Πολίτικα






Με αφορμή ένα ταξίδι που θα συνέβαινε, έπιασα στα χέρια μου ένα βιβλίο, χαρισμένο εδώ και μια

εικοσαετία από τον εκδότη της Τροχαλίας, Γρηγόρη Τρουφάκο.

Ήταν από τα αδιάβαστα, εκείνα που χρόνια σε αναμένουν στο ράφι.

Τώρα, το ταξίδι - ένα ακόμη ταξίδι στην Πόλη, επέβαλε να σταθεί κανείς πιο υποψιασμένος απέναντι στον τόπο.

Κι αφ' ότου επιστρέφει κανείς, υπάρχει ένας τρόπος πάλι να συνεχίσει το ταξίδι.

Ή και να μην ταξιδέψει καθόλου, ο τρόπος είναι ο ίδιος.

Το κατάστρωμα του ανοιχτού βιβλίου.

Ο Ευελπίδης κατεβάζει από τα σοφίτα τα ανεπιστρεπτί της μνήμης.

Διασώζει έναν χρόνο και έναν τρόπο.




Μια ολόκληρη ζωή εν κινήσει, όπως ήταν η Πόλη τότε,

μ' όλο τον υπόκωφο φόβο να γίνεται πραγματικός τρόμος στο τέλος.

Έχεις διαρκώς τη βεβαιότητα του ραγισμένου ονείρου, σε αυτό το αλώνι περπατάς, 

ακόμα και τα πρόσωπα, τα πραγματικά, ανυποψιάστοι περαστικοί, δουλικά, εργάτες,

και άλλα επιφανή, είτε ακινητούν με τραβηγμένο πρόσωπο μέσα στη στιγμή που τα διέσωσε είτε

διασχίζονται από μια επίκτητη μελαγχολία, ανεπεξέργαστη και αδύνατο να αποκρυφτεί. 

Ο Χρήστος Ευελπίδης (1904-1980) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξε ερασιτέχνης 

φωτογράφος, ιχνηλάτης της Ελλάδας και συγγραφέας.

Αγάπησε, γράφει ο Νίκος Βατόπουλος, το ελληνικό τοπίο όσοι λίγοι. Άφησε βιβλία για την Ελλάδα

αλλά και για την παλιά Κωνσταντινούπολη.

Υπήρξε μαζί με τον Δημήτρη Χαρισιάδη ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας, 

που ιδρύθηκε αργά το 1952.

Όπως λένε από το ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ "ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο και τράβηξε φωτογραφίες με μηχανή 

μικρού φορμά και έγχρωμο θετικό φιλμ. Το αρχείο του 8000 περίπου διαφανειών από τα ταξίδια του 

απόκειται στο Φωτογραφικό Αρχείο του ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ"

Εδώ, φωτογραφίζει με τον άλλο τρόπο που τον διέπει την Κωνσταντινούπολη που έζησε και έχασε.



"Ζούμε με την ανάγκη της επιστροφής, που πάει και πάει ο νους να πιάσει τ' άπιαστο φευγαλέο

περασμένο, γυρεύοντας ν' ανέβει σκαλοπάτι το σκαλοπάτι στην κορυφή της ίδιας της Αρχής 

σαν αχνοφέγγει, τόσο δα παραθυράκι,

σε κάποιαν άκρη μας πολύ κρυφή. [...]

Το ίδιο το φως ξεχάστηκε, μα πάλι τούτο φέγγει.

Γι' αυτό είναι η θύμηση ιερή".





ΣΤΕΡΙΕΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

[...]

Αλλού οι πατρίδες είν' απ' τις στεριές κι αλλού είν' απ' τις θάλασσες.

Ένα γύρω εκεί στην Πόλη μπερδεύουνται οι χάρτες, καθώς πασκίζουνε να ξεχωρίσουν τις πατρίδες, 

μ' όλα τα χρώματά τους τα παρδαλά. 

Θέλουνε τάχα να μας πουν Ευρώπη και Ασία, Ανατολή και Ρούμελη, τριανταφυλλί και κίτρινο.

Το μόνο που δεν πέφτουν έξω είναι το γαλανό, το γαλανό της θάλασσας, που είναι το ίδιο γαλανό εκεί,

σ' Ευρώπη και Ασία, σ' Ανατολή και Ρούμελη, σ' όλη την κλειστή θάλασσα.

Αυτή είν' εκεί η πατρίδα: η θάλασσα, ο Μαρμαράς. Η μαγεμένη γης απλώνει γύρω μια κορνίζα

σε τόσο φάρδος μοναχά όσο βαστάνε οι κουκουναριές το στρογγυλό τους ίσκιο, 

όσο βαστάνε τα ξανθιά τ' αμπέλια με το ψιλόφλουδο τσαούσι, όσο βαστά η αρμύρα του γιαλού 

δίπλα στην πιπεράτη μυρωδιά της καρυδιάς.

Έτσι και για τη Ραιδεστό και για την Κίο, για τη Σηλυβριά και για την Αρετσού

πατρίδα είν' ο Μαρμαράς.



Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΡΩΜΙΩΝ

[...]

Οι Ρωμιοί κάναν παρέα μεταξύ τους, ήταν και τόσο πολλοί!

Βγάζαν τον εαυτό τους απ' τ' ανακάτωμα ετούτο των λαών, που δεν μπορούσαν να χωνέψουν σε φυλή 

και που βάσταγε ως τελευταία ένα μονάχο δέσιμο: η γλώσσα.

Τη γλώσσα τη δικιά μας τη ρωμαίικια, σπασμένη, ξεσκισμένη, μα γλώσσα ζωντανή για όλους.

[...]



Κι ο κόσμος κρυβόταν στα σπίτια του τη νύχτα, κρυβόταν και μουγκά ετοιμαζόταν για το μεγάλο 

ξημέρωμα. Στην αγριάδα τόσω χρονώ, στη βροντή των κανονιών και στην αναντριά των διωγμών, 

σ' αυτά ακόμα τώρα τα ύπουλα μαχαίρια, ο ραγιάς θ' απαντούσε με το βελόνι.

Γυναίκες, γέροι και παιδιά κι από τους νιους όσοι μπορέσαν να ξεφύγουν το βραχνά, φυλακισμένοι

στους κρυψώνες των ταβανιών, όλοι οι αδύνατοι κι οι πεινασμένοι πολέμαγαν με το βελόνι

τις αυτοκρατορίες του χαμού.

Ράβαν σημαίες. Σημαίες που θα κρύβουνταν μαζί με τα παιδιά και τα κονίσματα ως την ώραν εκείνη.

Λουρίδες και λουρίδες, καθείς με την καρδία του.

Άλλοι τις θέλαν αμέτρητες, άσπρες και γαλανές, σαν τους αφρούς μιας θάλασσας αυλακωμένης

απ' το μαϊστράλι.

Άλλοι τις θέλανε σωστές με μέτρα και βιβλία: εννιά, τέσσερις άσπρες, πέντε γαλανές. 

Κι έτσι ο Σταυρός κι αλλιώς το σχήμα.

Έδωσε τότε κάθε σεντούκι το γαλανό του ύφασμα. Άλλα έτυχαν μπλου σκούρα, σχεδόν μαύρα. 

Άλλα σαν ξεπλυμένα ουρανιά, άλλα κοντά στο πράσινο. 

Τα μάτια κι η λαχτάρα καθενός συμπλήρωναν τη γαλανόλευκη.

Και κόβανε και κόβανε λουρίδες, σ' όλα τα μπόγια και τα φάρδη, 

κι έβαφαν κοντάρια με λαδομπογιές. 

Στο σπίτι του μουσιού Καρνίκ ράψαν κι εκείνοι τη σημαία τους, την αρμένικια, βυσσινί, ουρανί και 

πορτοκαλί. Την ετοίμασαν οι άνθρωποι μ' όλο το καρδιοχτύπι του σκλαβωμένου πόθου τους.

[...]



Όλες οι μαούνες του λιμανιού, όλα τα φτεροκάικα των νησιών και του Βόσπορου, όλες οι βάρκες 

του Κασίμ Πασά και του Κεράτιου, όλα τα πλεούμενα που γέμιζαν τις τρεις θάλασσες της Πόλης,

όλα τα πλεούμενα που γέμιζαν τις τρεις θάλασσες της Πόλης, όλα

μαζευτήκανε τότε εκεί στο Ντολμά Μπαχτσέ. Ήτανε ώρες που μπορούσες να πας με τα πόδια

στον "Αβέρωφ", να προσκυνήσεις.

[...]



Πέρασαν μέρες, μέρες πολλές, για να ξανάβρουν τα μυαλά τους οι Πολίτες, οι μετρημένοι 

και λογαριαστάδες Κωνσταντινουπολίτες.

Ένα βροχιάριο κεντί περνούσε εκεί στη γειτονιά ένα ναυτάκι που' χε χάσει το δρόμο του,

που' χε μπλέξει με τα σοκάκια, τα κρασιά και κάτι μαύρα μάτια.

Βιαζόταν να γυρίσει στο καράβι, γιατί τελείωνε η εξόδου του και ρώταγε δεξιά-ζερβά, 

παραπατώντας στις λασπιές. Ρώταγε, αλίμονο, προφητικά:

-Κατά πού πέφτει η παραλία;


ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ

"ΠΟΛΙΤΙΚΑ" Από τη ζωή των αστών της Κωνσταντινούπολης (τέλη 19ου-αρχές 20ου αιώνα)

εκδόσεις Τροχαλία 2003 


Φωτογραφίες από το ταξίδι στην Πόλη, 

Απρίλης 2024


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η αναγνώριση

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον