προσκέφαλα της 24ης Φεβρουαρίου του '22


 


Προσκέφαλα σε φύλλα λεμονιάς


Πηγαίνοντας ο Αλέξανδρος στον Πύργο έμαθε -

αναπνέοντας ασφαλώς την ανάσα του Γιαννούλη

ότι


τον νεκρό τον σκεπάζουν ακόμα και σήμερα με άνθη ή φύλλα λεμονιάς,

τον τυλίγουν μ' ένα λευκό σεντόνι και για προσκέφαλο του βάζουν

ένα μαξιλάρι χωρίς κόμπους, γεμισμένο με λεμονόφυλλα!”


κι αποφάσισε

αφού σα μεθυσμένος στροβιλίστηκε γύρω από τα τρίστρατα

τα σκαλάκια και τα στενά 

-αντί τριακοσίων ευρώ- να αγοράσει

ένα ακίνητο -ας ήταν και τάφος στο εκεί νεκροταφείο,

φτάνει που θα' ταν


“στο λευκότερο σημείο του Αιγαίου”


Σε αυτή τη “δεύτερη πατρίδα” του

την Τήνο

δεν ξέρω

αν θα εγκατασταθεί ο Γιάννης- Αλέξανδρος Ίσαρης,

ωστόσο πέρασε “πολλά απογεύματα του καλοκαιριού

τριγυρνώντας” εκεί

“στο νεκροταφείο του Πύργου”

περιεργαζόμενος ίσως την αναμονή

και ακούγοντας τη φυγή

κάπως πιο νωρίς από

όταν συνέβη.


“Προς το βράδυ οι σκιές σφίγγονται γύρω από τα δέντρα που θροϊζουν τρυφερά

και η ατμόσφαιρα γεμίζει ψιθύρους. 

Καθισμένος σε κάποιο πεζούλι, 

συλλογίζομαι

τη ζωή που πέρασε.

Τους αθρώπους και τις θάλασσες που γνώρισα.

Τις πληγές και τις ανθοφορίες που εναλλάσσονταν στο σώμα της ιστορίας μου.

Τους έρωτες, τους χωρισμούς, τις ναυαγισμένες φιλίες.

Τους κήπους των παιδικών μου χρόνων.

Τις συναρπαστικές περιπέτειες στα στενά δωμάτια της Τέχνης.

Τα ποιήματα, τα σχήματα, τα χρώματα, τις μουσικές.

Τη μοναξιά μου

σε μικρές και μεγάλες πολιτείες.

Τη μοναξιά μου στην άκρη ενός βράχου,

στην αίθουσα αναμονής κάποιου σταθμού,

στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου.

Τους φόβους που στοίχειωναν το κρεβάτι μου τις νύχτες.

Τα καράβια που με πήγαιναν σε καινούργιες ερημιές.

Τους βαρείς χειμώνες και τα καυτά καλοκαίρια.

...

Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, 

σκέφτομαι διαρκώς 

πως όλα αυτά τα θαυμαστά, τα πολύχρωμα και μυρωδάτα,

θα εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά από μένα.

Το κελάηδισμα του σπίνου, οι πρώτες ομιλίες το πρωί,

το μουρμουρητό της λεύκας κοντά στο παράθυρο.

“Τι υπέροχο αίνιγμα που είναι η ζωή!” αναλογίζομαι.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΣΑΡΗΣ, Προσκέφαλο με φύλλα λεμονιάς, Κίχλη, 2012


Σήμερα, οριστική μέρα της αναχώρησής του,

τα λόγια του τα διαβάζεις

με ένα άλλο βάρος

και μια αθυμία

με μια εισβολή 

ήδη

σωμάτων ακέφαλων

προσκεφάλια

που δεν θα προλάβει κανείς να γεμίσει

ούτε με χώμα καν


σώματα ακέφαλα από τον χρόνο

που δεν πρόλαβαν να ζήσουν

σώματα

νεανικά σώματα

ελπίδες όνειρα

ακέφαλες ζωές


κι άλλες σε λαγούμια

υπό το κράτος του τρόμου

του πανικού

του ανυποψίαστου χαμού

μέσα στο φως μιας κατά τα άλλα λαμπρής μέρας

λίγο προτού την άνοιξη


(ένα παιχνίδι, πάντα θα υπάρχει ένα παιδί που δεν θα' χει προλάβει να το πάρει μαζί του

 -να αυτό είναι ο πόλεμος)


όλα αυτά

μέσα στη μέρα της αναχώρησής του


πόσα άνθη χρωστάμε στη ζωή

πόσα άνθη δε θα αγγιχτούν ποτέ πια

πόσα άνθη

δε θα σκεπάσουν

τα ριγμένα

σώματα


Θυμάμαι τον Όμηρο -πώς αλλιώς-

τον Οδυσσέα στο παλάτι των Φαιάκων

να κλαίει να οδύρεται

να θρηνεί


“να λιώνει,

το δάκρυ να τρέχει ασταμάτητο μουσκεύοντας τα μάγουλά του”


όχι ως άντρας

αλλά ως γυναίκα

όχι ως μια οποιαδήποτε γυναίκα αλλά όπως εκείνη


“η γυναίκα που μοιρολογεί τον άντρα της πεσμένη πάνω του,

που εκεί, μπροστά στην πόλη του και στον λαό του, πέφτει

για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα του, να τα γλιτώσει

από τη μαύρη μέρα

κι εκείνη, όπως τον βλέπει τώρα να σπαρταρά και να τελειώνει,

γύρω του σωριασμένη, σπαράζει από το κλάμα, ενώ οι εχθροί

με τα κοντάρια τους χτυπούν αλύπητα ράχη και ώμους,

την σέρνουν να την πάρουν σκλάβα, για να βουλιάξει

στης δυστυχίας τον πάτο -

πώς το πικρότατό της πάθος μαραίνει πρόσωπο και παρειές,

έτσι κι ο Οδυσσέας θρηνώντας, έχυνε τότε το πικρό του δάκρυ”1


Και δε γίνεται να μη δω το αμφίπλευρο πρόσωπο που μου υπογραμμίζει

τόσο υπόκωφα ο ποιητής

το πρόσωπο του θύτη

να έχει πάρει

στο βάθος του χρόνου

το πρόσωπο του θύματός του

να έχει γίνει η Ανδρομάχη -ο θρήνος της για τον Έκτορα

να έχει γίνει

η Εκάβη

οι Τρωάδες

να έχει γίνει ο ίδιος

ίδιος με τα θύματά του


αύτη η εξίσωσις του πολέμου




αλλά είναι αργά

πάντα αργά είναι για τη ζωή

όταν μπαρουτιάζει η ύβρις

το φως του ήλιου


ήθελα να πω για τον Αλέξανδρο

και μίλησα για τα άδεια προσκέφαλα

θαρρώ πως θα μου το συγχωρέσει




1Ομήρου Οδύσσεια, 24 Παρομοιώσεις (μτφρ.Δ.Ν.Μαρωνίτης), εκδόσεις Διάττων, 2004,σελ.15

(φωτογραφίες Ο.Ν. 25/2/22)


Σχόλια

  1. ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΩΛΕΙΑ.
    Μ΄ ότι καταπιάστηκε αξιότατα αντεπεξήλθε. Μνήμη αιωνία.
    Πολύ συγκινητικό το κατευόδιο της Όλγας

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

το σακάκι

Είσαι ο πανσέληνός μου. Γράφε το.

το δικό μας Αίπος

η επίσκεψη

η αναγνώριση

"Η Σκεπή" του Πέτρου

η Ελαφοκυράνη

τι είν' η πατρίδα μας

ανεμοδείκτες και υστερόγραφα

Εν' αλεξιβρόχιον