duende στο ημίφως
Εnduendado λέει ο Λόρκα, για τον ένθεο βίο ενός ποιητή. Εν και Θεός και Ουσία. Ενθουσιασμένος, εκστατικός, από τη θεία μανία -δερβίσικα- κατεχόμενος.
Όπως ο Πλάτωνας στον “Φαίδρο”, όποιος χωρίς τη μανία των Μουσών φτάνει στις θύρες τις ποιητικές, πεπεισμένος ότι χάρη στην τεχνική του θα γίνει ικανός ποιητής, ατελής θα παραμείνει, και αυτός και η ποίησή του.
Κάπως έτσι.
Και αυτή η σκέψη ήρθε μετά την αναχώρηση του Γιώργου Μπρουνιά -τέσσερις μέρες τώρα.
Υπάρχει τρόπος να' χεις το duende έτσι -αθόρυβα, διακριτικά, χαμηλόφωνα. Να παραμένεις βολβός, να συνομιλείς με τα χώματα, άνθη σου να' ναι αυτές οι μικρές εκρήξεις μεταφορικού λόγου, αιφνίδια φευγαλέα περάσματα, “πεταρίσματα” πάνω στην ομορφιά, συνοπτικά βλέμματα, που τρέχεις ακάλυπτος, με όλες σου τις αισθήσεις ορθάνοιχτες, με λέξεις μοναχά -κι αφού την ενδυθείς- να την ποιήσεις.
Ο Μπρουνιάς χρειάστηκε τον μεταφορικό λόγο να μιλήσει, ισορροπώντας, θα' λεγα, σε μια τραμπάλα παιδική. Πότε από εδώ πότε από εκεί. Μην αντέχοντας και πολλή πραγματικότητα. Γι' αυτό και την είδε μέσα σε μια καινή ονοματοδοσία. Και έπειτα την αφήνει στην άκρη, για να δει τον κόσμο όπως είναι. Προτού ή αφού τον ονομάσει.
Τα έφερε όλα κοντά μας με τα δικά του μάτια, όπως το έκανε ο Όμηρος και μετά ο Κορνάρος, εκτενή περάσματα από το “όπως” στο “έτσι”. Το ανοίκειο κοντά με το οικείο. Αυτά που στα δικά του μάτια ήταν συγγενή, και στους υπόλοιπους όχι, προτού η δική του ματιά τα συνενώσει.
Συμμετέχει έτσι με τον δικό του τρόπο σ' αυτό που συντελείται κατά το ξάφνιασμα που σε συνεπαίρνει μέσα στην καθημερινότητα και που σε κάνει να ανακαλύπτεις λιθαράκια ομορφιάς, όπως περίπου ο Κοντορεβιθούλης, ξαναβρίσκοντας κάθε φορά και το χαμένο μονοπάτι προς αυτήν. Έτσι, σα να δραπετεύεις την ίδια ώρα από ό,τι δε συνάδει με αυτήν. Ακόμα και από τη μοναξιά.
Παραμένει ενθουσιασμένος. Τα ποιήματά του είναι εκμυστηρεύσεις αυτού του ενθουσιασμού.
Άλλοτε μικρές αφηγήσεις -ημερολογιακές σχεδόν- σκέψεις που σαρκώθηκαν μέσα σε στίχους, στοχασμοί πολύτιμοι.
Αγαπώ αυτά και τα ακαριαία, λιτά, υπαινικτικά ποιήματα, και προπάντων αυτά που σε πιάνουν εξαπίνης. Αλλά και εκείνα τα εκτενή. Που απνευστί σχεδόν τα φτάνεις ως το τέλος. Σα να τον έχεις μπροστά και να σου μιλά, ενώ στην πραγματικότητα μονολόγους αφήνει προς ανάγνωση.
Αγαπούσα ιδιαίτερα αυτά τα υπέροχα τρία κοσμήματα -τις ποιητικές συλλογές- πρώτα ως βιβλίο μέσα σ' αυτό το αγαπητικό σχήμα, της αγκαλιάς. Ήταν μια είσοδος που πάντα με έθελγε να την περπατήσω. Μετά διέσχιζα το δώμα. Και το δώμα παραμένει η ραχοκοκκαλιά της εστίας.
ΟΥΡΑΝΟΣ
Δάση. όπως λέμε σκίστηκαν τα ρούχα μου
Νερά. όπως λέμε τρύπησαν τα παπούτσια μου
Σύννεφα. όπως λέμε μ' ανακατωθήκαν τα μαλλιά
Δάση νερά σύννεφα. όπως λέμε
είμαστε όνειρα
ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ
Οι σπόροι πέφτοντας στη γη
είναι σαν το μολύβι όταν πρωταγγίζει το χαρτί
για να γίνει χάρτης
με καινούριους τόπους
επάνω του σχηματισμένους, τα πλοία που τους βρήκανε
και τις θάλασσες που διασχίσανε για να φτάσουν ως αυτούς
Μαζί φαίνεται πιο πίσω
και μια κάμαρη με σύνεργα πάνω στο τραπέζι
διαβήτες φακούς και τρίγωνα
κι έξω η νύχτα με τον έναστρο ουρανό και τους πλανήτες
να διαγράφουνε τροχιές
στιγμιαία ορατές στα τηλεσκόπια
και ένα σκελετό στον τοίχο
στην εικόνα μέσα ίσως υπενθύμιση
ότι οι σπόροι πέφτοντας στο χώμα
είναι δέντρα με φύλλα και κλαριά και χρυσά πορτοκάλια
αλλά είναι μαζί και σώματα
το καθένα ένας τόπος
μακρινός και άγνωστος
άλλοτε να προβάλλει κι άλλοτε να σβήσει στο σκοτάδι
ΣΥΝΘΕΣΗ
Ο ποιητής
είναι ένας άνθρωπος
που ξυπνάει το πρωί
βγαίνει
κρατώντας μια τσάντα
συναντιέται με τον κόσμο
και τα πράγματα
στη συναλλαγή της μέρας
μετά γυρίζει σπίτι
κάθεται
ανοίγει την τσάντα
βγάζει λίγο χώμα
το απλώνει στο τραπέζι του
το πλάθει υπομονετικά
κι ύστερα κοιμάται
ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Είναι μια χρυσή κλωστή
κρεμασμένη από ψηλά
κι όταν την αγγίξει ένα σύννεφο
βγάζει μια λεπτή μουσική
που διαπερνάει τους ανθρώπους
και τους κάνει
εκεί που αμέριμνοι πάνε στις δουλειές τους
να αναποδογυρίζονται ξαφνικά
και να βαδίζουνε κατόπιν με τα χέρια
κάτω και τα πόδια στον αέρα
Όταν το σύννεφο περάσει
μ' ένα πήδο γυρίζουνε στην παλιά τους θέση
και προχωρούν στο δρόμο τους κανονικά
Είναι ωστόσο κάποιοι που τους αρέσει
αναποδογυρισμένοι να μιλούνε με τη γη
βαδίζοντας στον ουρανό
και μένουνε σ' εκείνη την κατάσταση
ουρανοκατέβατοι
Αυτούς όταν τους βλέπουμε να περπατάνε έτσι
σκύβουμε
και χαμογελώντας λέμε στο διπλανό μας
να οι άνθρωποι με τον τραγουδισμένο νου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΟΥΝΙΑΣ
Οφείλω να κλείσω αυτά τα απρόσμενα που μου ήρθανε να πω με τον τρόπο του ίδιου του Μπρουνιά. Με άνω τελεία στη μόνη περίπτωση. Και σε καμία περίπτωση με τελεία. Έτσι όπως παραμένει η ποίηση. να ανασαίνει και μετά την τελευταία ανάσα του γραφιά της
[Και τα τέσσερα ποιήματα βρίσκονται στη συλλογή “Η συντροφιά”, εκδόσεις Το Ροδακιό, 2005]
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου