Το ταξίδι V, Σινά ΙΙ
ΣΙΝΑ ΙΙ
4 Μαΐου 2023
ΤΟ ΤΑΛΑΝΤΟ
Ξημέρωνε το τάλαντο την αυγή.
Κι η
έγερση προτού το τάλαντο. Και ένα δέος προτού το δέος να διαβείς την Πύλη, να
εισχωρήσεις όσο πιο γρήγορα μέσα. Λες και το μέσα έκρυβε ένα μυστικό. Μυστικό
ήτανε, αιώνων.
Οι ελιές -ανθισμένες σε μια βραδιά- συνοδεία ως την είσοδο της Ακολουθίας. Μια γάτα κατέβηκε τρέχοντας, άλλος κανείς, προϋπαντεί ώρα ορθρινή. Τρέχω να προλάβω το αβάδιστο των ανθρώπων.
Εισέρχομαι στο πορτάκι της Μονής, σκύβω να περάσω, προαιώνιοι λίθοι συνοδεύουν το πέρασμά μου. Μια εικόνα Της μου χαμογελά. Καλημερίζω, αχάραγα ακόμα, τον Βεδουίνο που στέκεται φύλακας εκεί. Χριστός Ανέστη, λέμε ακόμα. Αληθώς, απαντά και χαμογελά. Σου έρχεται να σκύψεις επιπλέον μπροστά σε αυτά τα πρόσωπα που εισβάλλουν μέσα από αιώνες ανοίκειους και φυλές μυθικές. Μα κυρίως να χαμηλώσεις το βλέμμα μπροστά σε μια έμφυτη παιδικότητα, σχεδόν συστολή.
Θεόρατοι, γρανιτένιοι τοίχοι, δημιουργούν έναν λαβύρινθο. Διασχίζω τα τοιχώματά του, ορθώνεται μπροστά μου το καμπαναριό του Καθολικού, στη μέση περίπου των ενδότερων τειχών. Εδώ χτυπά κάθε μέρα -365 μέρες τον χρόνο, από τον 6 αιώνα αδιάσπαστα- η καρδιά της Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. Εδώ φλέγονται όσοι τη διακονούν, εδώ φλέγονται και όσοι εισέρχονται. Τα βήματά μου κοντοστέκονται από μόνα τους, παλεύουν να χωρέσουν το ασάλευτο μέσα στους αιώνες.
Στο κατώφλι του Καθολικού, στέκομαι άπνοη. Ως αυτή τη στιγμή που το σκέφτομαι στέκομαι άπνοη ακόμη. Κι όσες στιγμές και αν περάσουν, σε αυτό το κατώφλι στέκεται η ψυχή και φλέγεται.
Οι φλόγες των κεριών. Θέλω να πω για τις φλόγες των φυτιλιών, για αυτή την κρεμαστή τετράφωτη λυχνία, άγνωστο δώρημα μακρινών αιώνων, θέλω να πω για το μοναδικό φως -κι αυτό να είναι των κεριών.
Ένα τέμπλο ορθώνεται απροσπέλαστο, φτασμένο ίσαμε εδώ από την Κρήτη, εικόνες που μόνο από μακριά τις γνώριζα, τώρα τις βλέπω εδώ, φύλακες του Ιερού. Η γλυκύτητά τους είναι πιο ισχυρή, θέλω να πάω μπροστά τους και να κάθομαι να τις κοιτώ.
Κοιτώ τους λίθους που πατώ. Ακούνητοι μάρτυρες των αιώνων που προηγήθηκαν. Πόσο κοντά ή πόσο μακριά είναι ο 6ος αιώνας; Πόσο κοντά ή πόσο μακριά στέκει ο Ιουστινιανός; Πώς πύργωσε η έρημος το Θεοβάδιστο όρος;
Συγκινούμαι. Συγκινούμαι, αδυνατώ να ελέγξω το φρέαρ των δακρύων. Κοιτώ. Εκεί απ’ όπου ακούγεται μια σκυφτή φωνή. Εισήλθαν οι αιώνες ξανά, με αιφνιδίασαν, όσο εκείνος έσκυβε, γονυκλινούσε όρθιος πάνω στο ψαλτήρι, εισήλθαν οι αιώνες και τον σκέπασαν.
Το φως μαλάκωνε, γινόταν ανοιχτό και πιο ανοιχτό. Ένα καθαρό φως όσο το γαλάζιο -ένα δειλό γαλάζιο- ερχόταν μαλακά μέσα από τους φεγγίτες, μην τύχει και αλλοιώσει την τρυφερότητα των φυτιλιών, μην τύχει και διακόψει τη μυσταγωγία.
Εδώ μια βάτος φλέγεται ακόμα. Εδώ μια βάτος άκαυτη.
Απόλυση.
Η ΑΝΑΒΑΣΗ
- Αληθώς, λέει ο Αϊντ, ο Βεδουίνος που θα μας συνοδέψει. Ο Αϊντ μπορεί να ανέβει δυο και τρεις φορές σε αυτό που εμείς θα παλέψουμε να ανέβουμε μία φορά στη ζωή. Και αυτή να είναι αυτή. Ο Αϊντ, ένας χαμογελαστός, διακριτικός γίγαντας. Ο συνοδός μας ως την Αγία Κορυφή, εκεί όπου ο Μωυσής έλαβε τις δέκα εντολές, εκεί όπου θέλησε να δει τον Θεό του και σχίστηκαν οι βράχοι και είδε μονάχα το πέρασμά του. Ο Αϊντ. Όταν εμείς αναζητούμε τρόπους ν’ ανεβούμε, παπούτσια ειδικά και όλες τις τεχνικές ανάβασης μιας πορείας βουνού, αυτός μονάχα με μια παντόφλα θα φτάσει εύκολα ως εκεί. Ο Αϊντ. Μας συγκεντρώνει, μας μιλά άπταιστα ελληνικά, μας μετρά, μετρά, νιώθω αργότερα, τις δυνάμεις του καθενός. Είναι συνοδός και ακόλουθος. Έχει έγνοια για τον καθένα, βρίσκεται από τη μια στιγμή στην αρχή της πορείας και την άλλη στιγμή στο τέλος. Δίχως σχεδόν κανείς να αντιληφθεί το πέρασμά του ανάμεσά μας. Με το βλέμμα του μόνο έχει επίγνωση ποιον να προσέξει περισσότερο. Μέσα στην τάση της ταχύτητας που έχει κυριεύσει όλα τα αλώνια, αφού όλα μετριούνται με την ικανότητα της πρωτιάς ή της δύναμης –και όχι της αδυναμίας, αυτός μας μαθαίνει το μέτρο του βαδίζειν, τη σοφία του να προχωράς αργά και στέρεα, τη χαρά του να βλέπεις γύρω σου, όσο χρόνο και αν πάρει. Νιώθεις ένα σεβασμό για το διαφορετικό σώμα που κουβαλά ο καθένας. Αυτό μού έμαθε ο Αϊντ. Ο Βεδουίνος. Ο συνοδός βουνού, που λέμε στη Δύση. Ή μάλλον και αυτό.
Θέλει να τους προσπαθήσει να φτάσουν όλοι. Δε θα φτάσουν.
Κρατάμε στα χέρια φοινικόκλαδα. Με την έκθεσή τους στον ήλιο, σκλήρυναν, γίνανε ξύλο αλύγιστο. Με αυτό θα ανέβουμε. Με μια βακτηρία από φοίνικα που νοικιάσαμε από τους Βεδουίνους.
Ρίχνω ένα τελευταίο βλέμμα στο Μοναστήρι. Αυτό το κάστρο που είναι, σβήνει σε κάθε βήμα, απομακρύνεται σα μιαν ασπίδα που, όμως, υπάρχει, δε θα χαθεί.
Συνοδοιπόροι της αρχής, καμήλες, καμηλιέρηδες, ένας μικρός, ο Φαρίκ, που τον αγάπησα εξαρχής, αφού είχε το βλέμμα των Βεδουίνων το προαιώνιο -όπως φαντάζομαι ότι ήταν το βλέμμα τους. Ένα χαμόγελο έτοιμο να ξεσπάσει σε κάθε στιγμή. Ένα χαμόγελο από έναν κόσμο που επιβιώνει μέσα στην άμμο και τον γρανίτη. Άλλοτε χαμογελά, μαλακώνει όπως η άμμος, και άλλοτε σβήνει με ένα απλό φύσημα, σκληραίνει, σοβαρεύει. Είχε μια αγωνία ο Φαρίκ, ψημένος από μικρός γύρω από το Μοναστήρι, είχε μια αγωνία ενήλικα βιοπαλαιστή αλλά και το αλαφροπερπάτημα ενός παιδιού -αμόλυντου από την τεχνολογία.
Το πρώτο χιλιόμετρο ήτανε κάτι σα γιορτή, μια μεγάλη συνοδεία, πολύχρωμη, καμήλες, Βεδουίνοι, παιδιά, καπέλα, σακίδια, κλαδιά, χώμα, πέτρες, η πρώτη αίσθηση του περπατώ μέσα σε έναν τόπο, αφήνοντας πίσω μου όλη τη σκευή με την οποία ξεκίνησα. προχωρώ μόνο με τα απαραίτητα, το νερό, το κάτι ελάχιστο, το τίποτα άλλο.
Οι καμήλες θα μας συνοδέψουν μέχρι να φανεί ξεκάθαρα, θα ανέβουμε όλοι με τα πόδια. Στην πρώτη στάση θα επιστρέψουν. Μαζί τους και ο Φαρίκ και όλοι. Συνεχίζουμε μόνοι. μόνο με τον Αϊντ. Αν κάποιος το’ θελε, θα μπορούσε να ανέβει με την καμήλα, μέχρι την τελευταία δοκιμασία -τα σκαλοπάτια. Από τα πέτρινα σκαλοπάτια ως το 2.283 μέτρα υψόμετρο, μονάχα ο ίδιος ο άνθρωπος. Κανείς δεν θέλει. Επιστρέφουν.
Ψυχρές ψυχές δεν υπάρχουν στο Σινά. Ή αντέχεις ή αναχωρείς, ανέγγιχτος από το μυστήριο.
Και κάθε φορά που έφευγε ένας, δάκρυζες μόνο με τη σκέψη ότι κάποιος δεν θα ανέβει τελικά, όπως και στη ζωή, κι ήταν εδώ που έβλεπες σε μικρογραφία την ένταση των στιγμών και των ψυχών. Ήταν εδώ που μετριόταν το κρύο και η ζέση. Η ανάγκη και η αντοχή. Το τώρα ή το άλλοτε. Ή το ποτέ.
Φυσούσε. ένα αεράκι της άνοιξης, όλο δροσιά, φυσούσε. Έπεφτε πάνω μας, μας ανέμιζε, σαν να’ τανε νερό, νεράκι της ερήμου. Ο ήλιος ανέβαινε κι εκείνος. Κι εμείς, όλο στρίβαμε και ξαναστρίβαμε. Όλο μετριόμασταν μαζί του, με τα πόδια, με την ανάσα, με την αντοχή.
Ανεβαίναμε στάγδην. Κρατώντας δυνάμεις. Σε ανοίγματα που πρόβαλαν εκεί που δεν το περίμενες, μια παράγκα εμφανιζόταν, ένα Βεδουίνος εμφανιζόταν από το πουθενά, την άνοιγε ειδοποιημένος από τον Αϊντ ή ήτανε ήδη εκεί, καθόμασταν όσο χρειαζόταν, ο Αϊντ έδινε το σύνθημα και πάλι, είχαμε πιει νερό, είχαμε ανασάνει, ξεκινούσαμε ξανά.
Γύρω ο τόπος θέριευε. Κι ήτανε σαν να ‘μπαινες στο οροπέδιο ενός κρατήρα. Κόκκινα κύματα κυκλώνανε τον μόνο δρόμο προς την Κορυφή κι η Κορυφή ήτανε αργά να φτάσει. Ερυθρά, πορφυρά, όμπρα ψημένη, μια terra incognita άλικη, πήλινη, κι ένα μονοπάτι σε ανάβαση. Κοφτερές όψεις τερακότας, ο ήλιος χτύπαγε πάνω στις λεπίδες των ορέων, εκεί μια όαση, εκεί ένα ασκηταριό, εκεί το χάος της ερήμου, εκεί ένα χωριό Βεδουίνων, εκεί το δεν έχει τέλος.
Όαση. Τι σημαίνει όαση; Τόπος που ανέβλυσε νερό, απροσδόκητος τόπος μέσα στη χοάνη του πουθενά. Σημαίνει ένα λουλούδι, ανεμολούλουδο, καρφωμένο στην πέτρα στα 2000 υψόμετρο. Σημαίνει ένα δέντρο, κυπαρισσόδεντρο, ένα σμήνος δέντρων μέσα σε πήλινο αγγείο, τον τόπο που πατώ. Σημαίνει έναν ίσκιο να σταθείς κάτω από ένα πρόχειρο σκέπαστρο. Γιατί δέντρο δεν είναι, δεν υπάρχει πουθενά. Μονάχα από μακριά, με τρόπο μυστήριο, σχεδόν τελετουργικό, το βλέπεις να υψώνεται. Όαση το λένε, αλλά εμείς δεν την αγγίζουμε.
Ένας θάμνος εδώ, ένας θάμνος εκεί, σκαρφαλώνει το βλέμμα πάνω τους, απορεί, πώς είναι, πώς γίνεται, μέσα από ποια δίψα βλασταίνει εδώ.
Ανεβαίνω, κι όσο ανεβαίνω πρόσωπα εισέρχονται, γίνονται σχεδόν προσευχή, αυτοσχέδιες σχεδίες μέσα στη θάλασσα της ερήμου.
Είπα θάλασσα. Θυμάμαι. «Έρημος; Τι είναι έρημος; Είναι θάλασσα; Θάλασσα είναι». Θυμάμαι τη μικρή Μαρούλα, να ρωτά και να απαντά μόνη της και να βάζει σε στίχους χειροποίητους το μυστήριο του βυθού της ερήμου -όπως και η ίδια η θάλασσα.
Πέτρες, σημαδεμένες πέτρες. Ερυθρόμορφα όστρακα βράχων που ‘τανε τείχη απόρθητα κι εμείς ανάμεσά τους. Βράχοι, δέντρα απολιθωμένα γυάλιζαν στο προμεσημβρινό και μεταμεσημβρινό φως.
Τα σπάραχνα των ορέων. Εκεί φτάναμε. Στο μυοκάρδι. Διασχίσαμε τον φλοιό του κόσμου, εγκαταλείψαμε την κυβερνοχώρα του και τώρα εδώ, στα σπάργανα τυλιγόμασταν ενός μανδύα κόκκινου, ελικοειδώς εισερχόμασταν στον πυρήνα.
Κι ήτανε στο κουκούτσι να φτάσουμε, σε αυτό το ξωκκλήσι, ως φωλιά θαλασσαετού, εκεί το τέλος της ανάβασης.
Άλλους δε συναντήσαμε, μονάχα δύο ζευγάρια Εβραίων κατεβαίναν, ήτανε νύχτα που είχανε ξεκινήσει αυτοί. Κι είτε νύχτα ανεβαίνεις είτε το πρωί. Εμείς ξεκινήσαμε πριν τις 9 το πρωί. Ήτανε πριν τη μία το μεσημέρι. Κοντεύαμε.
Το εκκλησάκι φάνηκε από μακριά. Έτσι σα σινιάλο αλλά και σαν υπογράμμιση. Εδώ είμαι αλλά και είμαι μακριά ακόμη. Το μάτι δεν χώραγε το απροσπέλαστο. Μονοπάτι δε διακρινόταν.
Φύσαγε άνεμος -μονάχα αυτός ακούγονταν. Οι φωνές χαθήκαν. Μονάχα τα βήματα ακούγονταν και η ανάσα ακουγότανε κι αυτοί κι άλλοι μπροστά και άλλοι πίσω και άλλοι πολύ πίσω, όλοι παλεύανε το έσχατο της αντοχής.
Τα κόκκινα βουνά είχανε γίνει ιστός και αγκαλιά. Άχνιζε η απεραντοσύνη, κάθε βήμα ήτανε σχεδόν στον αέρα, μετεωριζόμασταν, δεν ανεβαίναμε απλώς, σχοινοβατούσαμε ως την κορφή. Και η κορφή δεν ήτανε μια επιπλέον κορφή. Η κορυφή έτρεφε ένα μυστικό στα σπλάχνα της. Κρατούσαμε γερά τα φοινικόκλαδα. Κρατούσαμε ο ένας το χέρι του άλλου και ανεβαίναμε. 750 σκαλοπάτια ως το τέλος. 750 σκαλιά ως την κορφή.
Φτάναμε, έφτασα, φτάσαμε. Πώς να γλιτώσει κανείς απ’ τους λυγμούς.
Κάτω η θάλασσα.
Ναι, η έρημος των ορέων ήτανε θάλασσα.
Φουσκοθαλασσιά.
ΚΑΤΑΒΑΣΗ
Ο χρόνος, γρανίτης και χαράσσεται. Κι αν κάτι ανεπούλωτο αφήνουμε πάνω του, είναι αυτή η χαραγματιά, τα αρχικά μας λαξευμένα, μια ημερομηνία, μία μέρα, μία χρονιά που κανείς -ούτε και αυτός ούτε και εδώ πάνω, στα όρη των ορέων- κατόρθωσε να σβήσει.
Ο τόπος μετεωρίζεται ανάμεσα στο ιερό, το εξωπραγματικό, το ασύλληπτο. Η κόκκινη θάλασσα μάς έχει στην αγκαλιά της κι αν κάτι είναι να πεις εδώ, πνίγεται στη σιωπή.
Ανοίξαμε το ξωκκλήσι. Και λευτερώσαμε τον άγγελο που το φυλούσε. Κι έφυγε αυτός να ξεκουραστεί κι αφήσαμε φεύγοντας άλλον στην ίδια θέση. Μέχρι και πάλι να έρθει κάποιος να του ανοίξει να λευτερωθεί και αυτός με τη σειρά. Έτσι λένε στη Χίο. Ανοίξαμε την εκκλησιά της Αγίας Κορυφής και λευτερώσαμε τον άγγελο.
Εικονίτσες κολλημένες στην εικόνα της Παναγίας. Όπως παλιά κολλούσανε κεριά. Εικονίτσες, περάσματα ανθρώπων π’ ανεβήκαν. Αφήνω το πέρασμά μας, έτσι, κάτι να μένει εκεί από εμάς. Όταν εμείς δε θα ‘μαστε εκεί. Όταν, αδυνατώ να σκεφτώ, ότι θα ξανανεβούμε.
Τα κεριά φλέγονται. Ο Μωυσής ίπταται. Άνθρωποι ακούγονται, ψάλλουν, διασχίζει η φωνή τους το πέρασμα των τειχών, των τοίχων που μας περιβάλλουν, των αιώνων που μας περιτυλίσσουν.
Κάποιος χτυπά την καμπάνα. Κι αυτή ακούγεται. Διασχίζει τις ώρες που μας χωρίζουν από την όαση της Μονής και τους ειδοποιεί ότι φτάσαμε. Ήτανε 1 η ώρα, σε λίγες ώρες θα βρεθούμε και πάλι κάτω. Τώρα ίπταμαι, ίπταμαι στο ασύλληπτο, στην ένταση όλων των αισθήσεων. Ίπταμαι στην κόκκινη θάλασσα.
Έχω μαζί μου το χειροποίητο Άσμα των ασμάτων. Αυτό μονάχα κουμπώνει εδώ. Κουμπώνει με το εναέριο χείλος της ομορφιάς, με το θείο που το αγγίζεις με τ’ ακροδάχτυλά σου.
Η κατάβαση έχει μια απρόσμενη χαρά. Σχεδόν πετάμε. Λες και κάτι συντελέστηκε εκεί, κάτι βαθύ, ανερμήνευτο που δε χρειάζεται -και δεν μπορώ- παραπάνω να πω.
Το φως πυρώνει. Σκύβω μαζεύω όστρακα μνήμης, δέντρα που χαράχτηκαν μέσα σε λίθους, σφραγιδόλιθα δέντρα-κλαδιά. Σκύβω, συλλέγω το μετά.
Η χαρά πρωτοστατεί και κανοναρχεί την κάθοδο. Από την πρότερη δοκιμασία έχει απομείνει μονάχα η γεύση της, έτσι σαν υπενθύμιση ότι υπήρξε. Άγρια βότανα ξεχωρίζουνε μέσα στο φως του μεσημεριού καλύτερα. Σφηνωμένα στο άνυδρο, καρποφορούν την αντοχή των δυνάμεων.
Το Μοναστήρι φάνηκε. Δυο αγριοπερίστερα λιάζονται σε βράχους άξενους κατά τα άλλα. Σημαδεύω την παρουσία τους ενώπιόν του.
Φωνές ακούγονται, επιφωνήματα χαράς. Είναι ο Φαρίκ και οι φίλοι του. My friend, μου φωνάζει και μου συστήνει όλη τη συντροφιά. Όμορφα βλέμματα, μια γλώσσα μάς χωρίζει, όμορφα βλέμματα, αγνά. Ο Φαρίκ μιλά αγγλικά και συνεννοούμαστε κυρίως με τα μάτια. Φωνάζουν τα παιδιά τα ονόματά τους. Εσύ; μου λέει. Εσένα πώς σε λένε; Θα μεγαλώσει, αυτός και οι φίλοι του, και θα πάρουνε τη θέση του Αϊντ και των άλλων Βεδουίνων καμηλιέρηδων. Και τα παιδιά του Φαρίκ θα αναβλύζουνε και αυτά το χαμόγελό του και θα παραμείνουν ως υπόσχεση του αναλλοίωτου ή του απρόσβλητου από την κακοτεχνία του σύγχρονου «πολιτισμού». Και θα διασώσουν, ίσως, τον Αϊντ και τα λόγια του, όταν του έπεσε ένα κέρμα πάνω στο χώμα από τα χρήματα που του δώσαμε «Όλα εκεί θα πάνε», είπε, χαμογέλασε και έφυγε.
ΕΣΠΕΡΑΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΝ
Χτυπά η καμπάνα. Ακόμα με το κόκκινο χώμα στα πατήματά μας, εισερχόμαστε λίγο πριν το «Νυν απολύεις» στο Καθολικό. Το Ιερό σκεπάζεται από ψηφίδες του Ιουστινιανού. Το αφήνουμε σε ένα μονάχα βλέμμα που τρέχει βιαστικό και γεμάτο θάμβος πάνω σε όλα τα πρόσωπα.
Κι ύστερα χαμηλώνουμε το κεφάλι να εισχωρήσουμε ανυπόδητοι στον τόπο της άφλεκτης βάτου. Εδώ όλα σώζονται, όπως μνημονεύονται. Εδώ χαριτώνεται η μνήμη.
Στην αυλή του Μοναστηριού, η βάτος, χιλιάδων ετών, η βάτος, ένας ήλιος θαμνοφόρος. Ασύλληπτο να χωρέσεις μέσα σε ένα μόνο πέρασμα τον τόπο. Το Σινά σημαδεύει όσους θα βρεθούν μέσα και έξω από τα τείχη του. Σε σημαδεύουν οι λίθοι, το λιγνό φως των μελισσοκεριών, οι λειασμένες πέτρες που πατάς, καθρέφτης του χρόνου που προηγήθηκε. Το γλυκύτατο πρόσωπο μιας Αγίας που λησμόνησε το μαρτύριό της, το πρόσωπο του Χριστού του Σινά, μισό μες στην Παλαιά μισό μες στην Καινή. Μισό της αγάπης, μισό της κρίσης. Αγαπώ το μισό, το ολόφωτό του, που με συνεπαίρνει εδώ και χρόνια.
Αν είναι να μιλήσω με το αμίλητο για μια παράσταση του Χριστού, για αυτό το μισό πρόσωπο θα σιωπούσα.
Η νύχτα πέφτει και πάλι. Η τελευταία νύχτα στο Σινά. Σιωπώ απόλυτα, ως συνέχεια της ανάβασης σε κάτι θείο. Αδυνατώ έξω μου να αρθρώσω άλλο λόγο. Ακούω το φέγγος μιας σελήνης που απλώνεται αλλιώτικα απάνω μου. Γνωρίζω ότι έφτασε το τέλος αυτής της μυσταγωγίας. Ότι το πορτάκι θα παραμείνει ανοιχτό για τους επόμενους.
Ένα κοτσύφι μέσα στη νύχτα κάπου ακούγεται. Το σχεδόν φεγγαρόλουστο με κάνει να μην ακούγω τίποτε άλλο πέρα από το ίδιο το φως.
Έχω μαζί μου τη μνήμη των ορέων, το ένα λουλούδι, το τσάι και τη ρίγανη από τα χέρια μαζεμένα ενός γέροντα Βεδουίνου κι έχω μαζί μου το χαμόγελό του και το χαμόγελο του δικού Του προσώπου.
Την επομένη αποχαιρετούμε τα σχεδόν αόρατα πρόσωπα των μοναχών που ζούνε σήμερα εντός των τειχών, αυτά τα λίγα που συναντήσαμε και μας μιλήσαν, πρόσωπα φωτεινά, σαν αρχιγράμματα ζωγραφιστά χειρογράφων πολύτιμων που όμως σωθήκαν.
Τώρα βρέχει. Είναι Ιούνης, μια μέρα πριν και αυτή την πανσέληνο. Εκείνη θα ανέβει εκεί και πάλι, θα φωτίσει την κόκκινη ώχρα των τειχών κι αυτά θα ζωντανέψουν κι η ανεμόσκαλα θα κυματίσει ξανά, αύτανδρη θα διασχίσει τον καιρό, όχι σαν ξόανο, μα ως αναλαμπή στιγμών παλιών κι οι πολεμίστρες θα σηκώσουν τις εικόνες όλες, αυτές που δεν είδανε το φως του ήλιου ή το δικό της, και θα σταθούν άγιοι και μοναχοί μαζί, αντάμα να την προϋπαντήσουν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου