πάντ' ανοιχτά πάντ' άγρυπνα
“Κι όταν ενόμιζες ότι ανοίγεις το μεσημέρι μόνο το παράθυρο, άνοιγες όλη τη ζωή”
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ,
“Θέλετε να χορέψομε Μαρία;”
“Η ομορφιά που γεννιόταν και πέθαινε
απαρατήρητη και που, παρ' όλ' αυτά,
ποτέ δεν το' βαλε κάτω”
“Μια πέτρα που δεν είχε τίποτα να χάσει,
μέχρι που ανακάλυψε έναν καινούριο κόσμο
και τον έχασε”
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ1
Του Τυφλού χτες. Του εκ γενετής. Δυο παραμύθια του Αργύρη Χιόνη. Δυο τίτλοι που' ναι
ποιήματα. Ο αφανής τρόπος των παραμυθιών να μιλήσει για την τυφλότητα. Την επίκτητη.
Ένας σπόρος η ομορφιά. Μια αμελητέα ποσότητα. Μια μηδαμινή πιθανότητα.
Μια πέτρα η ομορφιά. Μια πέτρα γκρίζα, ασήμαντη. Μια πέτρα που “σέρνεται στο
δρόμο”. Που ζει τη “μονότονη ζωή της”. Χωρίς να υποψιάζεται τι άλλο μπορεί να
υπάρχει μέσα της. Χωρίς να έχει καμιά ελπίδα να δει τι άλλο συμβαίνει δίπλα της.
Ένας άνθρωπος η ομορφιά. Μια δυνατότητα επίσης στο μέρος της καρδιάς.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι γεννιούνται αυτά τα παραμύθια μέσα από μια μεγάλη
απελπισία. Ό,τι ακολούθησε και ακολουθεί από τότε που γεννήθηκαν -από τότε που έφυγε ο
ποιητής τους- επιβεβαιώνει με τον πιο εφιαλτικό τρόπο την αλήθειά τους.
Η γκρίζα πολιτεία που κάνει τις πέτρες γκρίζες. Οι άνθρωποι αφήνονται μέσα σ' αυτήν,
γίνονται γκρίζοι και αυτοί, “σίδερο, τσιμέντο και μπετόν -σίδερο, τσιμέντο και μπετόν- και
στο μέρος της καρδιάς έχουνε μια πλαστική σακούλα”.
Το θαύμα της μιας παπαρούνας στη μέση του γκρίζου. Όλα συμβαίνουν in media res.
Όλα συμβαίνουν από ένα μικρό σποράκι. Ένα σποράκι κυοφορεί την ομορφιά του κόσμου.
Μόνο του τίποτα όμως δεν κυοφορεί τίποτα.
Το χώμα, αυτή η αγκαλιά -όσο ελάχιστη- το χώμα, αυτό το θάλπος.
Θέλει δύο. Η κυοφορία θέλει δύο. Οι δύο είναι από μόνοι τους μια δυνατότητα.
Το Θαύμα συμβαίνει.
Το σποράκι σκίζεται για να φανεί. Η αγάπη σκίζεται για να υπάρξει. “Αγωνίζεται να' βγει
από τη χαραμάδα στο φως”.
Το θαύμα συμβαίνει για τους ελάχιστους -ή για κανέναν, αν κανένας δεν το κοιτά.
Ο αφανής θρίαμβος της μοναξιάς.
“Παράξενο πράγμα όμως. ενώ όλοι τους βαδίζαν στα τυφλά, κανένας δεν την πάτησε, λες κι
είχε σηκωθεί τριγύρω της αόρατο περίφραγμα για να την προστατέψει απ' όλες αυτές τις
στρατιές πελμάτων που την απειλούσαν με ισοπέδωση, κι έτσι να συνεχίσει να υπάρχει η
ομορφιά στη μέση της ασκήμιας, κι ας ήτανε αόρατη, μια που κανένας δεν την έβλεπε, κι ας
μην ήτανε παρηγοριά για κανέναν, μια που κανένας δεν την αποζητούσε”.
Μια πέτρα που αλλοιώνεται και από γκρι, αποκτά χρώμα, παθαίνει την αλλοίωση του
θαύματος μέσα στον κήπο. Μέσα στο ίδιο το θαύμα. Γίνεται ένα μαζί του. Αλλάζει το
χρώμα της μαζί του. Αλλάζει αυτό που είναι. Και “από γκρίζα κι αναιμική” γίνεται
“πρασινωπή, όλο υγεία”.
Το θαύμα ζει μέσα στη μοναξιά. Συμβαίνει κάθε μέρα. Είναι που θέλει τα μάτια ανοιχτά,
τα μάτια της ψυχής άγρυπνα. Για ό,τι ωραίο. Για ό,τι ανασαίνει δίπλα και ψιθυρίζει
διακριτικά ή κάποτε και υμνητικά το θαύμα της ζωής.
“Περνούσανε πλάι απ' την παπαρούνα σαν να μην είχε τίποτα συμβεί, γιατί, όσο κι αν
φαίνεται τρελό, οι άνθρωποι της πολιτείας κοιτούσαν μα δε βλέπανε”.
Στη Χίο τις ανεμώνες τις λένε παπαρουνιές. Είναι τα θαύματα πάνω σε γκρεμά, σε
ξεροτρόχαλα, σε πέτρες ανάμεσα, σε αγριόχορτα.
Το θαύμα αποσύρεται. Ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Πρέπει ν' ανέβεις να το
ανταμώσεις.
Μια παπαρούνα είναι από μόνη της το θαύμα.
Μια πέτρα που ελπίζει είναι από μόνη της θαύμα.
Μες στην ασφαλτοστρωμένη ζωή, κάτι διασώζεται ακόμα.
Και από την άλλη.
Η πέτρα θέλει τον κήπο της.
Η παπαρούνα το χώμα.
Μόνος σου δε γίνεσαι θαύμα.
Μόνος σου περιμένεις το θαύμα.
Ένας άνεμος σε φέρνει στο χώμα.
Αυτό που θα σε κυοφορήσει.
Ένα παιδί -άνεμος επίσης- σε πετά μέσα σε μια στιγμή στον κήπο.
Αυτόν που θα σου αλλάξει το χρώμα.
Όλα συμβαίνουν μέσα από μια πτήση.
Μια πτήση αρκεί.
Μέσα σε μια νύχτα ν' αλλάξεις θάλασσα. Το μπορεί.
1Χιόνης Αργύρης, Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς (σχέδια: Τάσος Μαντζαβίνος), εκδόσεις Πατάκη, 1994
[φωτογραφίες: Νότια Χίος, Φεβρουάριος 2020]
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου