Οι κάμποι του Antonio Machado

 


Μάτια που άνοιξαν στο φως

για να πλανηθούν, μετά,

τυφλά μες στη γη και, χορτάτα,

να κοιτάν χωρίς να δουν.


ANTONIO MACHADO



Γεννιέται στις 26 Ιουλίου 1875 στη Σεβίλλη. Πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1939.


Ήταν ένα βουερό δέντρο στον κάμπο,

τραγουδιστής γλυκός της σιωπηλής πεδιάδας,

που κράταε ένα λυγμό γεμάτο πίκρα

πνιγμένον μες στον θρόο της φυλλωσιάς του.

Ήτανε ένας τραγουδιστής γκρίζος και μαύρος

κάτω από το μυστήριο της ωραίας σελήνης


Ήταν “όπως ένα μοναχικό αγκάθι

της πεδιάδας στη σκιερή στροφή” που άνθισε “μέσα στου δρόμου την αργή απραξία”

τότε που “φυτρώνει η ολόανθη ώρα της αγάπης”.


Ήταν “ο κάμπος που ονειρεύεται” όταν “η γη δε ζωντανεύει”.


Ήταν η λύπη. αυτή “η λύπη που είναι αγάπη”.


Ήταν οι λεύκες,

“λεύκες της ακροποταμιάς του Δούρο,

είσαστε μαζί μου, σας κουβαλάει η ψυχή μου!”


Ήταν οι κάμποι που “μαζί του πάνε”

που “φτάσαν στην ψυχή του”

που “μέσα του έχουν κιόλας φωλιάσει”.


Ήταν αυτός που έβλεπε ότι “ο δρόμος είναι μόνο χνάρια πάνω στη θάλασσα”,

“κι είναι το δικό μας διάβα,

διάβα που ανοίγει δρόμους,

δημοσιές πάνω στη θάλασσα”.


Ο Αντόνιο Ματσάδο παραγκωνίστηκε στην εποχή του και ετικετικοποιήθηκε με το πρόχειρο πάνελ της “παραδοσιακής τεχνοτροπίας”. Σήμερα από τη γενιά του '27 ελάχιστα ονόματα άντεξαν στον χρόνο. Ο Λόρκα. Ο Ματσάδο.


Αγαπώ την ομορφιά και στη σύγχρονη αισθητική

έκοψα τα παλιά τα ρόδα στον κήπο του Ρονσάρ.

Δεν μου αρέσουν τα φτιασίδια της νέας καλαισθησίας,

ούτε είμαι το πουλί της μόδιας που τραγουδάει τρελά.

Αντιπαθώ τις ρομάντζες τενόρων κενολόγων

και τη χορωδία των γρύλων που τραγουδάει στ' άστρα.

Για να διακρίνω σταματάω τα απόηχα της ηχούς,

και μέσα στις πολλές φωνές ακούω μονάχα μία.

Είμαι ρομαντικός ή κλασικός; Δεν ξέρω. Ίσως ν' αφήσω

θα' θελα τους στίχους μου σαν καπετάνιος το σπαθί:

διάσημο από το χέρι που το χούφτωνε,

κι όχι εκτιμημένο απ' τον ειδικευμένο χαλκουργό.

Συζητώ με τον άνθρωπο που πάντα πάει μαζί μου

-όποιος μιλάει μονάχος, κάποτε θα μιλήσει με το Θεό.


“Για χρόνια”, γράφει ο μεταφραστής του Ρήγας Καππάτος, “ο Αντόνιο Ματσάδο φορούσε το ίδιο ξεθωριασμένο καφέ πανωφόρι, κι αντί για ζώνη χρησιμοποιούσε ένα λυτάρι από πλεγμένα σπάρτα. Όταν πέθανε, στην τσέπη του περίφημου αυτού πανωφοριού, βρέθηκε σ' ένα χαρτάκι γραμμένος ο τελευταίος στίχος που έγραψε: “Αυτές οι γαλάζιες μέρες κι αυτός ο ήλιος των παιδικών μου χρόνων”.

Δεν άντεξε στις κακουχίες, όταν πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς, όπως και χιλιάδες Ισπανοί, προσπαθώντας να περάσει τα σύνορα προς τη Γαλλία, με προελαύνουσες τις λεγεώνες του Φράνκο. Μπαίνει στο ίδιο αυτοκίνητο με τη μάνα του στα γόνατά του. Τους δίνουν λίγο ψωμί και τυρί. Η υγεία και των δύο χειροτερεύει. Πέθανε 22 Φεβρουαρίου 1939. Η μάνα του πέθανε τρεις μέρες μετά.


Θα κοιμηθείς ώρες πολλές ακόμα

επάνω στην παλιά ακροποταμιά,

κι ένα καθάριο πρωινό θα βρεις

τη βάρκα σου δεμένη στην άλλη όχθη”



Κι όταν θα φτάσει η ώρα του τελευταίου ταξιδιού,

κι είναι έτοιμο το πλοίο για το στερνό ταξίδι,

θα με βρείτε επιβάτη χωρίς πολλά μπαγκάζια,

σχεδόν γυμνό, σαν τα παιδιά της θάλασσας.


Η ζωή για τον Ματσάδο είναι το σημείο όπου διαχωρίζεται η επιβίωση από τη ζωή. Προς αυτή την κατεύθυνση οφείλεις να ασκηθείς.


Άσχημο είναι να μην ξέρουμε

σε τι χρησιμεύει η δίψα


όταν μάλιστα είναι ολοφάνερο πως ομοιοκαταληκτούν το νερό με τη δίψα


Ήταν όλα αυτά που η καρδιά του περιμένει. Ζώσα και πυρπολημένη. Στο μεταξύ δεν παύει την ομορφιά -όσο ελάχιστη, αν υποθέσουμε ότι είναι ελάχιστη η ελάχιστη ομορφιά- να ανιχνεύει, να καταγράφει, να διασώζει -με κάθε τρόπο. Η έξοδος συνεπικουρεί το κομμάτι της “όρασης”:


Φτελιά, θέλω να σημειώσω στα χαρτιά μου

τη χάρη του πράσινου κλαδιού σου.

Η καρδιά μου ακόμα περιμένει

κατά το φως, κατά τη ζωή,

ακόμα ένα θαύμα της άνοιξης.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον