Μεγαλοπεφτίσια βελόνια

 


 


Ήταν ένας Εσταυρωμένος μόνος. Στολισμένος με λουλούδια και κεριά σβηστά.

Κανείς δεν έμεινε να τον μοιρολογήσει, κανείς δεν έκλαψε τα Πάθη Του σαν να' ναι τα δικά

του. Κανείς δεν κάθισε σε μια γωνιά απλά να του παρασταθεί.

Σιωπηλά κλείσαν οι εκκλησιές. Ο κόσμος φύγαν.

Το όλο φέρνει χωρίς να το θες μπροστά το σήμερά μας.

Όλους αυτούς που έφυγαν μονάχοι. Όλους αυτούς που κάπου ακόμα παλεύουν.

Όλους αυτούς που καίγονται. 

Ο Σταυρός έχει πάρει μορφές. Και τις βλέπουμε όλες.

Όλους αυτούς που είναι έξω και περιμένουν τον άνθρωπό τους να φύγει ή να μείνει,

χωρίς να μπορούν να του δώσουν και να του κρατήσουν το χέρι.


Το χέρι.



ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΛΗΣΤΗ


[πάνω σ' ένα έργο του Νίκου Γιαλούρη]


Φωνάζει από μακριά την εγκατάλειψη

τη στιγμή εκείνη του σπασμού

κλαδί που έσπασε και δεν το άκουσε κανείς

ούτε και κατάλαβε την αποχώρησή του


-ποιος ακούει τον θάνατο όταν έρχεται

Μεγάλη Πέμπτη 2020




Κάπου στην Ελλάδα οι ψυχές επιστρέφουν.

Τους περιμένουν τη Μεγάλη Τετάρτη το βράδυ. Ανάβουν ένα κεράκι και τις καλούν.

Ή τους λένε, να, εδώ είμαστε, δε σας λησμονήσαμε.

Ανάβουν ένα κεράκι. Αφήνουν ένα πιρούνι, μια πετσένα να σκουπιστούν, ένα ποτήρι νερό.

Κι ύστερα φεύγουν.

Κι εκείνες έρχονται.

Και κάπως παρηγοριέται το απαρηγόρητο, αυτή η μνήμη που πρέπει να ακουμπήσει κάπου.

Την ακουμπάς σε αυτή τη χοϊκή εντελώς τελετουργία πένθους. 

Νιώθεις ότι μιλάς ακόμα μαζί τους, αφού τους περιμένεις να φανούν.

Το κεράκι λιώνει.

Το ξημέρωμα φέρνει την επόμενη μέρα. Η επόμενη μέρα έχει το “χωρίς”.

Όμως χτες, αυτό το “χωρίς” κάπου το γαλήνεψες.





Κάπου στην Ελλάδα, τη Μεγάλη Πέμπτη, οι γυναίκες θα πάρουν μια βελόνα

και θα ράψουν μια μονάχα βελονιά στον καθένα του σπιτιού.

Θυμητάρι του Λογχισμού και των Παθών.

Κι είναι ο τρόπος τους να συμμετέχουν με αυτά τα μικρά, με αυτές τις ελάχιστες κινήσεις,

στο Μεγάλο που συντελείται.




Μια μανούλα -η μανούλα της Ζωής- σ' ένα χωριό της Αιτωλοακαρνανίας. Η κυρία Βούλα.

Κρατά ακόμα στα χέρια της ό,τι αγαπάμε σ' αυτόν τον τόπο.



Κάπου στην Ελλάδα ψήνουν το αρνί στο φούρνο το Μεγάλο Σάββατο.

Την Κυριακή πρωί πηγαίνουν στα μνήματα και το μοιράζουν σε κομμάτια με ψωμάκι.

Ο ένας στον άλλον.

Κι ύστερα γυρνάν στα σπίτια τους και τρώνε το υπόλοιπο.

Σ' αυτό το τραπέζι που μοιράζεται μεταξύ των “εδώ” και των “εκεί”.

Το μοιράζουν για συγχώριο, μου λέει η φίλη μου Ζωή. 

Ο ένας στον άλλο.


Αυτοί οι άνθρωποι έχουν τη Λαμπρή μέσα τους. 

Αυτή που λέει ο Σολωμός.

Αυτή που έχει το “Χριστός Ανέστη”.



[Οι φωτογραφίες είναι της Ζωής Πανταζή. Και ό,τι μου είπε συμβαίνει ακόμα 

στο Μοναστηράκι Αιτωλοακαρνανίας]



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον