Για τους Στογιάνοβιτς ή ένα χρονικό αναζήτησης προς τα γενέθλια πρόσωπα
"Εξάλλου για όλα τα αποφασιστικά βήματα της ζωής μας
υπάρχει ένα αδιευκρίνιστο κίνητρο"
W.G.SEBALD
Με αφορμή -ίσως- έναν θάνατο, αυτόν του ξαδέλφου της, η Ελεάννα Βλάχου, συγγραφέας διηγημάτων με μια ιδιαίτερα παραστατική γλώσσα, κόντρα στο οικείο και στο εύπεπτο, εδώ καταδύεται στην προσωπική, οικογενειακή της ιστορία που διασχίζει τη δυτική Ελλάδα και πιάνει από την Κέρκυρα ίσαμε την αναζήτηση του ομφάλιου τόπου, τα χνάρια δηλαδή του παππού και του προπάππου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το Βελιγράδι, τη Νίσσα, το Αρχαγγέλοβατς. Μέσα από την Οθωμανοκρατία, τους Βούλγαρους εθνικούς, την άτεγκτη Αυστρία, τον τόπο τον αλύτρωτο όπου κατοικούσαν οι Νότιοι Σλάβοι, μέσα από τον Μεσημβρινό Μοράβα, "τα οθωμανικά εδάφη προς την καρδιά της ελεύθερης Σερβίας, προς τα δάση της Τζουμάτζιας".
"...έμαθα το θάνατο του Μπράνα σε ένα νοσοκομείο του Βελιγραδίου. [...] Η αντίδραση του οργανισμού μου ήταν τόσο βίαιη που έπεσα στα γόνατα πρώτα, και, με το κεφάλι μου να βαραίνει, λύγισε το σώμα αργά μέχρι να το ακουμπήσει στο πάτωμα. Διπλωμένη σαν έμβρυο χωρίς ανάσα ένιωσα στα σπλάχνα μου την αποκοπή ενός κόσμου που του ανήκα χωρίς να τον έχω γνωρίσει και μου ανήκε χωρίς να το ξέρω. Αυτή τη φορά ανατινάχτηκε η προσωπική μας γέφυρα, χτισμένη επί δεκαετίες πάνω σε ένα διάλογο σιωπής. Τόσο στενή και μακρινή σχέση, τόσο απόλυτη και πάγια"
Την ίδια ώρα μάς παραδίδει την τοπιογραφία της χώρας προτού τη διάλυσή της αλλά και μετά, μετά τους εμφύλιους πολέμους, μετά την καθαίρεση της παλαιάς τάξης, την άνοδο του καταναλωτισμού και την υπαναχώρηση του παλαιού κόσμου στα μετόπισθεν των μεγαθηρίων της πολιτικής κουλτούρας, όπως είχε επί χρόνια διαμορφωθεί επί Τίτο.
Η καταγραφή συμβαίνει ως μαρτυρία με μια γλώσσα αποχρωματισμένη από κάθε συναισθηματισμό. Αυτό όμως είναι που την κάνει να είναι και πιο οδυνηρή σε ό,τι εστιάζει.
Αυτή η γλώσσα έσπασε πολλές φορές μέσα στην αφήγηση αυτού του χρονικού της αναζήτησης, της προσωπικής κατάδυσης και ανάβασής της έπειτα, στην ενδοχώρα της ταυτότητας.
Έσπασε εκεί όπου χρειάστηκε και όσο. "Στις αναζητήσεις μου" γράφει "δεν έλαβα υπόψη μου ούτε στιγμή τον πόνο αυτών των ανθρώπων. Με εμπόδιζε να προχωρήσω". Ο πόνος αυτών των ανθρώπων είναι ο πόνος των πιο οικείων της, της προγιαγιάς της, του αδελφού του παππού της, όλοι κατά κάποιο τρόπο να παίζουν με τις ζωές τους ρόλο στη μικροϊστορία που όμως θα μπορούσε να αλλάξει την πορεία της ίδιας της Ιστορίας. Αν μόνο κάτι συνέβαινε αλλιώς.
Η γλώσσα της σπάει, σχεδόν ημερολογιακά, όταν έχει επιτέλους βρει τα ίχνη που αναζητούσε, όταν σε αυτή τη διαδρομή μάς έχει συμπεριλάβει και την ακούμε με κοφτή ανάσα, σχεδόν γινόμαστε η σκιά της ανάγνωσης, πατάμε όπου πριν λίγο σήκωσε το βήμα της για το επόμενο. Τότε σπάει:
"Να μπορούσα να κατέβω από το τραίνο και να περπατήσω, "να φορέσω τα τσαρούχια του", να αναστήσω την άφιξή του προτού φτάσω στον κοινό προορισμό μας"
Δεν είναι που διέσχιζε έναν τόπο άγνωστο που ήταν κομμάτι δικό της, ήταν και που έπρεπε να τον διασχίσει με τα λιγοστά κλειδιά της γλώσσας που διέθετε. Ήταν που έπρεπε να διασχίσει αρχεία και τεκμήρια στην κυριλλική γραφή και από αυτή την αποκάλυψη να εξαρτιέται το επόμενο βήμα ή να σταματά η αναζήτηση εκεί.
"Όταν οι λεπτομέρειες παίρνουν μεγάλη διάσταση, το καθετί μπορεί να είναι αφετηρία για κάποιο μονοπάτι και, εκεί που πάνε όλα να γλιστρήσουν σε ένα χάος ατέρμονων υποθέσεων, κάτι βαραίνει περισσότερο και σε οδηγεί".
Η Τύχη ασφαλώς με την απαραίτητη κεφαλαία υπογράμμιση, "Η τύχη είναι ο τρόπος του Θεού να παραμένει ανώνυμος", γράφει στο σχετικό κεφάλαιο. Είναι ο τρόπος διαίσθησης που την οδήγησε εκεί και όχι αλλού:
"Προσωπικά δεν μπορώ να ερμηνεύσω τους τρόπους της, πόσο μάλλον να τη διαχειριστώ, γίνομαι έρμαιό της, δαιμονίζομαι, γιατί παραμένει ασύλληπτη, παρόλο που -πρέπει να ομολογήσω- ό,τι βρίσκω το βρίσκω με τη χάρη της.
Αυτή με οδηγεί σε αναπάντεχα ξέφωτα, ενεργοποιώντας αδρανή πεδία της ψυχής, όπου κουρνιάζουν ξεχασμένες απορίες, και με ωθεί να συνεχίσω, να μην εγκαταλείψω την έρευνα. Της το οφείλω"
Η γλώσσα, οικεία και ανοίκεια την ίδια ώρα, ένα χάος που καλείται να αντιμετωπίσει, από όπου αναδύεται μια εσωτερική για την ίδια αρμονία:
"Πώς να είμαι σίγουρη μπροστά σε αυτό το χείμαρρο της σλαβικής γλώσσας, που την αναγνωρίζω μόνον σαν μουσική σύνθεση, μια φούγκα που το θέμα της ανελίσσεται και αποκλιμακώνεται δίνοντάς μου ακουστική χαρά χωρίς να διακρίνω τίποτα από τις επιμέρους της φράσεις".
Η νουβέλα της Ελεάννας Βλάχου "ΝΑΤΑΛΙΑ ΣΤ." (εκδόσεις Το Ροδακιό, 2024) που είναι και το όνομα της μητέρας της, υπαγορεύεται από μια τελετή ανολοκλήρωτη, όπου η ίδια καλείται, μέσα από συστηματική, επίμονη -και εσωτερική άναυδη οδύνη- έρευνα σε ασαφή τοπία, γλωσσικά, πολιτικά, διακρατικά και ιδεολογίες που ανεβαίνουν και κατακρημνίζονται, να εντοπίσει τις "σορούς" των προπατόρων της, να συμβάλλει στην "εκταφή" τους, να συνδεθεί δηλαδή μαζί τους, προκειμένου να αναπαυθούν εκ νέου αλλά και η ίδια να γαληνέψει ένα κομμάτι της άβατο ως τώρα.
Δεν είναι τυχαίο, ξεκινά από έναν θάνατο, κρατά στα χέρια της μια φωτογραφία εξοδίου Ακολουθίας του αδελφού του παππού της, της την έχει παραδώσει ο ξάδελφος που πεθαίνει αιφνίδια και η έξοδος από τη νουβέλα-μαρτυρία συμβαίνει ένα Ψυχοσάββατο, όταν εκείνη, κρατώντας τρία μήλα και ένα ρόδι επιστρέφει για να τους εντοπίσει μέσα στο νεκροταφείο της πόλης όπου μετοίκησαν. Βρίσκει τον προπάππου, τον θείο, και το άγνωστο σώμα της μικρής θείας, που αγνοούσε την ύπαρξή της. Η μυστική τελετή έχει μέσα της συντελεστεί.
"Το παρελθόν μας είναι ίσως το μόνο πράγμα σε αυτό τον κόσμο που σίγουρα μας ανήκει. Το τακτοποιούμε όπως θέλουμε, είναι εύπλαστο, άλλωστε με τους νεκρούς μας ελευθεροεπικοινωνούμε, διασχίζουμε την πύλη χωρίς την άδεια κανενός".
Σημειώνω τούτες τις παραπάνω σκέψεις ως οφειλή για την ανάγνωση που μας χαρίστηκε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου