθηκαν και η ακόλουθη, στεριώνει μέσα μας μια ιστορία και μια ανάγνωση.
"Μια νέα χρονιά αρχίζει για τους μουσουλμάνους, του εύχεται στα εβραϊκά Κτιβά βε Χατιμά Τοβά, "Μακάρι να γραφτείς και να σφραγιστείς για μια καλή χρονιά".
"Σφράγισέ με" της λέει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου