Το ταξίδι Ι, Κάιρο








ΚΑΪΡΟ Ι

1 Μαΐου 2023


Κι ήταν ο Νείλος. 

Και το φεγγάρι κατέβαινε. Κι όσο κατέβαινε, κοκκίνιζε.

Κι όσο κοκκίνιζε, ξημέρωνε.

Ήταν ο Νείλος. Και τα νερά ανέβαιναν τη θάλασσα.

Κι ένα βαρκάκι -φελούκα ήταν- έβγαζε τη γλώσσα στα νερά.

Κι ήταν το Κάιρο. Μετά τα μεσάνυχτα. Ο ποταμός ανέβαινε.

Μονάχα αυτός -από όλους τους ποταμούς του κόσμου- μονάχα αυτός ανέβαινε,

μεγαλοπρεπής, γαλήνιος, σιωπηλός, να τη συναντήσει.




Κοιλάδα του Νείλου. Κοιλάδα των νεκρών.

Πυραμίδες. Κρύφτηκε ο θάνατος μέσα στο υπέρογκο. Κι η έρημος οπισθοχωρεί, σχεδόν

χάνεται, η έρημος γίνεται ζωή, σπίτια ανθρώπων που απαιτούν το μερίδιό τους σε αυτή τη ζωή.

Η έρημος χάνεται. Εκεί που εισβάλλει, εκεί και σώνεται. 



«Ο κόσμος φοβάται τον χρόνο» λένε οι Αιγύπτιοι «κι ο χρόνος φοβήθηκε τη Σφίγγα». Όταν

αυτή στέκεται ακόμα εκεί, ένας κόκκος άμμου, μυριάδες κόκκοι άμμου, 

ένα σώμα με πρόσωπο περίκλειστο. Το μυστήριο δεν ξετυλίγεται.



Ένα παιδί πηδά από λίθο σε λίθο, κοιτώντας την από μακριά. Ένα ξανθό κεφαλάκι,

που ξεχωρίζει μες στον ήλιο που ήδη καίει.


















Ορδές κόσμου απ’ όλη τη γη ανεβαίνουν και κατεβαίνουν τα θεμέλια της άλλης ζωής.

Αιγύπτιοι, Άραβες, επιζούν με τον προγενέστερο θάνατο. 

Μια θλίψη με κανοναρχεί.









Άκαμπτα τριγωνικά όρη ορθώνονται στον Ήλιο, οι λίθοι έγιναν σκαλοπάτια προς αυτόν,

καμία προσευχή δεν ακούγεται. Οι ενώσεις είναι ρωγμές, όμως η ζωή δεν εισέρχεται.

Τουρίστες φωτογραφίζουν το μνημειώδες του θανάτου. Ανέγγιχτοι όλοι μας από την

αγωνία του ίδιου του θανάτου.

Ένα δέντρο ξεχωρίζει από μακριά στην πυραμίδα του Χέοπα. Είναι ξερό, κατάξερο. 

Και το καταλαβαίνω.


Ένα γιασεμί -μπλε- σπάει το καμένο χώμα. Ένα φοινικόδεντρο το συνοδεύει.














Γύρω τους ένα παζάρι στημένο εδώ και αιώνες ζωντανεύει την έρημο. Τα χρώματα

εισβάλλουν, οι καμήλες στωικά και αδιάφορα περιμένουν τον αναβάτη τους.

Οι σκαραβαίοι, τα δέντρα της ζωής, σύμβολα ερχόμενα από έναν άλλον κόσμο

ανατυπώνονται φλύαρα σε οποιαδήποτε μορφή. Ο πάπυρος κυριαρχεί.


Θα’ θελα να μπορούσα να έρθω τη νύχτα. Τότε, να φανταστώ τον τόπο σε αυτή την έναστρη

σιωπή της ερήμου. Τότε μονάχα να είμαι εδώ. Να συνδεθώ.



Ανακαλώ τον Θεοτοκά, γαληνεύω.

«Μέσα από την άνυδρη, φλογισμένη έρημο, από τις απέραντες πόλεις των νεκρών, από όλον αυτόν τον θάνατο, όλον τον τρόμο της ανυπαρξίας, σε αγγίζει πότε-πότε, σιγανά, ανεπαίσθητα, αυτό το βάλσαμο που θερμαίνει την ψυχή, μια νότα στοργής, τρυφερότητας, αγάπης και πίστης: η παρουσία του ανθρώπου»

v  


Αρχαιολογικό Μουσείο Καϊρου. 

Η μελαγχολία του επισκέψιμου τόσων σωμάτων.

Τα σώματα, σώματα, τα απορφανισμένα σώματα, έκθετα σε περάσματα βιαστικά,

βλέμματα περίεργα, αδιάκριτα, κλεισμένα σε φλας της στιγμής, σέλφι που θα

ταξιδέψουν σε όλον τον κόσμο, σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφήνοντας

ανείπωτο το ίδιο το πρόσωπο, σώματα ιερά, σώματα αγνώστων, έτσι ανυπεράσπιστα

σε προθήκες σκονισμένες -αιώνες φώλιασε μια σκόνη εδώ- σα να’ ναι γυαλικά ή βιβλία

ανέγγιχτα σε ράφια βιβλιοθηκών.


Τα Φαγιούμ ήταν και αυτά εδώ. Οικεία, αγαπημένα από παλιά, πρόσωπα αγνώστων,

-όχι αγίων- αγνώστων μιας άλλης χιλιετηρίδας -όχι απλά εποχής. Τα κοιτώ, να εισέλθω

μέσα στο πρόσωπο της ψυχής που δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα από τον κάτοχό της.

Απλώνω το βλέμμα μου πάνω από όλον αυτόν τον θάνατο. Τα κοιτώ να εισέρχονται

μέσα από το αγέλαστο. Τα αγαπώ.






Παλιό Κάιρο. Αναπαύομαι λίγο πριν το τέλος της ημέρας σε έναν Άγιο, καβαλάρη,  

Άγιο για όλους, Χριστιανούς και Άραβες και Αιγύπτιους, έναν Άγιο που του αφήνουν όλοι μηνύματα

καρφωμένα στους τοίχους της Μονής του, οι Άγιοι δεν έχουν ανάγκη από μετάφραση,

διαβάζουν όλες τις γλώσσες της καρδιάς, κι αυτός φαίνεται θα διαβάζει καλά τα σωθικά

τους, αφού του έρχονται, τον επισκέπτονται από μακριά, καρφώνουν τις ικεσίες στην εικόνα του.



Σήμερα ένας πατέρας Ιωακείμ από τα Τρίκαλα, που άφησε τα Λονδίνα, για να διακονήσει

εκεί, μας υποδέχεται. Χτες ήταν ένας άλλος. Και πριν ένας άλλος, κι άλλος, αλυσίδα

αδιάσπαστη, αιώνες τώρα.

Ακούγονται ψαλμοί, το Χριστός Ανέστη, το «Ως των αιχμαλώτων

ελευθερωτής», η εκκλησία ξυπνά, ο Άη Γιώργης αφουγκράζεται.











Κοιτώ τον τρούλο. Ο Παρθένης είναι εδώ. 

Ο Παντοκράτοράς του με κοιτά μέσα από ένα ουράνιο γαλάζιο. Από το 1909 που έστησε σκαλωσιά 

ο Κωστής, νέος τότε, στα 24 μέτρα να τον αγιογραφήσει. Σώζεται φωτογραφία που έστειλε τότε 

στη μνηστή του. Το έργο αποσιωπήθηκε για χρόνους. Πριν λίγο καιρό έπεσαν πάνω του Έλληνες και 

Αιγύπτιοι αρχαιολόγοι, τον καθάρισαν από τον καιρό, τα κεριά, την υγρασία, λάμψανε ξανά

τα χρώματά του. Θέλγει το βλέμμα. Το κρατά.



Περίεργο, τον κοιτώ, ξανακοιτώ, τον έχω πάντα  μπροστά, όπως και να

μετακινηθώ. Απορώ. Περιστρέφομαι. Αφήνομαι. «Προσκύνα και φύγε» έλεγε ο Κόντογλου,

όταν τον ρωτούσαν για τον Παντοκράτορα του Δαφνίου. Αυτό κάνω κι εγώ.



Διασχίζουμε το Ελληνορθόδοξο νεκροταφείο του Καϊρου. Εκ Λέρου, εκ Καστελλορίζου,

εκ Δράμας, εκ Σερίφου, εξ όλης της Ελλάδας απέμειναν εδώ, τα στασίδια φαγωμένα στα

στηρίγματα όπου ακούμπησαν χέρια κι όπου σταθήκανε πόδια, με συγκινούν έτσι έρημα,

φυλαγμένα τώρα όλα αξιοθέατα, περάσματα ανυποψίαστα της εποχής τού ανεπιστρεπτί.



Μια παράδοση θέλει την Παναγία να πλένει τα υφάσματα του γιου της σε μια πηγή στα

βάθη αυτής της εκκλησίας. Η παράδοση σε αυτούς τους τόπους είναι ισχυρή, η μνήμη

ανεξίτηλη, νιώθεις ότι φυλάχτηκε στενά, με μια τρυφερότητα που δεν έχει ανάγκη από καμία λογική, 

για να σε κάνει να συγκινηθείς.

Προσκυνούμε τον τόπο που σημαδεύτηκε από το πέρασμα της Άγιας Οικογένειας

στην Αίγυπτο. Θυμάμαι τον Θεοτοκά ξανά,

«Το μικρό αυτό κομμάτι γης, κοντά στον Νείλο, είταν κιόλας φορτωμένο ιερές αναμνήσεις».



Ανάβουμε κεριά, θα λιώσουν, θα φύγουμε, περάσαμε κι εμείς από αυτά τα φθαρμένα στασίδια, 

ασπαστήκαμε τον ίδιο Επιτάφιο, αγγίξαμε.


v   


Άνεμος φυσούσε στον Νείλο. Άνεμος στον Χέοπα.

Ένα σκυλί κατέβαινε τους λίθους της πυραμίδας κι ένα άλλο στεκόταν στο πλάι για λίγο

φαγητό, άλογα έτρεχαν, καμήλες, αμαξάδες, η άμμος σηκώθηκε να καθαρίσει από τόσους

απρόσκλητους επισκέπτες.



Ήτανε ήλιος και άνεμος, ήταν φωνές, πολλές φωνές, ανθρώπων που βαδίζουν και κείνων

που φωνάζουν μες από τους λίθους. Καράβια τα σώματα -όχι μούμιες- πλεούμενα που

σταμάτησαν ένα βήμα πριν αναγνωριστούν και μπούνε ξανά στο σώμα τους.








Ένα φεγγάρι γέμιζε πάνω από την αγορά του Αλ Χαλίλι.

Φυσούσε. Άνεμος ανθρώπων, φωνών, γλωσσών, υφάσματα, χρώματα, μπαχαρικά,

μυρωδικά, ένας καφές να μοσχοβολά κάρδαμο ακόμη. Ένας μουεζίνης να καλεί. 

Ένα φεγγάρι να υψώνεται, να γεμίζει.

Μέμφις. Αλ Καχίρα. Κάιρο.

Άνεμος, δύσκολος άνεμος, πρόσωπα στεγνά, φαγωμένα, δύσκολες ζωές, άνεμος, απαλός

άνεμος, ένα ψωμί υψώνεται σαν ικεσία στον Θεό -όταν η Δύση Του έστρεψε τα νώτα, 

η Ανατολή Τον αγκάλιασε.

 


[Οι δυο παραπομπές από τον Γιώργο Θεοτοκά προέρχονται από το "Ταξίδι στη Μέση Ανατολή και στον Άγιον Όρος", εκδόσεις Εστία, 1961]

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον