Το ταξίδι ΙΙΙ, Κάιρο προς Σινά




 




ΚΑΪΡΟ προς ΣΙΝΑ

4 Μαϊου 2023

 

ΦΕΓΓΑΡΙ








Έσβηνε και έπεφτε. 

Άχνιζε, ώσπου χάθηκε πίσω από τα σπίτια που

στέκονταν στις όχθες του Νείλου.

Βαθύ -σχεδόν πορτοκαλί, σχεδόν κόκκινο, γέμιζε. 

Χάθηκε δίχως έναν αντικατοπτρισμό, 

με βεβαιότητα ότι κανείς, 

σχεδόν κανείς, δεν ήταν να μιλήσει για την ομορφιά της δύσης του.


ΑΠΟΦΩΝΗΣΗ 


Αφήνοντας πίσω το Κάιρο της Αιγύπτου, αφήνουμε τα χρώματα και τα ενδύματα ανθρώπων και λαών

και φυλών και εθνών που δεν απώλεσαν την ταυτότητά τους. 

Κοιτώ με δέος Αιθίοπες, Αιγύπτιους, Ινδούς, Αφρικανούς, φυλές απ’ όλες τις φυλές της Ανατολής, 

που μεταξύ τους ξεχωρίζονται και φωνάζουν την καταγωγή τους με ένα είδος ενδύματος, 

με το χρώμα της κελεμπίας ή με τον τρόπο που τυλίγουν το μαντήλι στο κεφάλι τους 

-άντρες και γυναίκες.


Κοιτώ τη δική μας ενδυμασία που δεν ξεχωρίζει, δεν φωνάζει καμία προέλευση και καμία καταγωγή. 

Οπωσδήποτε θλίβομαι, γιατί σπεύσαμε άρον άρον να οικειοποιηθούμε 

-ενοχοποιημένοι για την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου, ιδιώματος, ενδυμασίας- 

τον μαζικό τρόπο ζωής, ενδυμασίας, σκέψης, γλώσσας. 

Να απολέσουμε για πάντα αυτό το ριχτό, γεμάτο πτυχές όπως η ίδια η ζωή,  ύφασμα 

-που είχε ύφος εκτός από υφή- και προσέδιδε ένα δέος στο κεκρυμμένο ανθρώπινο σώμα,

ανδρικό ή γυναικείο.

Η γυμνότητα ήταν μια αποκάλυψη όταν συνέβαινε, δεν ήταν γύμνια καθημερινή ούτε και γύμνωση. 

Η γυμνότητα ήταν ιερότητα, γυμνοσύνη θα μπορούσε να τη νιώσει κανείς. 



Αφήνοντας πίσω το Κάιρο, αφήνουμε πίσω τον Άγιο Νικόλαο του 14ου αιώνα, 

όπου στεγάζεται η Πατριαρχική Επιτροπεία Καϊρου. όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος 

ο Άγιος Νεκτάριος, λειτούργησε, ήταν το κελί του, μέσα στα καταστήματα της συνοικίας Χαμζάουι, 

υφασματάδικα τώρα Αιγυπτίων. 






Μας λέει ο εφημέριος π. Στέφανος και ακούμε με έκπληξη ότι ακόμα και σήμερα στη 

συγκεκριμένη συνοικία η Κυριακή είναι αργία, πέρα από την Παρασκευή έτσι κι αλλιώς 

των Μουσουλμάνων, από σεβασμό των Μουσουλμάνων της συγκεκριμένης συνοικίας 

-όπου εδρεύει το Πατριαρχείο- στην αργία των Χριστιανών.


Όλα αυτά μου φέρνουν μια αδιόρατη μελαγχολία, 

γιατί νιώθω ένα αλλιώτικο καντάρι να μετρά τα εσωτικά πράγματα εδώ στην Ανατολή. 

Ένας άλλος ρυθμός να κυριαρχεί, που εναρμονίζεται ίσως περισσότερο με τον ρυθμό της καρδιάς του 

ανθρώπου και όχι με την αρρυθμία που προκαλεί η αδηφαγία του τρόπου ζωής της Δύσης. 

Νιώθω παντού έναν σεβασμό για την ένθεη κατάσταση της ψυχής.

Η Ανατολή πάντα γνώριζε. Η Δύση είχε τη σύγχυση. 

Ασφαλώς και δε μιλώ για τα ακραία «καιρικά» φαινόμενα. Όταν η ένθεη στάση γίνεται ιδεολογία

 πολιτική. Μιλώ για την πίστη των απλών ανθρώπων.



Κοιτώ ένα λάβαρο στημένο σε εγρήγορση. στα μάτια μου χαράσσονται ως μέσα 

και ξεχωρίζουν το πολυκαιρισμένο του γαλανόλευκου, τα χέρια που το κρατήσαν και πια δεν 

υπάρχουν, τα χέρια που θα το κρατήσουν τώρα, αυτή η συνέχεια να μαρτυρείται με τόση ενάργεια 

πάνω του, σα να’ ναι κορμός δέντρου και φανερώνεται η ηλικία του στην εγκάρσια τομή του. 

Αυτά τα παλιά πράματα που φωνάζουν το πέρασμα και την παρουσία μιας πατρίδας 

που υπάρχει με έναν άλλον τρόπο σήμερα εκεί, συγκινούν ανεξίτηλα, όπως και οι άνθρωποι που 

συναντήσαμε τόσες μέρες εδώ, ρασοφόροι που επέλεξαν την Ανατολή να διακονήσουν, 

να αφιερώσουν τη μοναδική ζωή τους, να λειτουργούν για όσους Έλληνες έχουν απομείνει 

και κυρίως για και με τους Αραβόφωνους Χριστιανούς.

Και θυμάμαι το il dovere του Σολωμού. 

Το χρέος, όπως το αποσπώ από ένα ποίημα του Σταύρου Ζαφειρίου,


«[…]

Επειδή το χρέος είναι το χνάρι που αφήνουμε στον λασπωμένο δρόμο,

το νεκρό χελιδόνι στα πόδια του Ευτυχισμένου Πρίγκηπα,

είναι η καμπάνα που από μόνη της χτυπά

στο αλειτούργητο ξωκκλήσι «επί πτερύγων ανέμων»


 


Αφήνοντας πίσω το Κάιρο των εθνών, αφήνουμε πίσω έναν Άγιο που πέρασαν τα βήματά του 

και έγινε έναρξη του μαρτυρίου του από εδώ. 



Όπως σώζεται το πέρασμά του, φυλάσσεται το δωμάτιό του, το γραφείο όπου ακούμπησαν 

πολλάκις τα χέρια του, γράφοντας και μελετώντας και προπαντός αγωνιώντας. 

Σα να μην πέρασε μια ώρα από τότε που εγκατέλειψε, θλιμμένος άχρι θανάτου την Αίγυπτο.

Θυμάμαι τον Θεοτοκά ξανά, όταν βρέθηκε στο κελί του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, 

στο άβατο του Αγίου Σάββα στην έρημο της Ιουδαίας. 

Κάπως έτσι, με την ίδια κατάνυξη άγγιξα τα μπράτσα της καρέκλας του Αγίου Νεκταρίου κι εγώ.


«Ο ευγενικός και καλόβουλος ηγούμενος του Αγίου Σάββα με πήγε στο σπήλαιο που είταν το κελλί του Δαμασκηνού. Για όσους αφιέρωσαν τις μικρές τους, πρόσκαιρες δυνάμεις στην τέχνη του λόγου, είναι πάντα βαριά η ατμόσφαιρα στους χώρους όπου συντελέστηκε η πνευματική δημιουργία. Αισθάνεσαι σαν να έμεινε εκεί, εσαεί, ένα στοιχείο έντονο και αυστηρό, κάτι το τεντωμένο, το αδιάλλακτο, το ασυμβίβαστο, που μας πιέζει, αλλά και μας τονώνει, γιατί το νιώθουμε σαν μια δικαίωση της τέχνης που ασκούμε».


Ζητώ φεύγοντας ένα κλαδί από «το αγκάθι του Χριστού», έναν ιδιαίτερο κάκτο που εδώ στην Αίγυπτο 

τον είδαμε σε ανάπτυξη θάμνου. Ο Αιγύπτιος φύλακας του δωματίου του Αγίου Νεκταρίου μαζί με τον 

φύλακα, Αιγύπτιο επίσης, φύλακα του Πατριαρχείου, με χαμόγελο αψηφούν τα αγκάθια, προκειμένου 

να κόψουν ένα μικρό κλαδάκι. Δεν ξέρω πώς να τους ευχαριστήσω. Δεν ξέρω αν θα πιάσει, όμως, από 

εκεί μέσα, από αυτόν τον κήπο, απέναντι από το δωμάτιο του Αγίου, ήθελα ένα λουλούδι που άνθισε 

παραβλέποντας όλα τα αγκάθια που προηγήθηκαν στον κορμό του. Να το θυμάμαι.

 

ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ Ι


Όσοι οι κόκκοι της άμμου τόσος ο λαός.

Όταν έπαψε ο λαός

ήρθε η έρημος.

 ✣

Γήλοφοι και διάσελα 

περάσματα 

κοίλα μονοπάτια

ένα σώμα καίγεται.

Κοιλάδα και καίγεται η έρημος -υψιπεδής

Ύστερα σιωπή. 

Θάμνοι ανθεκτικοί στο τίποτα 

έσπαγαν τη σιωπή.

 

Άνθρωποι δεν ήταν.

Καμήλες σκύβαν στο ελάχιστο. 

αντέχαν -όπως κι οι άνθρωποι- 

μόνο μ’ αυτό.





Μαλάκωσε η γη

ήρθανε δέντρα. 

Ήτανε φοίνικες, ελιές -ήτανε θάλασσα.

  

Κάπου στο βάθος η θάλασσα. 

Κι είναι να διαβείς την έρημο θάλασσα για ένα της

-ανέγγιχτο- κοράλλι.

  

Ένα καθαρό γαλάζιο ήτανε το πέρασμα. Ένα καθαρό γαλάζιο ήτανε το μαζύ.


ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ ΙΙ




Ο δρόμος γέμισε άμμο, γήλοφους, αμμόλοφους, ο δρόμος έγινε έρημος. 

Διασχίζουμε ήδη την ανατολική έρημο, βουνά τραχιά και άλλοτε μαλακά, λόφοι σα γαλήνιος 

κυματισμός, ορθώνονται και συνοδεύουν την αφωνία με την οποία τα υποδεχόμαστε. 

Σιωπηλή ετοιμάζομαι για το θαύμα. Ουάντι, λέγεται αυτό στα αραβικά. Η κοιλάδα. 

Θα μπορούσες να το πεις και θαύμα.




Ύστερα λίμνες αρχαίες, περάσματα και παύσεις του ποταμού. 

Αρχαία Αρσινόη, διώρυγα του Σουέζ, έρημος, χερσόνησος Σινά.

Θα μας συνοδέψουν ως τα σύνορα ο Αιγύπτιος αξιωματικός της αστυνομίας, ως να διασχίσουμε 

υποθαλάσσια τη διώρυγα. Εκεί θα χωριστούμε από την Αφρική, θα εισδύσουμε στην Ασία.








Στάσεις μέσα στην έρημο για έναν καφέ στο πόδι,καφές στη χόβολη κανονικός, 

ο χάρτης μάς υποψιάζει για τη διαδρομή ως τη χερσόνησο του Σινά. 

Το βλέπουμε αλλά είναι και σα να μην το πιστεύουμε.



Θα μας συνοδέψουν –τα 800 χιλιόμετρα που χωρίζουν το Κάιρο από το Σινά- τα τηλεγραφόξυλα, 

υπογραμμίζοντας τη μοναδική, πλην του αυτοκινητόδρομου, παρουσία του σύγχρονου ανθρώπου.

Θάμνοι, αγνώστων λοιπών στοιχείων, με κάνουν να θαυμάζω την αντοχή τους απέναντι 

στο τίποτα του νερού. Υπόγεια ρεύματα υδάτινα θεωρείται απαραίτητο να τα προϋποθέσεις. 

Κάπου υπάρχει νερό. Κάπου αναγνωρίζω σκίνα.



Αρχίζει να εμφανίζεται στα δεξιά η θάλασσα. 

Δέντρα και λουλούδια αιφνιδίως εισέρχονται στο σκηνικό και υπογραμμίζουν εκ των προτέρων την 

ύπαρξή της. Η Ερυθρά θάλασσα. Η κόκκινη θάλασσα. 

Ο βυθός της, γεμάτος κοράλλια, άφθονα στα αρχαία χρόνια, προστατευόμενα σήμερα, της έδωσε το 

όνομα. Απαγορεύεται ο,τιδήποτε έχει σχέση με τα κοράλλια, να τα αλιεύσεις, να τα αγοράσεις, 

να τα μεταφέρεις. 



Κοιτούμε τη θάλασσα από μακριά. 

Σπάει την έρημο και δεν ξέρεις πού να κοιτάξεις ή, για να μιλήσω για μένα, είναι ίσως η πρώτη φορά

που στέκομαι μαγεμένη από την έρημο -αριστερά μου- και ρίχνω μόνο κλεφτές ματιές, 

να συνδυάσω το ασυνδύαστο, στα δεξιά μου.


Ανακαλώ τον Καζαντζάκη, στο «Ταξιδεύοντας στο Σινά»,


«Πατήσαμε την ψιλήν αμμούδα, περπατούσαμε και  χόρευε η καρδιά μας. Μήπως όλο τούτο το

απλό, αθόρυβο όραμα ήταν παιχνίδι του νου μας; Ο άμμος ήταν γιομάτος κοχύλια μεγάλα, 

τα περίφημα κοχύλια της Ερυθράς. Τα σπίτια ήταν χτισμένα από πετρωμένα δέντρα της

θάλασσας, από μαρμαρωμένα κοράλλια και σφουγγάρια, από θαλασσινά άστρα και τεράστια

όστρακα. […]


Σπάνια Έλληνες έρχουνται στην ερημιά τούτη. […]


Κινήσαμε. Και μονομιάς βυθιστήκαμε στην απέραντη έρημο. 

Ευτύς, αρχίζει η έρημο, γκρίζα, ατέλειωτη, στείρα.

Ο ρυθμός της καμήλας, κυματιστός κι υπομονετικός, συνεπαίρνει το σώμα σου, 

το αίμα ρυθμίζεται σύφωνα με την κίνηση αυτή, και μαζί με το αίμα κι η ψυχή του ανθρώπου. 

Ο καιρός λευτερώνεται από τα μαθηματικά προκρούστεια κρεβάτια όταν τον έχει στριμώξει 

κι εξευτελίσει η δυτική νηφάλια νοοτροπία. Εδώ, με το σκαμπανέβασμα του πλοίου της ερήμου, ο 

καιρός ξαναβρίσκει τον αρχέγονο ρυθμό του, γίνεται μια ουσία ρεούμενη κι αδιαίρετη, 

ένας αλαφρός μυστικός ίλιγγος που μετουσιώνει τη σκέψη σε ονειροπόλημα και μουσική.

Ώρες, παραδομένος στο ρυθμόν αυτό, ένιωθα γιατί οι Ανατολίτες διαβάζουν το Κοράνι 

ταλαντευόμενοι μπροστά και πίσω, σα να ‘ναι απάνω σε καμήλα. 

Έτσι μεταδίνουν στην ψυχή τους τη μονότονη, χωρίς τέλος κίνηση που θα τους φέρει 

στη μεγάλη μυστικήν έρημο –την έκσταση».

 

ΕΡΗΜΟΣ 

 

Επειδή η έρημος ήταν έρημος

σώθηκε. 

Δεν μπορείς να μιλάς για έρημο προτού τη συναντήσεις.

Δεν μπορείς να μιλήσεις για έρημο

αν δεν την περπατήσεις.

 Κλείνουν τα μάτια. δεν αντέχουν 

-πώς ν’ αντέξουν- τόση πυρκαγιά.

Ένας φοίνικας κάπου ξεχώρισε. 

Ένας φοίνικας σε φώναξε με τη σκιά του.

 

Πετραία γη

ειδώλια ανύπαρκτων ανθρώπων.

 Γκρεμά. 

Στο χείλος τόπου έρημου 

-εκεί  

πετάς τη σιωπή 

κι ακούγεται.

 Άχνα. να είναι η αναπνοή της. 

Αχνίζει. δεν ανασαίνει -φλέγεται.


 

Λάστιχα σκασμένα στις άκρες των δρόμων. 

Περάσματα του σύγχρονου 

που μέσα της σακατεύτηκαν.

Επιστρώσεις του καμένου. 

Αποχρώσεις σώματος που πυρπολήθηκε.

 

Εδώ  

-στην έρημο- 

είναι  που μιλάς.

 

Κρατήρες ανύπαρκτων ηφαιστείων 

–εκδορές σώματος 

που δεν έκρυψε τις πληγές του.

 

Δέντρα που χάσαν τη σκιά τους 

-σκιές, όχι δέντρα. 

Άσκια 

-σχεδόν τα φαντάζομαι- 

σώματα.

 

Γιατί όλα εδώ γίνανε σώμα; γιατί όλο μιλώ για γρανίτη;

Ριζώματα

επιχωματώσεις προσχώσεις αποχρώσεις 

κι ούτε στάλα -όπως η ψυχή παλίμψηστη-

κι ούτε γραμμή δεν περισσεύει.

 Να χτυπά η άμμος. 

Κάθε κόκκος της, κάθε στιγμή της, πάνω σου να χτυπά.

 Χαμσίνι κι ένας σκίνος μέσα του αφέθηκε. Χαμσίνι κι ένας σκίνος μέσα του φλέγεται.


ΣΑΓΙΑΛ



Στη μέση του πουθενά της ερήμου, όταν κι η θάλασσα έμεινε πίσω μας με όλους τους ερυθρούς 

αντικατοπτρισμούς, το μοναδικό χρώμα είναι της καμένης γης, μια βαθιά ώχρα που ανάλογα δέχεται 

πάνω της τις αποχρώσεις της πορείας του ήλιου. 

Οδεύουμε στα ενδότερα της χερσονήσου και προς το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης του Σινά. 

Χωριά νομάδων, βεδουίνικα χωριά, σκηνές, πρόβατα, καμήλες, πού και πού κάποιο δέντρο.




Σαγιάλ, ψιθυρίζω μέσα μου, σχεδόν σαν προσευχή, 

σαγιάλ, το δέντρο της ερήμου στη γλώσσα των Γκιμπέλι, μιας εκ των τριών φυλών βεδουίνων. 

Οι Γκιμπέλι λέγεται ότι ήταν οι Ρωμιοί που έστειλε ο Ιουστινιανός στο μοναστήρι της Αγίας, 

για να το φυλάνε και να το υπηρετούν. Αλλαξοπίστησαν, όμως ως σήμερα, με διακυμάνσεις που 

ξεχαστήκαν ή κανείς δεν θέλει να τις θυμάται, συνεχίζουν να είναι και οι μοναδικοί φύλακες της μονής.


Έχω μαζί μου την «Γκεμπελία» του Δημήτρη Χιλλ. 

Το κρατώ σα να’ ναι ψαλμός ή ευαγγέλιο ή εξομολόγηση. Το κρατώ σα φυλαχτό.


«Αυτή είναι η ζωή του Βεδουίνου, αυτή του καμηλιέρη. Φορτώνεις την καμήλα σου, περπατάς, περπατάς, κρύο, ζέστη, ήλιος, φωτιά, δύο χρώματα στην ψυχή, αποχρώσεις του μπεζ και γαλάζιο, ένα γαλάζιο μόνο πελώριο, φωτεινό, μακρινό και συνάμα κοντά σου.

Γκέμπελι, οι βουνίσιοι, οι ορεινοί, οι μοναδικοί»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΙΛΛ


Αγάπησα το σαγιάλ σα να ‘ταν το μοναδικό δέντρο στον κόσμο.

 

 «Είναι ο φόβος, ο φόβος τού να μην ηττηθείς από αυτό που αγαπάς. Το ονόμασα Σαγιάλ. Θυμάσαι; Έτσι ονομάζεται αυτό το περίεργο και αφιλόξενο δέντρο που συναντούσαμε ύστερα από ώρες περιπλάνησης πάνω στην καυτή άμμο. Τόσο σπάνιο μέσα στην έρημο όσο και το νερό. Τα κλαδιά του λεπτά χωρίς φύλλωμα, γεμάτα αγκάθια. Στεκόμασταν για λίγο στον ελάχιστο ίσκιο, μόνο για λίγο. […] Τότε, καβαλικεύαμε βιαστικά και φεύγαμε τρέχοντας, χωρίς να ρίξουμε ούτε μία ματιά πίσω μας στο Σαγιάλ, που έστω για λίγο μας είχε δροσίσει»

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΙΛΛ

 

Κάπου εκεί, είδα ή φαντάστηκα το πέταγμα ενός αετού -ίσως όμως και να ‘τανε αντικατοπτρισμός. Ή όαση.

 

Από στεριά σε στεριά, ήπειρο σ 'ήπειρο,

ένας αετός

άνοιξε τα φτερά του -έδειξε

 

ΟΑΣΗ ΦΑΡΑΝ


Βουνά κοφτερά στήνουν περάσματα μέσα στην έρημο. Σε ένα τέτοιο, σχεδόν ηφαιστειακό τόπο, 

με τον ήλιο να τα χρωματίζει ήδη τρυφερά σε μια επικείμενη δύση, σταθήκαμε στην όαση Φαράν. 

Ο τόπος σημαδεμένος. Μια μοναχή από την Αρκαδία μάς υποδέχτηκε. 



Εδώ τα ερείπια της αρχαίας Επισκοπικής πεντάκλιτης Βασιλικής του Φαράν, 

εδώ ίχνη παλαιοχριστιανικής πόλης, εδώ θραύσματα εφτά ναών 

από τον 5ο ως τον 7ο αιώνα, ενσωματωμένα τώρα πια στον ναό του προφήτη Μωυσή. 

Εδώ παρηγορείται η άγρια σιωπή της ερήμου. Εδώ, στο κατώφλι του Σινά, ένας κήπος. 


 

Κατεβαίνοντας

την όαση Φαράν

τον νου σου

το νου σου

στα κόκκινα κύματα

το νου σου

στις αρχαίες λίμνες

μη χάσεις τα σημάδια

 

Εδώ, εδώ, εδώ. 

Ψηλαφούμε τα σημάδια που διασώθηκαν στους αιώνες με τη βεβαιότητα του στόμα με στόμα, 

της αδιαμφισβήτητης αυτής μετάδοσης των τόπων και των προσώπων και των γεγονότων. 

Η συγκίνηση έρχεται, θες δε θες. 

Όχι, για τα σημάδια μόνο, όσο για τους ανθρώπους που θέλησαν με τη δική τους μοναδική θέληση 

και επιθυμία και πόθο να παραμείνουν στους τόπους αυτούς, αναζητώντας τα χνάρια του δικού τους 

Θεού. Στο άξενο μιας άλλης πατρίδας. Όμως, νιώθω φεύγοντας, αφήνοντας τη μοναχή που λησμόνησα 

το όνομά της στην είσοδο του Μοναστηριού με υψωμένο το χέρι σε χαιρετισμό για πάντα, 

ότι δεν υπάρχει πιο ισχυρή πατρίδα από αυτήν της καρδιάς.  


Ίσως αυτό να είναι όαση τελικά. Όταν ανθίζει η καρδιά.



Εδώ αρχίζει η έρημος

εδώ αρχίζει η θάλασσα

πού και πού

ένα δέντρο

σημαδεύει το άγνωρο

-σαγιάλ

σαγιάλ το λένε οι βεδουίνοι


Υ.Γ.

Ακούω μέσα μου καθ’ οδόν τον Minassian και την duduk του στη συγκεκριμένη αρμένικη μελωδία. 

Και είμαι ακριβώς εκεί. Ένα βήμα πριν το ίδιο το Σινά.




 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον