ἦν δε ἐν τῷ τόπῳ κῆπος ΙV

 



ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤ'

 

Το βλέπω πως έδειξες τον δρόμο. Πως είπες εδώ ο σταυρός, πως μίλησες γι' ανάσταση. Τι σημαίνει "ανάσταση", Κύριε. Εγώ δεν ξέρω. Κηπουρός είμαι. Το βλέπεις. Χώμα, βολβοί, ανθοφορίες. Το νιώθω, όμως. Χώμα κι ύστερα το φως. Αυτό είναι η ανάσταση, Κύριε; Σκοτάδι κι έπειτα το άνθος; Τότε, να την πω παρηγορία. Να την πω φως παρήγορο. Να την πω και λυχνάρι, Κύριε. Αλλά αργεί. Η ανάσταση πάντα αργεί. Μήπως δεν το ξέρω; Εγώ ο ανθοκόμος το λέω αυτό. Κηδευτής και καλλιεργητής ψυχανθών. Κι εσύ τι άνθος, Κύριε, ακόμα δεν μπορώ να πω. Έγινες λίμνη και ποτάμι. Κι είπαν πως απάνω στα ύδατα περπάτησες. Ποιος είσαι, Κύριε. Τι λουλούδι είναι αυτό που ήρθε στον κήπο μου. 


ΣΤΑΣΙΜΟ ΣΤ'

 

De profundis

                                                                                       OSCAR WILDE


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤ'

 



Jordi Savall,  El cant des aucells, το τραγούδι των πουλιών

(είσοδος της μουσικής για ένα λεπτό περίπου που χαμηλώνει σιγά-σιγά -δίχως να παύει- και ακούγεται ξανά ο κηπουρός. Η μουσική χαλί)

 

Έρχονται κοντά μου, χαράζουν άνθη μέσα σε βαθιά ομίχλη. Ο κόσμος δεν τα νιώθει. Ο κόσμος δεν τα' νιωσε ποτέ. Τα ξέβρασε στους ουρανούς, Κύριε. Λουλούδια ήταν μα τα' ριξαν στη φωτιά. Ξεράθηκε η καρδιά τους, κάηκαν, Κύριε. Σ' αυτόν τον κόσμο κάηκαν. Μονάχα τ' αποκαΐδιά τους. Μονάχα φρύγανα, κόκκαλα σκορπισμένα, στο χώμα, στη θάλασσα, Κύριε. Μονάχα στην ερημιά του κόσμου. Ασυντρόφευτα. Ανυπεράσπιστα, Κύριε. Στάχτη αντί ψωμί. Ξύδι, Κύριε. Το νιώθεις; Ξύδι τα πότισαν για νερό. Είπαν πως είν' αγκάθια. Μα κείνα, μυρόβλησαν, Κύριε. Μ' ακούς, άγιασαν το χώμα.

Ήρθαν τα πουλιά στον κήπο τούτο, Κύριε. Η Ουρανίτσα, η Χολεριασμένη, η Έρμη στα ξένα. Τα ναυαγίων ναυάγια. Τους ξέρεις. Τους αναγνωρίζεις. Πήραν το πρόσωπό σου, Κύριε.

Ήλθαν τα πουλιά.


Jordi Savall, El cant des aucells


(ανέβασμα της μουσικής με την τελευταία φράση. Είσοδος των πουλιών δηλαδή. Κρατά για λίγο, να "μπει" στον χώρο και έπειτα χαμηλώνει. Μιλάνε τα πουλιά)


ΣΤΑΣΙΜΟ ΣΤ'


1.

Σὰν ἦρθε ἡ χρονιὰ ἐκείνη, ἐμεῖς ἤμαστε πανδρεμένοι τρία χρόνια μπροστά. Ὁ μπαρμπα-Λευθέρης μὲ τὶς καραμέλες μὲ εἶχε καταφέρει. Θὰ ἤμουν δεκαπέντε, ἂς ἤμουν, τὸ πολύ, δεκάξι χρονῶν, ὅταν ἔγινε ἡ στεφάνωση. Ἐκεῖνος θὰ ἦτον παραπάνω ἀπὸ τριάντα.

Τότε, σὰν ἦρθε τὸ κακό, χολεριάσθηκα κ᾽ ἐγώ. Εἶχα γεννήσει ὀλίγους μῆνες μπροστὰ τὴν μοναχοκόρη, τὴν Κατίγκω μου, αὐτὴ ποὺ βλέπεις. Σὰν μ᾽ ἔπιασαν οἱ ἐμετοί, καὶ τ᾽ ἄλλα τὰ συπτώματα, Θεὸς νὰ φυλάῃ ―μακριὰ ἀπὸ σᾶς― ὁ Λευθέρης, αὐτὸς ποὺ βλέπεις, μ᾽ ἀπαράτησε κ᾽ ἔγινε ἄφαντος. Πέρασαν πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἐφάνη. Ὁ ἀδερφός μου ὁ Θύμιος, κι αὐτός, οὔτε θέλησε νὰ μὲ ζυγώσῃ.

Ἐκαθόμουν στὴν ἐνορία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, σ᾽ ἕνα στενὸ σοκάκι, στὴν Ἀκρόπολη ἀποκάτω. Εἶχα τὸ παιδὶ στὴν κούνια, κ᾽ ἔκλαιε. Ἐγὼ ὑπόφερνα ἀπ᾽ τοὺς πόνους τῆς ἀρρώστιας, κ᾽ ἐδίψαγα φοβερά. Ἐφώναζα νά ᾽ρθῃ κανένας. Ἐζητοῦσα ἕνα ποτήρι νερὸ γιὰ ἔλεος. Κανένας δὲν ἤρχετο. Οἱ γειτόνισσες, ἄλλες εἶχαν φύγει, μὲ τὴν ὥρα τους, στὴν ἐξοχή, κι ἄλλες ἔκαναν τὸν κουφὸ καὶ δὲν ἄκουαν.

Μόνον ἕνας γείτονας, ὁ κὺρ Μικέλης ὁ Φουλδάκης, πέρασε τὸ χέρι του ἀπ᾽ τὸ παραθυράκι, καὶ μοῦ ἔρριξε ἕνδεκα σβάντζικα*. Ἐγὼ τοῦ φώναζα νὰ μοῦ φέρῃ νερό. Ἀλλά, μοῦ εἶπε, δὲν εἶχε, κ᾽ ἔφυγε. Ἢ δὲν εἶχε ἀληθινά, ἢ φόβος τὸν ἔπιασε, καὶ δὲν ἤθελε ν᾽ ἀργοπορήσῃ σιμά μου, μὴν κολλήσῃ.

Καλὰ καὶ τὰ δέκα σβάντζικα. Λεφτὸ δὲν εἶχα. Μὰ εὐχαρίστως θὰ ἔδιδα τὰ δέκα σβάντζικα, γιὰ νὰ μοῦ ἔφερνε κανεὶς ἕνα ποτήρι νερό.

[...]

Σηκώθηκα, κ᾽ ἐβγῆκα ἔξω. Ἔκαμα ὀλίγα βήματα στὸ σοκάκι. Ἡ γειτονιὰ ἔρημη. 〉 κόσμος εἶχε φύγει. Αὐλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο πουθενά.

Ἐπῆγα παραπέρ᾽ ἀκόμα. Ἤξευρα πὼς ἦτον μιὰ βρύση κάπου ἐκεῖ. Ἔφτασα, μὲ μεγάλη ἀδυναμία, μὲ κομμένα γόνατα. Ξέστριψα μὲ κόπο τὴν κάνουλα τῆς βρύσης. Ὤ, συφορά μου! Τὸ νερὸ εἶχε κοπῆ.

Σηκώνομαι, σέρνουμαι ἀκόμα παραπέρα… Δὲν θυμᾶμαι ἂν εἶχα πάρει μαζί μου τὸ κορίτσι μου ἀπ᾽ τὴν κούνια…!”

“Ναί… ὄχι, δὲν τὸ πῆρα μαζί μου. Εἶχα βγῆ ἔξω γιὰ προσωρινά. Τὸ ἕνα πρῶτο γιὰ νὰ βρῶ νερό, κ᾽ ἔπειτα μὲ τὴν ἐλπίδα ν᾽ ἀπαντήσω κανένα γνώριμο… νὰ τὸν ἐρωτήσω ἂν εἶδε τὸν ἄνδρα μου πουθενά. Χωρὶς ἄλλο, εἶχα σκοπὸ νὰ γυρίσω γρήγορα πίσω, στὸ σπιτάκι μου.

Ἐπῆγα παραπέρ᾽ ἀπ᾽ τὴ βρύση, ποὺ δὲν εἶχε νερό. Ἐκεῖ ἀκούω σὰν μουρμουρητό, σὰν σιγανὴ ψαλμῳδία. Ἔφτασα ἀπ᾽ ἔξω ἀπ᾽ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Βλέπω μιὰ μικρὴ καρότσα μὲ τ᾽ ἀλογάκια της ποὺ ἔστεκε παρέκει, σὲ μιὰ γωνιὰ τοῦ δρόμου.

Ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς ἦτον ἀνοικτή. Βλέπω μιὰ γριά. Ἦτον ἡ κλησιάρισσα. Σὰν μὲ εἶδε, φοβήθηκε, κ᾽ ἠθέλησε νὰ κλείσῃ τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα. Θὰ κατάλαβε ἀπ᾽ τὴν ὄψη μου πὼς ἤμουν μολεμένη. Σπρώχνω τὴν πόρτα, φωνάζω.

― Λίγο νερό!… δὲν εἶστε χριστιανοί;

Εἶδα ποὺ εἶχε δυὸ στάμνες ἀκουμπισμένες ἀπὸ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν πόρτα, σιμὰ στὸ παγκάρι. Ἡ γριὰ μ᾽ ἐλυπήθηκε, ἐσήκωσε τὴ μιὰ στάμνα, ποὺ φαίνεται νὰ εἶχε λίγο νερό, κάτω ἀπ᾽ τὴ μέση, καὶ μοῦ εἶπε:

― Κάμε τὶς χοῦφτες σου.

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Η Χολεριασμένη

 



"Μάνα μου, μάνα"

 

στίχοι: Νίκος Γκάτσος

μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης

ερμηνευτής: Χρύσανθος

 

[ακούγεται όλο,

κατά τη διάρκεια ο κηπουρός "παίρνει" νερό από το πηγάδι

και δροσίζει τις μυροφόρες]

 


2.

 

Ἡ Αἰγυπτία ἔφυγε τὸ πάλαι εἰς τὴν ἔρημον. Πολὺ πλέον δυστυχὴς ἀπὸ ἐκείνην, ἡ πτωχὴ ξένη παιδίσκη, ἡ Βανθούλα, δὲν εἶχε καρπὸν οὔτε εἰς τοὺς κόλπους οὔτε εἰς τὰ σπλάγχνα της. Καὶ δὲν ἐπαρουσιάσθη ὁ Ἄγγελος Κυρίου νὰ τῆς δώσῃ ἀσκὸν ὕδατος, διὰ νὰ δροσισθῇ… Αὐτὴ μόνη ἔπεσε νὰ εὕρῃ δρόσον εἰς τὴν ἅλμην τοῦ πελάγους, εἰς τὰ πικρὰ κύματα, ὅπου ὁ Γιάννης ὁ Πατσοστάθης, βοσκὸς ἀπὸ τὸ βουνόν, εἶδεν ἐπί τινας στιγμὰς τὴν λευκὴν ἐσθῆτα νὰ κυματίζῃ εἰς τὴν αὔραν, εἶτα νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ κῦμα καὶ πάλιν νὰ ἐπιπλέῃ εἰς τὸν ἀφρόν.

Τὴν πρωίαν τῆς Πρωταυγουστιᾶς μία βάρκα ἔφερε τὸ νεκρὸν σῶμα καὶ τὸ ἀπεβίβασεν εἰς τὴν προκυμαίαν… Ὤ! τί σπαραγμός! Ξένη, ἔρμη στὰ ξένα, εὗρε τὸν πικρὸν θάνατον ἑκουσίως εἰς τὴν ἅλμην τοῦ κύματος… Οἱ ἰατροὶ τοῦ τόπου εὗρον ἕρμαιον, καὶ τὸ διεξεδίκησαν. Οἱ ἱερεῖς ὄχι. Δὲν ἦτο κανεὶς ἰσχυρὸς ἐνδιαφερόμενος, διὰ νὰ ἐκβιάσῃ τὴν «ἐλαστικότητα» τῶν νόμων καὶ τῶν κανόνων, διὰ νὰ βάλῃ εἰς κίνησιν τὰ νεῦρα καὶ τὰ κόκκαλα τῶν ἀνθρωπαρέσκων, τὰ ὁποῖα μέλλει νὰ διασκορπίσῃ ὁ Θεός.

Μόνον πέντε ἢ ἓξ γερόντισσαι, πτωχαὶ χῆραι, δύο ἢ τρεῖς κόραι τοῦ λαοῦ, τρεῖς δωδεκάδες ἀγυιοπαίδων, κ᾿ οἱ δύο νεαροὶ χωροφύλακες, συνώδευσαν τὸν Γιαννάκην εἰς τὸ κοιμητήριον, ὄπισθεν τοῦ σκεπασμένου νεκροκραβάτου.

Ὁ φίλος, τοῦ ἐξοχικοῦ καπηλείου, εἶπε τὸ «Ἅγιος ὁ Θεός», τὸ «Μετὰ πνευμάτων», Κύριε, ἀνάπαυσον τὴν δούλην σου, τρίς, κ᾿ ἐτελείωσε.

Διατί ἐπῆγες, ψυχή, εἰς τὸν Μέγα-Γιαλόν, ἀντικρὺ εἰς τὴν ἁπλωτήν, ἀτελείωτην ἄμμον, ἐκεῖ ὅπου ἀρχίζει τὸ μέγα βορεινὸν πέλαγος ―ὅπου τὸ κῦμα ἀγριωπόν, ἔξαλλον, ἀδιαλλάκτως πληγώνει τὴν ἀκτήν― πῶς ἐπαραμόνευσες νὰ εὕρῃς γαληνιῶσαν τὴν θάλασσαν, ὅπου ἡ Σειρήν, βαθιὰ εἰς τὰ ἄντρα ἀδελφωμένη μὲ τὴν Ἠχώ, θρηνῳδεῖ τ᾿ ᾄσματά της, καὶ οἱ Τρίτωνες, κρυμμένοι εἰς τὰς πρασινωπὰς πτυχὰς τῶν ἀπατήτων θαλάμων, σπανίως τολμῶσι ν᾿ ἀνακύψωσιν ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα; Ἐχρειάζετο κλίνη μαλακή, λεία θάλασσα, διὰ νὰ πέσῃς νὰ κοιμηθῇς τὸν ὕπνον τῶν αἰωνίων ὀνείρων!…

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Έρμη στα ξένα


3.

Καὶ μοῦ τὸ κρύβεις τόσον καιρό;…

― Κι ἐγὼ δὲν ἤξερα… τώρα τὸ ἔνοιωσα, εἶπε μὲ κλάματα ἡ Οὐρανίτσα.

― Ψέματα λές! εἶπεν ἀγρία ἡ Μπερνίτσα. Εἶσαι σὲ τέτοια θέση ποὺ δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἀπ᾽ τὸν καιρὸ ποὺ λείπει ὁ γυιός μου… Μὲ κανέναν ἄλλονε!…

Ὁ λόγος αὐτὸς τῆς πεθερᾶς ἦτον μαχαίρι δίκοπο, ἦτον ἀστροπελέκι, ἦτον θάνατος. Ἡ Οὐρανίτσα ἄρχισε νὰ τρέμῃ ὅλη, ἐκοκκίνισε, κιτρίνισε, ἔπλεε στὸν ἱδρῶτα, πιάσθηκε ὁ ἀνασασμός της.

― Ἐγώ! μπόρεσε μόνο νὰ πῇ… θὰ πιῶ φαρμάκι!…

― Νά ἐκειδὰ πάνω στὸ ἀράφι, τό ᾽χω, εἶπε σκληρὰ ἡ πεθερά της. Πάρε το καὶ πιέ το!…

Αὐτὸν τὸν λόγο εἶπε, καὶ τῆς γύρισε τὶς πλάτες…

Αὐτὸ ἦτον «ἕνα κ᾽ ἕνα», παιδάκι μου, ἐξηκολούθησεν ἡ γραῖα Φωλιώ, ἀφοῦ εἶχε διακόψει ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ τὴν ἀφήγησιν. Τὸ πρωὶ εἰπώθηκε αὐτὸς ὁ λόγος, καὶ τὸ ἀπόγευμα, κοντὰ τὸ δειλινό, ἡ Οὐρανίτσα ἡ ἀδελφή μου, βρέθηκε ξαπλωμένη κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἀπάνω στὸ κατώφλιο, μὲ τὰ ποδάρια κατὰ μέσα στὸ σπίτι, καὶ τὸ κεφάλι κατὰ ἔξω στὴν αὐλή, χλωμή, νεκρή, ἀποθαμένη.

Ἔβαλε ἡ Μπερνίτσα τὶς φωνές, ἔτρεξαν οἱ γειτόνισσες. Σὲ λίγο ἔφθασε καὶ ἡ μάννα μου ξεμανδήλωτη, τραβώντας τὰ μαλλιά της. Ἔτρεξα κ᾽ ἐγώ, πιανόμενη ἀπ᾽ τὴν φουστάνα τῆς μητέρας μου, ὀχτὼ χρονῶν κορίτσι, κλαίοντας, χωρὶς ν᾽ ἀγροικῶ καὶ νὰ νοιώθω τὸ γιατί.

Τὴν ἐσαβάνωσαν, τὴν ἔκλαψαν σιγανά, χωρὶς μοιρολόγια. Ἡ Μπερνίτσα «ἔπιασε τὴ χάσα*». Δὲν τῆς ἐβάστα ἡ καρδιά ― δὲν κοτοῦσε νὰ πῇ τὴν ἀλήθεια τῆς μητέρας μου.

Ὕστερα, ἔπρεπε νὰ τὴν θάψουν, πρὶν βασιλέψῃ ὁ ἥλιος. Ἐκεῖνον τὸν καιρό, δὲν εἴχαμε δημάρχους, εἴχαμε δημογερόντους τοῦ χωριοῦ, πρωτόγερους. Κι ὁ πρωτόγερος τοῦ χωριοῦ, ὁ κὺρ Ἀναγνώστης, ἕνας ἄνθρωπος ὅλο μὲ συννεφιασμένο μέτωπο καὶ ζαρωμένα φρύδια, δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ ἄδεια νὰ θάψουν τὴν φαρμακωμένη στὸν ἅγιον τὸν τόπο, στὰ Μνημούρια, ἐκεῖ ποὺ ἔθαφταν τοὺς χριστιανούς. Κι ὁ παπὰς τῆς ἐκκλησιᾶς, σύφωνος, δὲν ἠθέλησε νὰ τῆς διαβάσῃ, τῆς φτωχῆς, οὔτε ἕνα τρισάγιο. Καθὼς μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ πνεματικός, εἶχαν δίκιο, γιὰ νὰ μὴ δίνεται κακὸ παράδειγμα. Ἔπειτα ἡ ἀδερφή μου ἦτον ἡ πρώτη ψυχή, ὕστερα ἀπὸ ἀμνημόνευτα χρόνια, ποὺ σκοτώθηκε μοναχή της. Ἄλλοτε δὲν εἶχε ξαναγίνῃ αὐτὸ στὸν τόπο μας.

Μερικοὶ ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ταφῇ ἐπάνω στὸν τόπο, μὴ τυχὸν βρυκολακιάσῃ κ᾽ ἔρθῃ πίσω ― ἐπειδὴ ὁ βρυκόλακας μόνον ἁρμυρὰ νερὰ δὲν μπορεῖ νὰ περάσῃ. Βλέπεις ἐκεῖνα τὰ νησάκια, ποὺ εἶν᾽ ἕνα καμάρι, ἕνα στολίδι, ἐμπρὸς στὸ λιμάνι μας; Κοίταξ᾽ ἐκεῖνο τὸ νησί, ποὺ τὸ λένε Μαραγκό! Ἔτσι τὸ ἔλεγαν ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἔτσι ἄρχισαν πάλι νὰ τὸ λένε καὶ τώρα. Μὰ ἕνα καιρὸ τὸ εἶχαν ὀνοματίσει ἀπ᾽ τὸ ὄνομα τῆς ἀδερφῆς μου.

Ὁ γείτονάς μας, ὁ Γιαλουγγής, μὲ τὴν βάρκα του, καὶ μὲ τὸν σύντροφό του μαζί, τὸν Φραγκούλη τῆς Μπάλιαινας, ἐπῆραν τὸ λείψανο ἐπάνω εἰς ἕνα πλατὺ μαδέρι, καὶ τὸ κουβάλησαν, τὸν βράχο τὸν κατήφορο, ὣς τὴν βάρκα. Ἡ μάννα μου ἔτρεχε κατόπιν, κ᾽ ἐγὼ μαζί της. Κόσμος πολύς, ἀπὸ περιέργεια, ἀκολούθησαν ὣς κάτω στὸ γιαλό. Μερικοὶ ἔλεγαν κι ἄσχημα λόγια.

― Σκύλα!… ψοφίμι!…

Τὴν ἐμβαρκάρισαν στὴ φελούκα, κ᾽ ἔπιασαν τὰ κουπιά, οἱ δυό τους, ἐπῆγε μαζὶ κ᾽ ἕνας ἄνθρωπος μ᾽ ἕνα σελάχι, μὲ μιὰ κουμπούρα στὴν μέση, καὶ μ᾽ ἕνα χονδρὸ ραβδὶ στὸ χέρι. Ἄνθρωπος μὲ μεγάλα μουστάκια, καὶ μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ μιὰ μαύρη σκούφια. Ἦτον ὁ καβάσης* τῆς δημογεροντίας. Τὸν εἶχε στείλει ὁ πρωτόγερος γιὰ συνοδία. Ἐπῆραν μαζί τους δύο τσάπες κ᾽ ἕνα φτυάρι. Ἄλλον δὲν ἄφησαν νὰ πατήσῃ στὴν βάρκα. Τὴν μάννα μου τὴν ἔδιωξαν μακριά.

Ἐγύρισε πίσω μὲ τὰ κλάματα.

Οἱ ἄλλες οἱ μαννάδες, ὅταν γυρίζουν ἀπ᾽ τὸ ξόδι, ἀπ᾽ τὴν ἐκφορὰ τοῦ νεκροῦ, παύουν τὰ μοιρολόγια. Ἡ μάννα μου τότες τ᾽ ἄρχισε…

Ἔκλαιε, ἀμέρωτα, ἀπαρηγόρητα, καὶ μ᾽ ἔκανε κ᾽ ἐμὲ νὰ κλαίω. Ἀνάμεσα τὴν ἐρωτοῦσα:

― Ποῦ τὴν πᾶνε, μάννα, τὴν Οὐρανίτσα μας;

Ὕστερ᾽ ἀπὸ ἕνα χρόνο, μερικοὶ ψαράδες εἶχαν ἀνεβῆ στὴν ράχη τοῦ νησιοῦ, τοῦ Μαραγκοῦ, ὅπου ἀργὰ καὶ ποῦ, ἐτύχαινε νὰ πατήσῃ ἄνθρωπος. Ἤθελαν νὰ κατεβάσουν μερικὰ ξηρόκλαδα, ἢ νὰ κόψουν ὀλίγα ξύλα γιὰ ν᾽ ἀνάψουν φωτιὰ κάτω στὴν ἄμμο, νὰ ψήσουν ψαράκια γιὰ νὰ κολατσίσουν. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στὰ χαμόκλαδα, μιὰ ἀσυνήθιστη μοσχοβολιὰ τοὺς ἦρθε.

Ἐκεῖ, στὴν ρίζα ἑνὸς βράχου, εἰς ἕνα μέρος ὅπου τὸ χῶμα ἐξεῖχε ὀλίγον, εἰς ἕνα μικρὸν ὄχθον ὣς μιάμιση ὀργυιὰ τὸ μάκρος, καὶ τέσσαρες σπιθαμὲς τὸ πλάτος, ἀνθοῦσε μία ὄμορφη ἰτσιά, γεμάτη ἀπ᾽ ὡραῖα ἀσπροκίτρινα λουλουδάκια, ἴτσια, τόσα πολλὰ καὶ φουντωτὰ κι ἄφθονα, ὥστε μποροῦσαν νὰ γεμίσουν ὣς δέκα καλάθια.

Ἐκεῖ ἦταν ὁ τάφος τῆς φτωχῆς ἀδερφῆς μου. Ἀπὸ τότε τὸ Μαραγκὸ ἄρχισαν νὰ τὸ λένε «τὸ Νησὶ τῆς Οὐρανίτσας».”


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Το νησί της Ουρανίτσας

 

 

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤ'

 

"ὁ δὲ Ἰησοῦς κάτω κύψας τῷ δακτύλῳ ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν.  ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον.    Καὶ πάλιν κάτω κύψας ἔγραφεν εἰς τὴν γῆν"

 

(η αδελφή της Ουρανίτσας, όση ώρα ακούγονται τα παραπάνω λόγια, ανθίζει τις πέτρες -τα λουλούδια είναι κόκκινα. Κόκκινες τουλίπες)

 

ε πολλούς Ελληνικούς μύθους αναφέρεται η λέξη τουλίπα. Μύθοι που σχετίζονται με την ιστορία της γέννησής της. Ένας από αυτούς τους μύθους : Στην Ανατολή (Κουρδιστάν) κάποτε ήταν ένας πρίγκιπας Κούρδος που τον έλεγαν Φαρχάντ (Farhad). Ήταν πολύ ερωτευμένος με τη Σιρίν (Shirin). Μια μέρα η αγαπημένη του σκοτώθηκε, ο Φαρχάντ τότε έπεσε με το άλογό του σε έναν γκρεμό θέλοντας να αυτοκτονήσει. Το αίμα του απλώθηκε στο έδαφος και κάθε σταγόνα του έγινε τουλίπα. Από εκείνη την στιγμή η τουλίπα έγινε το έμβλημα της απόλυτης αγάπης]





Ο ύμνος της Αγάπης, Preisner

(μπαίνει με την τελευταία λέξη "εις την γην" -ακούγεται όλος)

 

 


Σημείωση:


Τον Απρίλιο του 2019 στην Κοζάνη και την Πτολεμαϊδα 

παρουσιάστηκε το λογοτεχνικό αναλόγιο 


 "ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ κῆπος"

 Τα "Επεισόδια" που προηγούνταν των "Στάσιμων" ήταν η τότε συνομιλία μου με την "ετέρα μορφή".

Τα "Στάσιμα" αναγνώστηκαν όλα από 7 μαθήτριες, τις:

Καλλιόπη Αβραμίδου     Μαρία Ανδρεάδου     Δανάη-Ελένη Παπαδοπούλου

Μαρία Κατσάλη     Κατερίνα  Ιωσηφίδου     Μαρία Προβίδα     Ζωγραφιά Αδαμίδου


Επιστρέφω σήμερα σε αυτό, Μεγάλη Εβδομάσα του 2022.

Μοιράζεται -

ο τρόπος που υπαγόρευσε τότε 

την ανάγκη να πιαστώ από το χέρι του επιτάφιου Άλλου.


Όλγα Ντέλλα

Μεγάλη Δευτέρα 2022

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον