Το ταξίδι ΙΙ, Αλεξάνδρεια









 

ΚΑΪΡΟ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ - ΚΑΪΡΟ

2 Μαΐου 2023

 

Λιγοστεύουν οι φωνές όσο μικραίνουν οι ώρες. Ένα πουλάκι -κοτσυφάκι είναι-

ακούγεται ακόμα.

Δίπλα ο Νείλος. Σε λίγο τίποτα δεν θ’ ακούγεται.

Οι φωνές των ανθρώπων συναγωνίζονται τον άνεμο. Ευτυχώς νικά.

Όταν δεν φυσά, νικούνε αυτοί.


 

Κάπου στο ξημέρωμα -ναι- ως και πουλιά, πουλιά ξυπνάνε την αυγή.

Τα βρύα επιπλέουν. Σώματα ταξιδεύουν μέσα στην κόμη της επιφάνειας.

Μια δίνη και άλλη μία λικνίζει τα σώματα-βρύα και αυτά αργά, νωχελικά,

ανεβαίνουν τις αντανακλάσεις του σύγχρονου.



Καθρεφτίζομαι σε νερά που είναι ίδια, ενώ τίποτα το ίδιο δεν είναι πια.

Παίρνουμε τον δρόμο της ερήμου. Έρημος της Νιτρίας. Εκεί βασιλεύει ο Αλεξανδρινός.

Κι όχι μονάχα ο Αλέξανδρος.

Αν και αυτόν τον τελευταίο τον φαντάζομαι πιο πολύ στην απρόσιτη για μένα τώρα

όαση της Σίβα.

Εκεί  θα ήθελα να ταξιδέψω. Να υποψιαστώ τον τόπο που θέλησε εκείνος να προσκυνήσει, 

τον Άμμωνα Ρα που του θύμιζε τον Δία και ταξίδεψε μέσα στη Λιβυκή έρημο να τον φτάσει. 

Σε όλους αυτούς τους τόπους καλείσαι να υποψιαστείς με τεταμένη την αίσθηση, να αφουγκραστείς, 

να ανιχνεύσεις μέσα στα πατήματα που δεν αφήνονται πάνω στον άμμο, 

τα διαβήματα όσων χαθήκαν ανεπιστρεπτί.


Διασχίζοντας την έρημο της Νιτρίας, παρακολουθούμε το δέλτα του Νείλου, από μακριά, 

όπως εκτείνεται σε εφτά παραποτάμους. Δύο οι βραχίονές του σήμερα και αυτοί στο Κάιρο. 

Όμως, τώρα, βλέπουμε το δώρο του Θεού, αυτά τα πολύτιμα ύδατα να διασχίζουν 

και να ζωογονούν την έρημο, φοινικόδεντρα, ελιές, άνθη άγνωστα και άλλα γνωστά 

που είναι σα να τα αναγνωρίζεις πρώτη φορά σε αυτό το μέγεθος.


Πίνουμε καφέ, τον δικό τους, έχει μέσα κάρδαμο. 

Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον ήπια. 

Ήταν στην Κύπρο, με τον Μίμη Σουλιώτη, τον είχανε φέρει 

μαζί τους ένα ζευγάρι, 

Αιγύπτιοι μεταπτυχιακοί φοιτητές του, πίναμε και 

μοσχοβόλαγε η Αξιοθέα. Και γελούσαμε.

Πίνω και κλείνω τα μάτια κάτω από ένα δέντρο άγνωστο 

με αγκάθια μες στον κορμό. 

Ο ήλιος δεν καίει. Άνεμος φυσά και πάλι.

 



ΕΙΣΟΔΟΣ


Μάταια θα αναζητήσεις τη γνωστή είσοδο της πόλης με την ελληνική και αραβική επιγραφή της

Αλεξάνδρειας. Μόνο στις φωτογραφίες πια. 

Τη σώριασαν, προκειμένου να φτιάξουν κάτι άχρωμο και άγευστο και επικίνδυνο, όπως είναι η λήθη.

Ούτε στους Αιγύπτιους αρέσει η σημερινή εκδοχή. 

Όπως λέει ο συνοδός μας, το πολυπολιτισμικό της Αλεξάνδρειας ήταν που την έκανε να ξεχωρίζει, 

το μωσαϊκό που ήταν. Η σημερινή Αλεξάνδρεια αποδυναμώθηκε, 

όταν της αποστέρησαν την ποικιλοχρωμία της σε θρησκεία, παραδόσεις, σε φυλές. 

Όταν λιγόστεψε η αποδοχή, ο σεβασμός, η συμφιλίωση με την ψυχή και τις συνήθειες του Άλλου. 


Τα χρώματα τώρα είναι μιας απόχρωσης. Και αυτό εντείνει το μονοκόμματο της σύγχρονης Αιγύπτου.

Η σύγχρονη Αίγυπτος δεν συνδέεται με το φαραωνικό ή το ελληνιστικό παρελθόν της. 

Η σύγχρονη Αίγυπτος επιζεί με τις γενιές των τουριστών. Που ήλθαν και που θα έλθουν. 

Η σύγχρονη Αίγυπτος κουβαλά πολλά καντάρια θλίψης για την ποιότητα ζωής 

των ίδιων των Αιγυπτίων. Η κάθε εποχή πληρώνει και το δικό της αντίτιμο σε θλίψη.  


Ο συνοδός μας είναι Αιγύπτιος και μουσουλμάνος. Αγαπά τους Έλληνες, ελέγχει έμμεσα 

την τουριστική εκδοχή τους, όταν δεν αναγνωρίζονται τα βήματα και τα πρόσωπα του Ελληνισμού, 

εκεί όπου παίχτηκε το παιχνίδι στην ελληνιστική σκακιέρα αλλά και μετά. 

Όταν προσεγγίζουμε αυτά τα εδάφη ανιστόρητοι, αναίμακτοι, αβρόχοις ποσί. Ανυποψίαστοι.  



Ανεβαίνουμε προς το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, 

στην Εκκλησία του Ευαγγελισμού. 

Λείψανα της πρότερης ελληνικής παρουσίας παντού. Ο τόπος είναι παλίμψηστος. 

Όμως μιλά ελληνικά. 





Τι είναι αυτό που συγκινεί σε αυτά τα μέρη, όταν τα κεριά λιώνουν αναμμένα, 

όταν ομιλίες, λαλιά ελληνική, έστω και εφήμερη, 

εκεί όπου ο αντίλαλος είναι πιο ισχυρός από την ίδια τη σημερινή φωνή των ανθρώπων;


 

Όταν υπογραμμίζεται μέσα από επιτύμβια περάσματα η φλόγα της παροικίας για την πατρίδα; 

«Υπέρ πατρίδος ενδόξως πεσόντες παλαιοί μαθηταί των σχολείων της Ελληνικής εν Αλεξανδρεία

 Κοινότητος, 

κατά των πολέμων 1912-1913, κατά τους πολέμους 1916-1922, κατά των πολέμων 1940-1945». 

«Εις τους εξ Αιγύπτου Έλληνας προμάχους της πατρίδος πεσόντας κατά τον μέγαν πόλεμον 1916-1922.

 Η Ελληνική παροικία ευγνωμονούσα. Αλεξάνδρεια τη 6η Απριλίου 1930». 

Αιωνία η μνήμη. Όλων αυτών.

Οι εν Αιγύπτω Έλληνες. Οι εν Καϊρω, οι Έλληνες απανταχού. Αυτοί οι Έλληνες. Οι φλογοβόλοι.

Τους αναζητώ σήμερα -και δεν τους βρίσκω.




Εδώ ο Πατριάρχης μας υποδέχεται και μας συγκινεί με την πηγαία αγαπητική παρουσία του, 

τη γλυκύτητα και τη διάκριση των λόγων του.



Εδώ ο Μελέτιος Πηγάς λειτούργησε το πρώτο ελληνικό εκπαιδευτήριο, 

εδώ η «Τοσιτσαία σχολή», σχολείο αρρένων και παρθεναγωγείο που λειτούργησε για 114 χρόνια 

από το 1853 και ίδρυσε ο Μιχαήλ Τοσίτσας με τα αδέλφια του, έβαλε τα θεμέλια της εκκλησίας του

 Ευαγγελισμού αλλά και της Κοινότητας της Αλεξάνδρειας σε τόπο που παραχώρησε ο ίδιος. 

Εδώ η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη. Εδώ πλήθος χειρογράφων και περγαμηνών.  

Εδώ ένας κόσμος μιλά ελληνικά. Ακόμα και όταν ίχνος, μιλιά, δεν ακούγεται.



Ένας Εσταυρωμένος παραμένει Αναστημένος,

συμπυκνώνει τις Ακολουθίες που προηγήθηκαν και που οφείλεις να προϋποθέσεις. 

Ένα κερί σβήστηκε, όμως παραμένει εκεί, 

αν και σβησμένο με υποβάλλει στην καίουσα παρουσία του.






Κι ύστερα στην Πατριαρχική Μονή του Αγίου Σάββα, 

εδώ όπου χειροτονήθηκε ο Άγιος Νεκτάριος. 

Δυο δρόμους δίπλα από το σπίτι Καβάφη.

Να υποθέσω το σκηνικό; 

Όχι απλά το υποθέτω, το αγγίζω.


ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

«[…]

Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών.

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

μες τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό»

1912



ΚΑΒΑΦΗΣ

 


Τον είδα

στεκόταν στο κεφαλόσκαλο, άκουσε ελληνικά και πάλι

σαν άκουσε τα ένρινα που αναγνώριζε 

κι εκείνα τα λαρυγγικά

άρχισε ν’ αποσύρεται, 

ανέβαινε προς τα φωνήεντα του τρίτου ορόφου

εκείνα που αναγνώριζε μονάχα ο ίδιος


-α, ναι-

και ο καθρέφτης,

αυτός ο καθρέφτης τα συντηρούσε όλα.



Αναλογίζομαι, όπως φεύγουμε, την πόρτα του σπιτιού του -δυο χρόνια τώρα που γίνονται εργασίες

εκεί, είναι κλειστή. Σήμερα τη βρήκαμε ανοιχτή. Οι συνοδοί μας απόρησαν. 

Πώς να σκεφτώ ότι  δεν περίμενε. Όσο τους μνημονεύεις, τόσο έρχονται.

Φώναζαν τα σκαλοπάτια να τα ανέβω. 

Κι η πόρτα που στάθηκα -κι ας την υποψιάστηκα μόνο- η πόρτα του ήταν αυτή. 

Τρίτος όροφος, βλέμμα -απ' τις γρίλιες- στο σοκάκι.



Βγαίνοντας από το στενάκι που οι Αιγύπτιοι έδωσαν το όνομά του, μας περιμένει το λεωφορείο. 

Ο οδηγός άφαντος. Απέναντί μας, ανδρικές μορφές γονυκλινούν επανειλημμένα, 

τα πόδια τους ξεχωρίζουν πάνω σε χαλάκια στη μέση του πεζοδρομίου, μόλις έχει ακουστεί ο

 μουεζίνης, οι πιστοί -άντρες- προσεύχονται. Ο κόσμος γύρω τους χάνεται. 

Με συγκινεί η αφοσίωσή τους στο θείο. Ο κόσμος γύρω τους σβήνει, αυτοί εκεί, 

όπου τους βρίσκει ο Θεός, τον προσκυνούν. 



Υποψιάζομαι τον οδηγό μας ανάμεσά τους. 

Μετά από λίγα λεπτά τον βλέπουμε πράγματι να βάζει 

τα παπούτσια του και να διασχίζει τον δρόμο 

χαμογελώντας σαν παιδί που πιάστηκε σε σκανταλιά. 

Του χαμογελάμε, ανεβαίνει, ξεκινάμε. 

Ιν σα Αλλάχ, τον νιώθουμε να εύχεται. Ναι, πρώτα ο Θεός. 





BIBLIOTHECA  ALEXANDRINA



Εισέρχομαι σε αυτόν τον δίσκο γνώσης, μιας και αν την δεις από ψηλά έχει το σχήμα του Ήλιου, 

που ήταν θεός, του Ήλιου ενάντια στο σκοτάδι. Τελικά όλο στη ζωή είναι αυτό. Μια ανελέητη πάλη 

να μην κυριαρχήσει ολότελα το σκοτάδι.

Κορίτσια και αγόρια σκυμμένα, εξακτινωμένα σε δεκάδες ορόφους πάνω και κάτω 

από την επιφάνεια της γης. Φως, άπλετο φως από παντού. 








Την περιτυλίσσουν ως να’ ναι κύλινδρος παπύρου όλες οι γλώσσες του κόσμου, 

εγχάρακτες στο περίβλημά της. Έξω τη φυσά η θάλασσα. Η θάλασσα της Αλεξάνδρειας. 

Έξω ο Αλέξανδρος και πάλι. Να τον φυσά και αυτόν ο άνεμος της πόλης που ονειρεύτηκε.

Άνεμος αιώνων, φορέματα, κελεμπίες, κόμες ασκεπείς και άλλες σε μαγνάδια φυλαγμένες, 

άνεμος που δεν σ άφηνε να πιστέψεις 

ότι είναι κενός. 



Η προτομή του δικού μας  Καβάφη στην είσοδο της Νέας Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας 

με αφήνει σιωπηλή, γεμάτη σεβασμό για αυτόν τον λαό που μας νιώθει αδέλφια του και μας τιμά,

τιμώντας τον δικό μας ποιητή. Όμως, ο Καβάφης είναι και δικός τους. 

Είναι αυτών των χωμάτων. Εμπεριέχει και τα τρία βασίλεια του ελληνιστικού κόσμου. 

Είναι Σελευκίδης, Πτολεμαίος. Αντίγονος. 

Εμπεριέχει την ύστερη αρχαιότητα, τον «βυζαντινισμό», όπως ακριβώς τον έλεγε, 

αφήνει το πρόσωπο ακάλυπτο όμως στα ίδια, όταν καθρεφτίζεται η μνήμη στο είδωλο του δωματίου

του, όταν φιλτράρεται μέσα από το κάτοπτρο του χρόνου και της εκ των πραγμάτων λήθης 

-μ’ όλη την προσπάθεια.


Ο Καβάφης δεν θα ήταν ο ίδιος, αν δεν τον φυσούσε ο άνεμος της ερήμου της Αλεξάνδρειας. 

Ο άνεμος της Μεσογείου από αυτή την πλευρά.

Έσκυψε πάνω στα πρόσωπα της φθοράς, οικειοποιήθηκε τις ρωγμές τους, 

όταν δεν του έφτασαν τα πραγματικά, έπλασε άλλα, έστησε, σκίτσαρε με αδρές λέξεις τις μορφές τους,

ποια άλλα θα μπορούσαν τόσο σιωπηλά και διακριτικά να συνοδέψουν την ψυχή του;




Ο Καβάφης ήταν ο τόπος. Τα όρια του τόπου ενός Μείζονος Ελληνισμού. 

Τα όρια όπου μπορούσε να περάσει αφανής, μισοκρυμμένος στις συνοικίες γύρω από το σπίτι του,

όπου τα ρολά των καχεκτικών μαγαζιών υπάρχουν τα ίδια ακόμα 

κι απομεινάρια ελληνικών σπιτιών αναγνωρίζονται και τώρα με γυμνό βλέμμα. 

Μέσα σε αυτό το πολύβουο, πολύγλωσσο, πολυθρησκευτικό σύμπαν, 

επέλεγε το στασίδι του κι από κει έριχνε το οξύ του βλέμμα στα πράγματα, προπάντων τα εσωτικά.


Ο Καβάφης ήταν το όριο της ελληνικής. Εκεί όπου φυλάς τη γλώσσα για την ποίηση και μόνο, 

σε αυτό το ημίφως μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, όπου κυριαρχεί η σιωπή. 

Και τότε αναβλύζουνε λέξεις, καταπώς του Σολωμού, «ενθυμούμαι», «αιθερία», «ινδάλματα»,

«κάθουμουν», ναι, αυτό, «κάθουμουν».

 

ΑΠ’ ΤΕΣ ΕΝΝΙΑ-

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό

[…]

1918


Ο Καβάφης επέλεγε. Έστελνε χειροποίητα ποιήματα όπου ήθελε, εντείνοντας την απομόνωσή του. 

Το εκλεκτικό σύμπαν των αποδεκτών της ποίησής του ήταν ανάλογο της εσωστρέφειάς του.


«Ένα κερί αρκεί» τον ακούω να γράφει. Ένα κερί αρκεί, μια στάλα γλώσσα ελληνική, 

για να καταδειχτεί η μνήμη.

Τον βλέπω, στου καφενείου το μέσα μέρος, να λοξοκοιτά τη θάλασσα του πρωϊού.

Κι αυτή να μη μιλάει.



Τον φαντάζομαι σε κάποια γωνιά του «Τριανόν» του 1900 κι ας μην πήγε ποτέ εκεί.



Τον φαντάζομαι έξω, στους κεντρικούς δρόμους της σύγχρονης πόλης, στα παζάρια, 

μπλεγμένο σε άλογα, κελεμπίες, αμαξάδες.

Φαντάζομαι αυτόν και κατ’ ουσίαν όλους αυτούς -τους Έλληνες εκεί.


 


ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ




Κι ήλθανε έπειτα ο Ίωνας του 1905, η Πηνελόπη, 

οι αναμνήσεις της και τα δικά του -κρυμμένα ή φανερά- τα τετράδια.

Ήταν στην προκυμαία που τους φαντάστηκα, εκεί που τώρα ένας νέος και μια νέα 

αγκαλιαστά κοιτούνε την ίσαλο -ανεμπόδιστα.


Ήτανε πολλοί μαζί τους, Ρωμιοί που πήγαιναν και έρχονταν με τα νιτερέσια, τα βαμβάκια, τα καπνά,

τα σιτηρά τους. Ήτανε ο Τσίρκας, ο Μοσκώφ, ήτανε παιδιά, μαθητές και μαθήτριες 

των σχολείων της Ελληνικής Κοινότητας.



Είναι και σήμερα κόσμος εκεί. 

Μεθά από τον άνεμο που έρχεται κι αυτός μεθυσμένος από την έρημο. 

Έχει μέσα  του μυριάδες περάσματα, κόκκους μιας άμμου που υπάρχει η ίδια ακόμα. 

Έχει μέσα του μυριάδες φωνές, μα όλες χάνονται μέσα στη δική του.



Με συνεπαίρνει. Στο εστιατόριο που καθόμαστε ακούγεται κάποια στιγμή το γνωστό τραγούδι 

με τη φωνή της Πρωτοψάλτη. Κάτι κάνει τη στιγμή να ακινητεί. 

Ο άνεμος που υποψιάζεσαι, η θάλασσα που αφήνεται ολόκορμη στον ήλιο, 

η έρημος που υπαινίσσεται πίσω μας. 

Μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν αυτή η στιγμή ζητά έλεος από την αιωνιότητα.


 

ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ

 

Έγειραν τα κεφάλια τους

τρυφερά

το ένα δίπλα στο άλλο

-ντράπηκα-

πώς να εισβάλλω

με το βλέμμα μου

στο δικό τους;


ΚΑΪΡΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΒΡΑΔΥ



Φυσά. Σχεδόν κρυώνω. Ο Νείλος στα πόδια μου ριγά και αυτός. Ομιλίες αλλόγλωσσες

επιτρέπουν τη σκέψη να αναταράζεται μέσα σε κάθε ριπή ανενόχλητη.

Τα φοινικόδεντρα σείονται μες στη νύχτα σαν το πανί μιας φελούκας που κατά τα

φαινόμενα έχει προσαράξει. Τα κλαδιά τους είναι φτερά, γέρνουνε το ένα μέσα στο άλλο,

μπλέκονται σε μια εναέρια ύφανση, ο άνεμος είναι αλλιώτικος εδώ,

έχει την έρημο μέσα του, έχει τον ένα βραχίονα του Νείλου,

ο άνεμος επιλέγει το μούχρωμα, ναι, αυτή είναι η λέξη ενώπιον των κινούμενων

υδάτων, επιλέγει την ώρα που χρωματίζονται τα νερά να εμφανιστεί.

Αν «γλυκασμός» είναι το «ένωμα της σκιάς με το φως» όπως το λέγανε οι αγιογράφοι,

εδώ είναι ο γλυκασμός της γης με τον ουρανό.

Εδώ, σε αυτή την ώρα.

 

 

Η πόλη δεν κοιμάται σχεδόν ποτέ. Σε λίγες ώρες θα αποσυρθούμε στην έρημο.

Εδώ, στην Αίγυπτο, λατρεύεται η δύση. Η δύση του Ήλιου. Του ανθρώπου.

Κατανοώ αυτή τη «μελέτη θανάτου» που είναι όλος ο Φαραωνικός κόσμος, όπως ακριβώς

το είπε ο Θεοτοκάς.

Αυτή την εναγώνια, πέρα από τον θάνατο, πορεία να συγκολληθεί εκ νέου ο φθαρτός

άνθρωπος με την αφθαρσία της ψυχής του. Να αναγνωρίσει το σώμα του και να μπει.

Ο άνθρωπος του τότε συνεχίζει να λογαριάζει τον θάνατο ως συνέχεια της ζωής.

Και να αφήνεται σε αυτόν.

Ο σύγχρονος άνθρωπος κάνει τα πάντα, για να τον αποσιωπήσει.

Ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος.

 

 

Το φεγγάρι γεμίζει, είναι κόκκινο και είναι επάνω μου.

Σε λίγες μέρες θα φέγγει πάνω στα βρύα του Νείλου ή

θα πέφτει μέσα στη θάλασσα της Αλεξάνδρειας

κι εγώ θα φαντάζομαι τη στιγμή που στάθηκα κοντά τους

-και δεν θα είμαι πια εκεί.


Σχόλια

  1. Αφωνος μένω ....
    Τα ταξιδια εκει περα ειναι ταξιδια μεσα μας...
    Και ααν υπάρχει κατι εκεί ξανασυναντιεται με το εξω
    Που δεν φαινεται και ομως διαρκεί σιωπηρά.
    Καθε καιρός και η λυπη του...
    Με τον Μιμη Σουλιωτη λοιπον καφες με καρδαμο
    Με τον Καβαφη, με την απελπισμενη Πηνελοπη Δέλτα,
    με τον ίσκιο του Δραγουμη, με τον Τσίρκα,
    με τον Τιμο Μαλανο, τον Κωστή Μοσκωφ..
    [ Και τον Ντάρρελ αν μη τι άλλο... ]
    " Του Κυρίου δεηθώμεν..
    Κύριε ελεησον".

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον